Θα σε δω στη σκοτεινή πλευρά της σελήνης

wpid-wp-1470583403774.png

Όλοι αγαπούν την πανσέληνο, τ’ ολόγιομο φεγγάρι.

Οι ερωτευμένοι ανταλλάσσουν όρκους αιώνιας αγάπης υπό το σεληνόφως, οι ποιητές κι οι συνθέτες γράφουν τα κομμάτια τους για την πανσέληνο, οι λύκοι αλυχτούν, οι σύλλογοι οι δήμοι οι φορείς οργανώνουν συναυλίες για την «Αυγουστιάτικη Πανσέληνο», η θάλασσα φουσκώνει και ξεφουσκώνει, οι λυκάνθρωποι βγάζουν κυνόδοντες, οι ωροσκόποι ταλανίζονται, οι αστρονόμοι φωτογραφίζουν τις εκλείψεις, τα φυτά και τα μαλλιά μεγαλώνουν πιο γρήγορα, οι νυχτοπεταλούδες πετάνε προς το διάστημα, οι σεληνιασμένοι σεληνιάζονται.

Η πανσέληνος είναι σαν μια τέλεια γυναίκα. Τόσο τέλεια που όλοι οι άντρες, όταν τη βλέπουν, μαζεύουν το σαγόνι τους απ’ το πάτωμα, κι οι γυναίκες τυφλώνονται τόσο πολύ απ’ την ομορφιά της που είτε τη φθονούν χωρίς όρια είτε την ερωτεύονται κι εκείνες.

Η πανσέληνος είναι μια θεά. Αψεγάδιαστη, που κυριαρχεί στον ουρανό πιο πολύ κι απ’ τον ήλιο. Στέκεται εκεί, σίγουρη για την ομορφιά της και σου ψιθυρίζει σαν ντίβα του Χόλιγουντ, σαν τη Μέριλιν Μονρόε με το λευκό φουστάνι της να υπερίπταται, σαν άγριος κύκνος που πλέει σε κάποιο γαληνό ποτάμι της ιρλανδέζικης ενδοχώρας, και σου ψιθυρίζει στο αυτί, βραχνά λιγάκι: «I wanna be loved by you, just you, nodody else».

Η πανσέληνος είναι η ψευδαίσθηση της ολοκλήρωσης, είναι αυτό το κάτι τέλειο, αυτή η γυναίκα, αυτός ο άντρας, αυτό το παιδί, αυτή η δουλειά, αυτό το έργο, αυτή η ζωή, αυτή η κοινωνία, που θα ήθελες να έχεις.

Όμως η πανσέληνος είναι πρώτα απ’ όλα ψευδαίσθηση, γιατί διαρκεί δευτερόλεπτα κι ακόμα λιγότερο, ίσως καθόλου. Τη μια στιγμή (πότε ακριβώς;) είναι ολόγιομο και την άλλη αδειάζει.

Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινής με τον εαυτό μας θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν υπάρχει τελειότητα σε τίποτα, όπως δεν υπάρχει ολόγιομο φεγγάρι.

Δεν υπάρχουν τέλειες γυναίκες ή άντρες, δεν υπάρχουν τέλειοι γάμοι, δεν υπάρχουν τέλεια παιδιά, δεν υπάρχουν τέλειες δουλειές, δεν υπάρχουν τέλειες ζωές, δεν υπάρχουν τέλειες κοινωνίες.

Λέμε, χοντρικά, ότι η πανσέληνος είναι την τάδε νύχτα, όλη τη νύχτα, όμως δεν μπορείς να ορίσεις επακριβώς τη στιγμή. Ίσως γιατί δεν υπάρχει. Είμαστε ένα λεπτό πριν το απόλυτο ολόγιομο φεγγάρι, λίγα δευτερόλεπτα πριν, ένα δευτερόλεπτο πριν, ένα εκατοστό το δευτερολέπτου πριν.

Και πριν προλάβεις να σκεφτείς ότι ΤΩΡΑ είναι ολόγιομο το φεγγάρι έχουμε περάσει στη μείωση, στην φθορά, έχουμε μπει στο ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ-ΜΕΙΟΝ-ΚΑΤΙ.

Ο νους μας αναλαμβάνει να διατηρήσει την ψευδαίσθηση της πανσέληνου, να την κάνει να διαρκεί μια νύχτα, όπως βλέπει σαν κινούμενες εικόνες τις φωτογραφίες που διαδέχονται με ταχύτητα μικρότερη της μίας-ανά-δέκατο -και το αποκαλείς κινηματογράφο.

