Είναι Στιγμές

wpid-wp-1465335778307.jpeg

image

Πρέπει ο άνεμος να ‘σαι, μέσα σε τοσοδούλα δαχτυλήθρα χώρεσες το δάχτυλο και κέντησες χρυσές κλωστές σε πανί λευκό. Κοιμούμαι ως αργά τα πρωινά. Στο κομοδίνο πλάι μου έχω μια μικρή σου φωτογραφία, μια καρδιά, αρκουδάκι ξαπλωμένο και κλειδιά ενός σπιτιού που με περιμένει. Απόγευμα επιστρέφεις, η δουλειά δύσκολη, το ταξίδι μεγάλο. Στέκουμαι στην είσοδο του σταθμού και σε περιμένω. Δε θέλω μόνη σου να επιστρέφεις. Κάποτε όμως δεν το μπορώ, λείπω στη δουλειά. Η σκέψη μου πάντα εκεί. Στέκεσαι πλάι στον παππούλη με τα λαχεία. Το φόρεμα σου εφηβικό, έτσι και η ψυχή σου. Περιμένεις το λεωφορείο. Τέσσερεις στάσεις και θα κατέβεις. Δεν ακούς τις συζητήσεις τριγύρω, από τ’ ακουστικά σου βγαίνει μι’ απαλή μελωδία, σ’ αγκαλιάζει. Χαμογελάς, σιγοντάρεις τον καλλιτέχνη, κάποτε μελαγχολείς. Προχωράς χορευτά, μοιάζεις με νεράιδα που γλιστρά στα νερά λίμνης που βούτηξε μέσα της ο απογευματινός ήλιος. Δε σου το πα ποτέ. Είχες προπορευθεί κάποια στιγμή που κατεβήκαμε στο σταθμό. Κατάλαβες πως έμεινα πίσω. Έστρεψες το κεφάλι. Χαμογέλασες. Μου ταίριαξες τότε τη μορφή σου μ’ εκείνες των νεραϊδών, και δεν ήταν γι’ αυτό, μα από τότε κάθε που σε κοιτάζω μου μοιάζεις νεράιδα. Έχεις την τσάντα περασμένη στον ώμο. Κοντοστέκεσαι, για λίγο ψάχνεις τα κλειδιά. Τα βρίσκεις.  Ξεκλειδώνεις την είσοδο, κλειδώνεις εκ νέου, έπειτα το ίδιο στη φωλιά σου. Στη φωλιά μας. Κάτι άνετο φοράς, κάτι απλό και κάθεσαι στο κρεβάτι. Με παίρνεις στο τηλέφωνο, μα εγώ, έχω όλη τούτη τη σκηνή δει κι ας μας χωρίζουν χιλιόμετρα. Μιλούμε. Λίγο ή πολύ δεν ξέρω να πω, νιώθω πάντοτε πως είναι λίγο, πολύ λίγο. Ξαπλώνω και σου γράφω. Μοιάζουν να μην έχουν τέλος οι λέξεις κι απόψε. Θα κοιμηθώ και θα χω τυλιγμένο το μαξιλάρι στην αγκαλιά μου. Έχει το άγγιγμα σου. Την ανάσα. Το άρωμα…

εγραψε το πιτσιρικι

image