Οι λέξεις, μάτια μου, πονάνε

wpid-wp-1481147252327.jpeg

Οι λέξεις, εκτοξεύτηκαν απ’ το στόμα σου με τόση δύναμη, σαν ανεμοστρόβιλος σε ακανόνιστη τροχιά. Ηφαίστειο, ήταν τα λόγια σου, που η λάβα του ξεχύθηκε. Άρχισε να πλημμυρίζει τ’ αυλάκια και τις φλέβες της ψυχής μου. Πάει να με κάψει, να μ’ εξοντώσει. Αρχίζω να χάνομαι. «Μίλησα έτσι απλά δίχως να το πολύ σκεφτώ», μου είπες. Με τόση μεγάλη ευκολία ξεστόμισες τόσα λόγια, που νιώθω να χάνομαι ανάμεσα τους. Σκληρές λεπίδες που με βία σκίζουν τις σάρκες μου. «Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει μα κόκκαλα τσακίζει» λένε. Εγώ δεν τσακίστηκα. Θρυμματίστηκα σε πολλά μικρά κομματάκια που δεν μπορούν να ξανά κολλήσουν. Η αρχική όψη δε θα ξανά επανέλθει.Τίποτα δε μοιάζει το ίδιο. Μια τόση δα μικρή, μαλακή συγγνώμη πέφτει ανάμεσα τους. Χάνεται μες στον ανεμοστρόβιλο . Ξεγλιστρά μέσα απ’ τα δάχτυλά μου. Η κάθε λέξη σαν φτερό, σαν ένα μικρό πούπουλο, μα πέταξες τόσες πολλές.Άλλες τις πήρε ο άνεμος, άλλες απλώθηκαν στη θάλασσα, άλλες πέταξαν πάνω απ’ τα βουνά κι άλλες χάθηκαν μες στα σύννεφα. Πώς θέλησες να τις μαζέψεις μέσα στις μεγάλες παλάμες σου; Αυτές με βία όρμησαν κι έφτασαν στην έρημο της καρδιάς μου. Εκεί, ένας μαλακός μυς δίχως αίμα. Τρέχω και ψάχνω να ξανά βρω τη συγγνώμη σου. Φάρμακο για να θεραπεύσω την καρδιά μου. Θαρρείς κι είναι το μοναδικό κομμάτι που συγκρατεί τον πύργο που έχτισα πάνω στην άμμο. Και τώρα, ένας πολύ μικρός κόκκος άμμου ξεγλιστράει πάλι μέσα απ’ τα χέρια μου. Γύρισες πίσω… Φορούσες το λευκό σου πουκάμισο. Εκείνο που σου χάρισα στα τελευταία γενέθλιά σου. Εκείνα που κάναμε μαζί. Φόρεσες το πιο όμορφο χαμόγελό σου κι ήρθες να τα πάρεις όλα πίσω. Εκείνα τα λόγια που με τσάκισαν κι είπες δίχως να τα σκεφτείς. Εγώ βγήκα έξω στο μπαλκόνι την ώρα που η θάλασσα φώναζε μανιασμένη.Σου είπα, «τρέξε να προλάβεις! Τρέξε να μαζέψεις τον ανεμοστρόβιλο, προτού μας καταστρέψει. Κράτησε την καταιγίδα, προτού πέσει ο κεραυνός πάνω μας. Άρπαξε τη λάβα που άρχισε να καίει τα αυλάκια της καρδιάς μου και τις φλέβες μου».Μου είπες «σ’ αγαπώ! Γυρνά πάλι πίσω», μα η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπάει. Πρέπει να ξανά φέρουμε το αίμα της πίσω. Μόνο έτσι ο χτύπος της θ’ ακουστεί ξανά. Πρέπει να καλέσω τις αχτίδες του ήλιου να ξαναμπούν στο δωμάτιο μου, γιατί έχω παγώσει. Πρέπει να ξεκολλήσω τη λύπη απ’ το βλέμμα μου και να συγκρατήσω τα όνειρα μου, που άρχισαν να γκρεμίζονται απ’ το δυνατό ανεμοστρόβιλο. Κι εκεί, την ώρα που αρχίζω να φεύγω για να ζήσω, σου φωνάζω… «Βούτηξε τη γλώσσα σου στο μυαλό πριν μιλήσεις γιατί οι λέξεις πονάνε. Τα λόγια σου ήταν σκληρά, καρδιά μου. Σκληρά, σαν μια δυνατή πέτρα. Έσπασε καθετί μέσα μου. Είναι αργά πια.Όλα διαλύθηκαν και χάθηκαν μέσα στο δυνατό αέρα. Αγάπη μου, αντίο».

°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
<< ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ GOOGLE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ >>
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°









Πηγή