Ο τραγικός Δεκέμβρης του 1944

wpid-wp-1449037612698.jpeg

Δύο μήνες  μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς κατακτητές και ενώ στην Ευρώπη, το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συνοδεύτηκε από την ελπίδα για ειρήνη, κοινωνική ευημερία και ανάπτυξη, η Αθήνα μετατράπηκε σε πεδίο μιας βίαιης εμφύλιας σύγκρουσης. Στις 3 Δεκεμβρίου 1944, ξεκινούν  οι 33 αιματηρές μέρες από τα Δεκεμβριανά, που επισκίασαν την ευφορία της απελευθέρωσης και στην ουσία έκλεισαν ένα κύκλο εμφύλιων συγκρούσεων μεταξύ αντιστασιακών οργανώσεων, που είχαν ξεκινήσει στην κατεχόμενη Ελλάδα από το 1943.

Η αντιπαράθεση αυτή προήλθε από το κενό εξουσίας, που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μετά την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής   και βρήκε από τη μια το ΕΑΜ,  ισχυρότερο στρατιωτικά και με ευρεία  λαϊκή απήχηση και  από την άλλη πλευρά  συνασπισμένο το σύνολο των αντικομουνιστικών  δυνάμεων, με  την υποστήριξη των Βρετανών. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, πρωθυπουργός της  κυβέρνησης εθνικής ενότητας, προσπάθησε  να τερματίσει την στρατιωτική κυριαρχία του ΕΑΜ,  ζητώντας τον αφοπλισμό του και το σχηματισμό νέου εθνικού στρατού. Για το ΚΚΕ η προοπτική εξουδετέρωσης του ΕΛΑΣ, του αποστερούσε ένα βασικό μηχανισμό, που του εξασφάλιζε εδαφική κυριαρχία και πολιτική επιρροή, μέσα στο ρευστό σκηνικό που επικρατούσε στη χώρα και τη βρετανική παρουσία. Έτσι αποφάσισε να αποχωρήσει από την κυβέρνηση και να αποσύρει τις στρατιωτικές δυνάμεις του από τη Βρετανική διοίκηση. Αυτή ήταν και η ουσία της διαφωνίας,  που αποτέλεσε την αφορμή για τα Δεκεμβριανά.

Σε μια επίδειξη ισχύος, το ΕΑΜ διοργάνωσε στις 3 Δεκεμβρίου ένα μεγάλο  συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος, παρά την κυβερνητική απαγόρευση.  Το συλλαλητήριο βάφτηκε στο αίμα, καθώς οι διαδηλωτές δέχθηκαν καταιγισμό πυρών από την πλευρά των δυνάμεων ασφαλείας, είτε αναίτια, είτε κατ άλλους ανταποδίδοντας πυρά των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 30 άτομα.

Από τις επόμενες μέρες οι συμπλοκές γενικεύθηκαν σε όλη την Αθήνα και σε λίγες μέρες ο ΕΛΑΣ είχε καταλάβει 22 από τα 25  αστυνομικά τμήματα της πόλης, ενώ αντίστοιχα απέτυχε, έπειτα από αρκετές μέρες πολιορκίας στο στρατόπεδο Μακρυγιάννη και στο Γουδί. Από την άλλη πλευρά η κυβέρνηση ενέπλεξε τους υπό κράτηση Ταγματασφαλίτες της Αθήνας και της Πελοποννήσου , για τους οποίους η εμπλοκή στα Δεκεμβριανά έγινε η αντικομουνιστική κολυμβήθρα του Σιλωαμ, στην οποία αναβαπτίστηκαν πολλοί δοσίλογοι . Η αδυναμία επικράτησης του ΕΛΑΣ το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου και η άφιξη των Βρετανικών ενισχύσεων με τεθωρακισμένα και αεροπλάνα, αποδείχτηκε καθοριστική για τη συνέχεια. Ταυτόχρονα το ΚΚΕ απέρριψε πρόταση του Τσόρτσιλ, που επισκέφτηκε την Αθήνα τα Χριστούγεννα του 1944, για συμβιβασμό.

Τελικά  στις αρχές Ιανουαρίου ο ΕΛΑΣ αναγκάσθηκε να υποχωρήσει από την Αθήνα και στις 12 Φεβρουάριου 1945 συμφωνήθηκε ανακωχή, και υπογράφτηκε η Συμφωνία της Βάρκιζας μεταξύ αντιπροσώπων του ΕΑΜ και της κυβέρνησης Πλαστήρα. Η Συμφωνία της Βάρκιζας προέβλεπε την αποστράτευση του ΕΛΑΣ ,τη γενική αμνησία για τα «πολιτικά» εγκλήματα και τη διεξαγωγή εκλογών και δημοψηφίσματος για το πολιτειακό ζήτημα και γενικότερα προσδιόριζε τους όρους μετάβασης στο μεταπολεμικό πολιτικό καθεστώς. Η συμφωνία όμως δεν μπόρεσε να συμβάλλει στην εθνική συμφιλίωση, καθώς τα πάθη ήταν πολύ έντονα για όλους από τις αγριότητες που προηγήθηκαν και έτσι παραβιάστηκε  άμεσα και από τις δύο πλευρές. Η κυβέρνηση ανέχθηκε και μερικές φορές οργάνωσε διώξεις από ένοπλες δεξιές ομάδες και το μοναρχικό παρακράτος εναντίον  των οπαδών του ΚΚΕ, συμβάλλοντας πράγματι σε αυτό που ονομάστηκε από την Αριστερά «Λευκή Τρομοκρατία». Ταυτόχρονα εκκαθάρισε τις δημόσιες υπηρεσίες, τα σώματα ασφαλείας μέχρι και την Ιερά Σύνοδο από οπαδούς του ΕΑΜ, σε μια προσπάθεια εξόντωσης η περιθωριοποίησης της Αριστεράς, ενόψει των επικείμενων εκλογών και του δημοψηφίσματος για τη μοναρχία. Αντίστοιχα  το ΚΚΕ απέκρυψε και δεν παρέδωσε το καλύτερο κομμάτι του οπλισμού του, ενώ έστελνε στελέχη του στο Ρουμπίκ και το Μπούλκες, για στρατιωτική εκπαίδευση.

