Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις τις ώρες που αγριεύει η βροχή

heart

ΑΓΟΡΑΣΑ ΕΝΑ ΚΙΤΡΙΝΟ ΜΑΛΛΙ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ δεν ήξερα ότι βγαίνει και σε γεύση μπανάνας, πάντα κόκκινα θυμόμουνα τα μαλλιά της γριάς και την ζάχαρη που κολλούσε στα χείλια μου για ώρες, κι’ αυτή τη θυμόμουνα. Εσύ γέλασες δυνατά, κάνεις σαν μικρό παιδί μου είπες και έμοιαζε σχεδόν σαν χάδι η παρατήρηση σου, σε πήρα από το μπράτσο, να σε κρατήσω πιο σφικτά, έτσι ήθελα να ‘ναι η νύχτα, ένα άγγιγμα σφικτό και μια αγκαλιά όπως εκείνες που σου δίνουν τα μικρά παιδιά.

ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΙΔΕΑ ΝΑ ‘ΡΘΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΜΥΘΟΥΠΟΛΗ σου είπα και ήτανε Σάββατο βράδυ, η πόλη γεμάτη φώτα και χριστουγεννιάτικα στολίδια και οι κόρνες των αυτοκινήτων να παίζουνε σε ασυνήθιστους ήχους, φαντάστηκα τους υπόλοιπους να ‘χουνε φορέσει γόβες και σφικτές γραβάτες για να στριμωχτούνε ξανά στα ίδια, με το βλέμμα τους στο πουθενά, εμείς όμως δεν θέλαμε απόψε το βλέμμα μας να καταλήγει στο πουθενά, γιατί ήτανε ένα Σάββατο που νιώθαμε πως όλη η πόλη μας ανήκει, κι’ αυτή και η παραδίπλα και όλες οι άλλες του πλανήτη, δικές μας κι αυτές, γι’ αυτό αγόρασες κίτρινο μαλλί της γριάς, γι’ αυτό σε πήρα πιο σφικτά από το χέρι, γιατί η βόλτα απόψε ήτανε στις παραμυθουπόλεις όλου του κόσμου και ακόμα πιο μακριά, μέχρι το φεγγάρι και κείνο το άστρο που κάποτε το δες να πέφτει και έκανες την πρώτη σου ευχή.

ΑΚΟΜΑ ΜΙΑ ΕΥΧΗ ΜΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΜΟΥ ΠΕΣ, και εννοούσες πως ακόμα ένα από τα όνειρα που κάποτε δεν τολμούσες καν να ονειρευτείς ήτανε τώρα η πραγματικότητα σου, δηλαδή αύριο θα παίρναμε μαζί το αμάξι, θα φορτώναμε βαλίτσες και μεγάλα κασόνια και θα οδηγούσαμε μέχρι την θάλασσα, εκεί θα άρχιζες καινούργια ζωή, δίπλα στην θάλασσα, έβαλες μάλιστα το κρεβάτι να κοιτάει προς την μεριά της, να ανοίγω το μπαλκόνι μου είπες και να κοιτάω μόνο μπλε, και έτσι έπρεπε, ταξίδεψες πολύ, ταξίδεψα πολύ και γω, και στα μέσα και στα έξω, μέχρι να καταλάβουμε πως μόνο στο μπλε υπάρχουν απαντήσεις. Θα σαι μόνο οκτώ τραγούδια μακριά σου είπα και συγκινήθηκες, μα έτσι ήθελα πια να τα μετράω και τα χρόνια και τις αποστάσεις και τα χιλιόμετρα, με ένα άλλο δικό μου μέτρο, που δεν έχει αριθμούς αλλά χρώματα και γεύσεις και μυρωδιές και χιλιάδες τραγούδια…

ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ ΘΥΜΗΘΗΚΕΣ ΠΩΣ ΑΡΧΙΣΑΝ ΟΛΑ, πως δηλαδή μια μέρα ξύπνησες και ένιωσες την ζωή να σε σφίγγει στο λαιμό, έτσι την ένιωσες, σαν θηλιά, δεν είχες λόγο, μόνο στο μυαλό σου υπήρχανε λόγοι, και ύστερα φοβήθηκες, γιατί η ζωή δεν είναι σαν θηλιά, δικό σου το λάθος και δικό μου, γιατί και εγώ τα ίδια… Μια μέρα ξύπνησα και δεν είχα σύνδεση με τίποτα, κανένα σήμα, μα δεν είναι έτσι η ζωή, η ζωή είναι μια σύνδεση, με κείνη την θάλασσα που τώρα βλέπεις και τον ουρανό και κείνο το αστέρι που πέφτει μόνο και μόνο για να κάνεις μια ευχή.

ΤΙ ΠΑΙΔΕΜΑ ΚΙ ΑΥΤΟ ΣΟΥ ΕΙΠΑ, και εννοούσα το παίδεμα μέχρι να χτίσει κανείς την δική του παραμυθούπολη, εσύ εκείνη την ώρα έδινες τρία νομίσματα για να πάρεις εισιτήριο, να ανεβούμε, θέλαμε, στο τροχό, γύριζε ο τρoχός, χρόνια τώρα γύριζε ο τροχός, μα απόψε ήτανε τελικά η στιγμή για να ανεβούμε στο πιο ψηλό σημείο του, από κει θέλω να δω την πόλη σου είπα και πήρα θέση στο χρωματιστό βαγόνι… Ανεβαίναμε αργά, αργά ανεβαίναμε εδώ και χρόνια, μα τώρα η θέα ήτανε υπέροχη, στα δεξιά η παλιά πόλη, στα αριστερά η καινούργια, και μέσα μας το ίδιο, τα παλιά μας πλάι στα καινούργια, έβγαλες τη φωτογραφική, δοκίμασες να καδράρεις τη θέα μα ήτανε σκοτάδι, μόνο κάτι κουκκίδες φωτισμένες κατάφερες να αποτυπώσεις, και έτσι μέσα στη φωτογραφία όλα, και πόλη και φώτα και θέα και ουρανός έμοιαζαν σαν άστρα, κουκκίδες γεμάτες ευχές, κάναμε τρεις κύκλους με το τροχό, κλείσαμε πολλούς κύκλους μέχρι να φτάσουμε ως εδώ σου είπα, δεν είπες τίποτα, χαμογέλασες και ύστερα περπατήσαμε μέχρι την πλατεία, έκανε κρύο, μα εμείς δεν νιώθαμε το κρύο, γιατί η νύχτα ήτανε σαν μια σφικτή αγκαλιά, όπως εκείνες που σου δίνουν τα μικρά παιδιά.

ΚΑΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΗ, ΣΟΥ ΕΙΠΑ, ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΑ, δεν ξέρω πώς την θυμήθηκα αυτή την ατάκα, ένας μεγάλος συγγραφέας την είχε γράψει και έτσι ξαφνικά στριφογύρισε στο μυαλό μου, πως μόνο τα ωραία είναι αληθινά, όλα τ’ άλλα είναι μέχρι να γυρίσει ο τροχός και να σε ανεβάσει στο πιο ψηλό σημείο, γιατί πάντα γυρίζει ο τροχός και πάντα υπάρχει εκείνο το σημείο, από όπου η θέα είναι υπέροχη….

εγραψε το πιτσιρικι

wpid-wp-1462994884278.jpeg