Η έκπληξη του Αλέξη

wpid-wp-1453702890640.jpeg

Η νύχτα ήταν μεγάλη και αυτός κουρασμένος. Επιστρέφοντας από την καθιερωμένη του βόλτα με το αυτοκίνητο στα στενά της Δραπετσώνας ενώ έξω έβρεχε. Οι συνεργάτες του, του είχαν συστήσει να ξεκουραστεί μετά την δύσκολη ημέρα στο ΤΑΕΚΒΟΝΤΟ, αλλά εκείνος δεν τους άκουσε. Άλλωστε, αυτές οι κυριακάτικες βόλτες ήταν οι μόνες ευκαιρίες να κάτσει μόνος του πίσω από το τιμόνι του αυτοκινήτου, χωρίς φρουρούς μαζί του. Και σήμερα δεν ήταν μία τυχαία ημέρα. Ήθελε λίγο χρόνο για τον εαυτό του.

Περνώντας γρήγορα τους έρημους δρόμους του κέντρου, έφτασε στην πύλη. Σκεφτόταν ακόμα πόσο γρήγορα πέρασε ένας χρόνος όταν σήκωσε το βλέμμα του για να δει πως όλα τα φώτα ήταν σβηστά. Η καγκελόπορτα μισάνοικτη και ο φρουρός άφαντος. «Τι να συμβαίνει» μονολόγησε.

Κατέβηκε γρήγορα από το αυτοκίνητο, έσπρωξε την μαύρη καγκελόπορτα και μπήκε ξανά μέσα προτού γίνει μούσκεμα. Μάρσαρε γρήγορα και πάρκαρε ακριβώς μπροστά στο κόκκινο χαλί, στα σκαλιά του Μεγάρου.

Με το γνωστό του στυλ βγήκε από το αυτοκίνητο με το σακάκι στον ώμο. Από συνήθεια. Άλλωστε, γνώριζε πως αυτή την ώρα δεν τον παρακολουθεί κανένας.

Τα σβηστά φώτα τον είχαν θορυβήσει κάπως και ανέβηκε δειλά τα πρώτα σκαλοπάτια, για να διαπιστώσει πως η πόρτα του κτιρίου ήταν εξίσου ανοιχτή. Το πάτωμα της εισόδου ήταν γεμάτο από εκατοντάδες πολύχρωμα τρικάκια με λευκά, παχιά γράμματα που έγραφαν «ΌΧΙ», ενώ πλησιάζοντας την πόρτα παρατήρησε μία μισοκολλημένη αφίσα των εκλογών του περασμένου Ιανουαρίου. «Η Ελπίδα Έρχεται».

Χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία πέρασε στο εσωτερικό του Μεγάρου. Στα πρώτα του βήματα στον διάδρομο διαπίστωσε πως από κάποιο δωμάτιο ακουγόταν η ιστορική ομιλία της 3ης Ιουλίου στην πλατεία Συντάγματος. Σπασμωδικά, γύρισε το βλέμμα του δεξιά για να παρατηρήσει πως στο πορτραίτο του Χαρίλαου Τρικούπη, ήταν ζωγραφισμένα ένα ζευγάρι γυαλιά, παχύ μούσι και ένα πούρο στο στόμα του.

Αμέσως κοίταξε τριγύρω, διαπιστώνοντας πως ένα αντίστοιχο του Ελευθέριου Βενιζέλου έχει ζωγραφισμένο το ένα μάτι-πειρατή και ένα στρατιωτικό πηλίκιο στο κεφάλι, τον Θεόδωρο Πάγκαλο, τον παππού, με μια γουρουνοκεφαλή με στολή και τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη με μία σκυλόφατσα. Για έναν από τους δύο τελευταίους δεν ήταν πολύ σίγουρος εάν ήταν το πρόσωπό του αυτό ήταν το κανονικό, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να είναι θυμηθεί.

Είχε σαστίσει, αλλά αποφάσισε να προχωρήσει προς τα μέσα με πιο γρήγορο βήμα, όπου πλέον είχε βεβαιωθεί. Το Μέγαρο είχε βανδαλιστεί. Στον εξάφωτο πολυέλαιο ήταν κρεμασμένες κόκκινες σημαίες, αντιμνημονιακά και επαναστατικά συνθήματα ήταν γραμμένα στους τοίχους του διαδρόμου καθώς προχωρούσε, ενώ φτάνοντας στον προθάλαμο του γραφείου πρόσεξε πως το απρόμαυρο δάπεδο ήταν γεμάτο με σκισμένα μνημόνια. Το δύο.

Ξαφνικά, από την τηλεόραση άρχισε να ακούγεται ένα ποτ-πουρί συνεντεύξεων του πριν τον περασμένο Ιανουάριο καθώς και μερικά από τα μεγάλα χιτ-συνθήματά του υπό τους ήχους ενός ζουρνά που μόλις ακουγόταν. Τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν.

Για την ακρίβεια, σκεφτόταν πως ήθελε να γυρίσει την πλάτη του, να τρέξει γρήγορα στη μαύρη μπέμπα, να οδηγήσει μέχρι τα Μέθανα και από εκεί φτάσει κολυμπώντας στην Αίγινα. Όμως βρήκε την δύναμη και άγγιξε το επίχρυσο πόμολο του γραφείου του.

Σκουπίζοντας, με το μαντήλι που πάντα έχει στην τσέπη του, τον κρύο ιδρώτα από το μέτωπό του, άνοιξε την πόρτα. Τα φώτα τον τύφλωσαν, το βουητό τον κούφανε, τον ποδοβολητό τον συγκλόνισε.

«Χρόνια πολλά Αλέξη! Χαρούμενα Γενέθλια!»

image

https://rebeliskos.wordpress.com/2016/01/25