Όλες οι πολιτικές δυνάμεις, δεν επέδειξαν την αυτογνωσία που  επέβαλαν οι συνθήκες, καθώς οι μεν «ζαλίστηκαν» από την αναπάντεχη «νίκη» τους και δεν διακατέχονταν από πνεύμα συμφιλίωσης , οι δε αρνήθηκαν να παραδεχτούν την ήττα τους και τους συμβιβασμούς που έπρεπε να κάνουν. Έτσι η Συμφωνία της Βάρκιζας, ήταν πλέον «νεκρό γράμμα» και σε αυτό είχαν συμβάλει όλοι, ανοίγοντας το δρόμο προς το μαζικό και συνολικό εμφύλιο μεταξύ των εμπλεκομένων, που έλαβε χώρα το 1946 – 49.

Τα Δεκεμβριανά εκτός από τους 4.000 περίπου νεκρούς που άφησαν πίσω τους, μεταξύ των οποίων μεγάλος αριθμός αμάχων και ομήρων, αποτέλεσαν μια μη αναστρέψιμη καταστροφή, για την πολιτική ζωή της χώρας. Διέλυσαν τον «μεγάλο συνασπισμό» της απελευθέρωσης, κατέστρεψαν την προσπάθεια ανοικοδόμησης, οδήγησαν  στην παλινόρθωση της μοναρχίας και  έδωσαν αμετάκλητα την πρωτοβουλία των κινήσεων στους ακραίους αντικομουνιστές. Το όλο κλίμα που αναπτύχτηκε στη συνέχεια στη χώρα, συνετέλεσε επίσης στο πρωτοφανές Ευρωπαϊκά γεγονός, της μη τιμωρίας των δωσίλογων και συνεργατών των Γερμανών, καθώς αυτοί ήδη είχαν συμπαραταχθεί με την κυβερνητική – βρετανική πλευρά που επικράτησε και στη συνέχεια εντάχθηκαν με τιμές στις υπηρεσίες του μεταπολεμικού κράτους. 

Το ποιος είχε τη μεγαλύτερη ευθύνη για τα Δεκεμβριανά, παραμένει ένα από τα πιο διαμφισβητούμενα σημεία στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Είναι αφελές όμως να αντιμετωπίζονται τα γεγονότα αυτών των ημερών μεμονωμένα η ως μια αιματοβαμμένη συγκέντρωση που «ξέφυγε», αλλά πρέπει να εξετάζονται στο ευρύτερο πλαίσιο των εμφυλίων συγκρούσεων, που είχαν ξεκινήσει στην κατεχόμενη Ελλάδα από το 1943.

Σίγουρα όμως η απροκάλυπτη ξένη επέμβαση, η αμοιβαία καχυποψία, αλλά και αδιαλλαξία και από τις δύο παρατάξεις, οδήγησαν στο να μεταφερθεί ο Εμφύλιος, από την περιφέρεια στην Αθήνα και να βαθύνει το χάσμα μεταξύ των εμπλεκομένων.

Από την ιστορία οφείλουμε να παίρνουμε μαθήματα προς μίμηση και προς αποφυγή. Ασφαλώς τα γεγονότα των Δεκεμβριανών και κατ επέκταση ο εμφύλιος είναι μάθημα προς αποφυγή, ανεξάρτητα ποιοι τελικά, ο καθένας πιστεύει, ότι φέρουν την ευθύνη για αυτά. Κάθε παράταξη 70 χρόνια μετά, μπορεί πλέον ανώδυνα να κάνει την αυτοκριτική της για τα γεγονότα, όπως αντίστοιχα γίνεται σ όλη την Ευρώπη από χώρες και παρατάξεις, για μελανές σελίδες της ιστορίας τους. Σίγουρα αντικείμενο αυτοκριτικής για τις παρατάξεις, πρέπει να αποτελέσουν, μια σειρά από αμφιλεγόμενα για την κάθε μια ζητήματα , όπως τα Τάγματα Ασφαλείας, ο δωσιλογισμός, η   «Λευκή Τρομοκρατία», οι θηριωδίες, οι σφαγές αμάχων και άλλα πολλά που ακόμα και τώρα παραμένουν θέματα ταμπού για αυτές.

Ο εμφύλιος πόλεμος παρέμεινε για πολλά χρόνια πηγή εντάσεων διχόνοιας και παθών. Έφτασε όμως πλέον ο καιρός  να περάσει στη σφαίρα της ιστορίας και να προσεγγίζεται όχι για να αναπαράγει διχόνοια, αλλά με νηφαλιότητα και ψυχραιμία και με ένα αποστασιοποιημένο τρόπο που θα  εξετάζει τις διάφορες πτυχές του, το πως φτάσαμε σ αυτόν και όχι ποιος έφταιγε. Ο τρόπος αυτός προσέγγισης της ιστορίας μας θα αποτελέσει ένα δείγμα της παιδείας της κοινωνίας μας, καθώς και  εγγύηση για ένα δημοκρατικό μέλλον.

                      
* Ο Κωνσταντίνος Β. Μανιάτης είναι Αντιστράτηγος ε.α

image

http://tvxs.gr/news/taksidia-sto-xrono/o-tragikos-dekembris-toy-1944