έζησε λαθραία και διάλεξε να πληγωθεί

wpid-wp-1439067406412.jpeg

είμαι στην οδό Θεσσαλονίκης . Αθήνα . άραγε να είναι ευτυχισμένοι σε αυτά τα σπίτια οι άνθρωποι;
πάντα θέλω να γυρνάω πίσω σε αναμνήσεις.δεν προχωράς. φαντάσου να μουν στην οδό Αθήνας στην Θεσσαλονίκη! Πως δεν προχωράω, δεν βλέπεις που έφτασα! όχι με το μυαλό. με τα πόδια; με τη ζωή.την αγαπώ την Αθήνα. Μεγαλώνω μαζί της. Γράφει στο δέρμα μου, αλλά η πρώτη μου ρυτίδα, σε Κείνη δε θα φαίνεται.με ένα στυλό και μια εφημερίδα, γράφω στο κείμενο. μήπως εννοείς ΤΟ κείμενο; όχι,εννοώ στο κείμενο.και αυτό που γράφεις, τι είναι; αποσιωπητικά …η αλήθεια είναι, ότι απέφευγε να βάζει τελείες. προτιμούσε τα αποσιωπητικά…αυτές τις τρεις τελίτσες μαζί…δεν της άρεσε να βάζει τέλος. της φαινόταν άχαρο ωμό απότομο. μακάρι να μπορούσε να μην βάζει καθόλου σημεία στίξης. ας έβρισκε ο καθείς μόνος του και όπως του άρεσε που θα έβαζε τον τόνο του, πως θα χρωμάτιζε τις λέξεις και που θα έπαιρνε την ανάσα του. ποια ήταν εκείνη που θα επέβαλε το κείμενο; αφού με την ανάγνωση θα γράφονταν ξανά χιλιάδες νέα κείμενα…έτσι προτιμούσε να βάζει τις τελείες στη μέση της πρότασης και να αρχίζει με μικρό την επόμενη λέξη… άνοιξε το πακέτο με τα πουράκια… ήθελε τα πράγματα να τα νιώθει απαλά μέσα της…και η τελεία για εκείνη ήταν κάτι βίαιο, δεν χωρούσε αμφιβολία για αυτό…έκανε το πουράκι της αργά και το άφηνε να καπνίζει και εκείνο. δεν είχε εξάρτηση από τον καπνό. περισσότερο της άρεσε η κίνηση η αίσθηση και η γεύση. ήταν αποφόρτιση για εκείνη. το χρειαζόταν μετά την άχρηστη τελεία που αναγκάστηκε να βάλει…έβλεπε τα ποδήλατα μπροστά της να περνούν το ένα μετά το άλλο και θυμήθηκε την παλιά της αγάπη…σ’ αυτό το σημείο είναι που μουτζούρωσε άτακτα την τελεία και έγραψε τρία αποσιωπητικά. αγχώθηκε εκεί και κάπνισε σαν φουγάρο το μισοτελειωμένο πουράκι της. αυτή τη φορά το τρένο που πέρασε διέκοψε βίαια την ησυχία της και την έκανε να πεταχτεί απότομα από το παγκάκι. μάζεψε τα πράγματά της, τα στρίμωξε όπως όπως στη μεγάλη λουλουδάτη τσάντα της, άρπαξε τον καφέ που της χύθηκε στα ακροδάχτυλα και έφυγε τρέχοντας…μα καλά που πας έτσι; ξέχασες το κείμενό σου. κράτα το. διόρθωσε τα λάθη και βάλε και την τελεία φώναζε, καθώς απομακρυνόταν από την βομβαρδισμένη με αποσιωπητικά περιοχή. κρατούσε μόνο τον χυμένο καφέ και το σβησμένο πουράκι της. Στον σταθμό, μπήκε σε λάθος βαγόνι δίχως να διαλέξει. Έγραψε «Β» αντί για «Μπ» και τελικά έζησε λαθραία και διάλεξε να πληγωθεί χωρίς επιλογή. πολύ βιαστική και πληγωμένη ιστορία. πρέπει να σε κλείσω τώρα. αντίο. τα λέμε…Βρίσκομαι στο Μεταξουργείο. Φευγαλέα σκέφτομαι να πάρω το τρένο και να φτάσω στον προορισμό μου, για ένα τόσο δα ταξίδι. μη μου στερήσεις το ταξίδι, ακούς…ποτέ. άραγε μπορούμε να ξαναερωτευτούμε; αν πάψουμε να είμαστε ερωτευμένοι.  ο θάνατος απλώνει τα φτερά του κάθε φορά που φεύγεις μακριά γιατί δεν πίστεψες λίγο και μένα; τόσο όσο σε πίστεψα και εγώ.  Περπατώ και πέφτω πάνω σε μια στοίβα-όνειρα-σκουπίδια. Διάφορα πανομοιότυπα ίχνη που βρωμάνε στάχτη και παρελθόν. Ένας ρακοσυλλέκτης με κοιτά επίμονα που δυσανασχετώ στον οικείο δικό του χώρο. Τον φωνάζω να με βοηθήσει, αυτός θα ξέρει σίγουρα πώς να με βγάλει από τον σωρό που μπέρδεψε τα βήματά μου, και πιάνουμε την κουβέντα.  πως είναι η ζωή στους δρόμους; αλήτικη. σ’αρέσει; μ’αρέσει. γιατί μαζεύεις σκουπίδια; γιατί μ’ αρέσει να ζω σε αναμνήσεις. μου ζήτησε ένα ρόφημα. Του άφησα τον καφέ που δεν πρόφτασα να πιω.κι εγώ τι θες να σου χαρίσω;  Σκέφτηκα λίγο…βασικά, θέλω να κάνεις κάτι για μένα. μπορώ; νομίζω πως ναι… θέλω να βάλεις την τελεία σε αυτό το  κείμενο. αστείο μου φαίνεται. Αλλά κάτι θα ξέρεις εσύ. Φαίνεσαι έξυπνη και διαβασμένη.  ο άντρας πήρε το στυλό που του έδωσε εκείνη και πήγε να σχηματίσει την τελεία. μάταια…προς έκπληξη και των δύο, το στυλό δεν είχε μελάνι. Απογοητευμένη η γυναίκα, του άρπαξε το στυλό από τα χέρια. Προσπάθησε και εκείνη να γράψει, πιέζοντας και γδέρνοντας το χαρτί…αλλά τίποτα δεν άλλαξε. Στο άτυχο κείμενο, στο τέλος της πρότασης, έμειναν μουτζουρωμένα τα αποσιωπητικά…

εγραψε το πιτσιρικι