Η πανσέληνος είναι σαν την τελειότητα: Μια ανθρώπινη επινόηση -που όλοι αγαπάνε. Σχεδόν όλοι.

Ήμασταν στο κάστρο της παλιάς πόλης της Νάξου, μια νύχτα που είδαμε το φεγγάρι αλλιώς, που πήραμε τη ζωή μας αλλιώς. Δεν ήταν πανσέληνος. Ούτε μισοφέγγαρο. Ήταν μια νυχιά.

Αν ζητήσεις από ένα παιδί να σου ζωγραφίσει το φεγγάρι ποτέ δεν θα φτιάξει τ’ ολόγιομο. Ο ήλιος είναι στρογγυλός (οι αστρονόμοι λένε ότι είναι σχεδόν τέλεια σφαίρα). Το φεγγάρι, όπως το φτιάχνουν τα παιδιά, είναι πάντα στο πρώτο τέταρτο. Ούτε καν μισοφέγγαρο.
Είναι λες κι η παιδική ψυχή του κάθε ανθρώπου ζωγραφίζει την αρχή της μυθολογίας του ανθρώπινου γένους, τότε που ο μηνίσκος του φεγγάριου συμβόλιζε τα κέρατα του ταύρου, το κατεξοχήν σύμβολο της μητριαρχικής κοινωνίας.

Αλλά εκεί, πάνω απ’ το Αιγαίο, είδα το φεγγάρι έτσι όπως το θαυμάζω πιο πολύ. Όχι ολόγιομο και φανταχτερό, όχι τέλειο. Ούτε μισό και συμβολικό. Το είδα σαν μια νυχιά στον ουρανό.

Λες και πίσω απ’ το σκοτεινό στερέωμα υπάρχει φως, και κάποιος -ή μπορεί να ήταν κάποια γυναίκα- να έχωσε το νύχι της στη σκοτεινή κουρτίνα για ν’ αφήσει να μπει λίγο φως. Μια ιδέα φωτός, μια νυχιά φωτός.

Το φεγγάρι φαίνεται έτσι, σαν μια νυχιά, μόνο μετά τη Νέα Σελήνη. Αυτή συμβαίνει όταν το φεγγάρι εξαφανίζεται απ’ τον ουρανό για τρεις νύχτες.

Η Νέα Σελήνη ήταν ο τρόμος κάθε πρωτόγονου ανθρώπου. Έβλεπε εκείνο το «πράγμα», εκείνον τον θεό (ή μάλλον θεά) να μικραίνει σιγά σιγά. Κι ύστερα να εξαφανίζεται για τρεις νύχτες.

Για πόσες νύχτες πεθαίνουν οι ήρωες; Πριν αναστηθούν;

Η νυχιά του φεγγαριού εμφανίζεται στα δεξιά του ουράνιου σώματος. Αυτό βλέπουμε. Τα άστρα είναι πάντα εκεί, δεν χάνονται, παρά μόνο για λίγο, όταν (κι αν) πέφτουν κάτω απ’ τον ορίζοντα.

Αλλά το φεγγάρι γεμίζει φως (ολόφωτο) κι έπειτα αρχίζει να σκοτεινιάζει. Όλο και μικραίνει μέχρι που να χαθεί.

Κι εξαφανίζεται, πεθαίνει για τρεις μέρες. Σκοτεινός ουρανός.

Αλλά ξαναρχίζει, αναγεννιέται.

Γι’ αυτό το αγαπώ πιο πολύ σ’ αυτή τη φάση του. Γιατί είναι η στιγμή που έχουν χαθεί όλα, η στιγμή που νομίζεις ότι τίποτα δεν μπορείς να κάνεις, κι άξαφνα φαίνεται εκείνη η μικρή νυχιά.

– Τίποτα δεν τελειώνει, όσο είμαι ζωντανός, λες και συνεχίζεις.

Και συνεχίζεις. Ακόμα κι αν έχεις αποτύχει, μία, δύο, χίλιες φορές, συνεχίζεις. Και αποτυγχάνεις λίγο καλύτερα.

Δεν έχει σημασία τι καταφέρνεις. Σημασία έχει να συνεχίζεις.

Τα ολόγιομα φεγγάρια και η τέλεια ζωή είναι κατά συνθήκη ψεύδη.

Κι όλοι όσοι προτιμούν εκείνη την νυχιά στον ουρανό θα συναντηθούν στη σκοτεινή πλευρά της σελήνης, μια νύχτα του Αυγούστου, για να μοιραστούν τα τραύματα τους και τα πάθη τους.


Πηγή