Άνευ ορίων

wpid-wp-1483536608570.jpeg

Ο ήλιος σιγά σιγά ξετυλίγεται πάνω στον ορίζοντα ενώ η ώρα πλησίαζε εφτά παρά. Αναμειγμένη η δροσιά και η αύρα του φθινοπώρου, από τη μία μυρίζει ακόμα καλοκαίρι και από την άλλη προειδοποιεί για την έλευση του χειμώνα.Δίνει τα σημάδια για μια νέα προσαρμογή και αρχή με τα φύλλα να πέφτουν ερμητικά στις γραμμές του τρένου πλέον ξεδιψασμένα από την εποχή που μεσολάβησε.Ένα ένα αντικατοπτρίζουν την κούραση αλλάζοντας χρώμα και μορφή μιας και κανείς δεν καταφέρνει να τα βάλει με τον ήλιο, πόσο μάλλον η ίδια η φύση.
Όσο η ώρα περνούσε, ο ήλιος ξετυλιγόταν ολοένα και πιο πολύ σε σημείο που κυρίευε την πλάση με το φως του. Έμπαινε στα σπίτια ξυπνώντας εργάτες και παιδιά, στα σχολεία, στα πάρκα, στις στάσεις και πιο πολύ στο ορφανοτροφείο επί της οδού »ΕΛΠΙΣ», όπου δεκάδες μικρά περίμεναν το πρωινό τους από τους επιτηρητές και δασκάλους.Ήταν εκείνα τα παιδιά που είχαν πιο πολύ ανάγκη τον ήλιο και το χαμόγελο του. Περιορισμένα τα παιχνίδια, οι αγκαλιές και τα φιλιά. Έπρεπε να μάθουν να αντέχουν στα δύσκολα και να μην υποκύπτουν στα εμπόδια της ζωής.Το φαγητό δεν ήταν προνόμιο καθενός αλλά ανταμοιβή καλής συμπεριφοράς και συνέπειας. Δεν υπήρχε δικαίωμα επιλογής, άρνησης, είτε αγένειας αφού οι συνέπειας ήταν ανεπιθύμητες. Έτσι, περιορίζονταν στα πλαίσια του κίβδηλου σεβασμού και της καταπιεστικής φροντίδας, καθώς άλλη μαμά δεν είχαν να τρέξουν και να κλάψουν στην αγκαλιά της.
Βέβαια , υπήρχαν και περιπτώσεις παιδιών που προέρχονταν από ανάπηρους και ανήμπορους γονείς, από αλκοολικές οικογένειες που ασκούν βία, από γονείς προβληματικούς είτε από μονογονεϊκές οικογένειες που δε μπορούσαν να εξασφαλίσουν ούτε τα βασικά προς τα ζην ούτε και την εκπαίδευση για τα παιδιά τους. Όπως στην περίπτωση της Ευδοκίας, η οποία προσδοκούσε να έρθει το λαχταριστό Σάββατο για να τρέξει στη στάση του τρένου και να δει τη μαμά της στο χωριό. Τουλάχιστον αυτό το δικαίωμα δεν της το στερούσαν. Είχε και τα καλά του το »ΕΛΠΙΣ».
Σε απόσταση 30 χιλιομέτρων το τρένο εξασφάλιζε μόνο την απόσταση μέχρι την άλλη πόλη. Υπήρχαν υπολειπόμενα 14 χιλιόμετρα λαχτάρας και αναστεναγμού μέχρι το χωριό που δε κατάφερε να διανύσει η Ευδοκία με το λεωφορείο μιας και δεν είχε άλλα λεφτά. Δεν είχε άλλη επιλογή. Παρά τα οχτώ της χρόνια άρπαξε τη σακούλα με τα ρούχα, την έδεσε διπλά, την έβαλε στην πλάτη και έβαλε πλώρη.Ποιος να πίστευε ότι η αποφασιστικότητα, η ορμητικότητα και η αγάπη προς τη μάνα θα της νικούσαν κάθε φόβο και δισταγμό! Μηδαμινή η αίσθηση του κινδύνου εξάλλου. Έτσι, ύστερα από πέντε ώρες γερό περπάτημα έφτασε στην πόρτα του σπιτιού.Ούτε εκείνη θα φανταζόταν ποτέ πόση γενναιότητα έκρυβε κάτω από τα μικρά σπλάχνα της και πόση διπλωματικότητα, καθώς η άμυνα της την προειδοποιούσε να απαντά κοφτά και μετρημένα στους οδηγούς και περαστικούς των δρόμων.
Αναστενάζοντας περίμενε να τρέξει στην αγκαλιά της μαμάς της. Είχε ανάγκη από εκείνην. Όμως την περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη καθώς δε την βρήκε σπίτι.Γοργά έτρεξε στην αυλή του σπιτιού κι έβγαλε μια κραυγή που διαλαλούσε στον αέρα σαν ηχώ από την παράδεισο ενός αγγέλου.

-Μαμά, πού είσαι μαμά; Μανούλα!
Το χτυποκάρδι έφτασε ως το κεφάλι της από την ένταση και την αγωνία, ενώ η μαμά της μικρής Ευδοκίας αναστέναζε στη σοδειά. Ο φθινοπωρινός ήλιος ήταν απροσδόκητα δυνατός και έπινε μέχρι σταγόνας την αντοχή των αγροτών.Όμως δεν άργησε να γυρίσει σπίτι. Έτσι με την έλευση της δροσιάς έφτασε στη γειτονιά της. Η πόρτα άνοιξε κι ένα δάκρυ χαράς έπεσε και ξέπλυνε την πλήξη της μέρας με το αντίκρισμα της μικρής της κόρης που αποκοιμήθηκε στην είσοδο του σπιτιού περιμένοντας. Πάνε εξάλλου τρεις μήνες από τότε που έχει να νιώσει τη μητρική αύρα.
Η αγκαλιά και το δάκρυ σαν ποτάμι άξιζαν αιώνια γαλήνη εκείνη τη στιγμή. Ένιωσαν τυχερές στην ατυχία τους. Μπορεί καμιά φορά η μοίρα του ανθρώπου να μη ρωτά παρά μόνο να καθορίζει, όμως είναι ανίκητη μπροστά στην αγάπη άνευ ορίων. Σα δύναμη που άπαξ και κατακτηθεί, υπερνικά κάθε εμπόδιο. Προσπερνά σύνορα, θυσιάζει αντοχές, αποδοκιμάζει χαρακτήρες για να φτάσει στον προορισμό της.
Μπορεί, λοιπόν, ο ήλιος να μη φέγγει εξ” ολοκλήρου στις ψυχές των ανθρώπων, όμως είναι θέμα επιλογής κατά πόσο θ” αφήσουν εκείνοι τις ακτίνες του να πλημμυρίσουν το σκοτάδι τους.Άλλωστε και η αγάπη μια ακτίνα είναι…

°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
<< ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ GOOGLE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ >>
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°









Πηγή