Daily Archives: Ιανουαρίου 21, 2017

Έρχεσαι στα μεθύσια μου και πιάνεις πρώτη θέση

9672724131_703b30e9a1_b

Ένα ακόμα συνηθισμένο βράδυ Πέμπτης. Έχω βάλει τ’ αγαπημένο σου μαύρο μακρύ μου πουλόβερ, έχω φορέσει ένα μικρό –λίγο ψεύτικο για να είμαι ειλικρινής- χαμόγελο κι έχω βγει με τους φίλους μας.
Ξέρεις πόσο μ’ αρέσει να βγαίνω τις Πέμπτες. Έχει λιγότερο -και καλύτερο- κόσμο απ’ τα Σάββατα και περισσότερη ησυχία στα μαγαζιά. Κανέναν δεν τον νοιάζει αν θα βάλω ψιλοτάκουνες γόβες κι αν θα βαφτώ πολύ. Κάνεις δε θα μου πει «μα καλά, έτσι θα βγεις Σαββατιάτικα!». Εξάλλου, ξέρεις πολύ καλά πως δε μ’ αρέσει να βάφομαι και απεχθάνομαι τις ψηλές γόβες.

Έχουμε πάει στο αγαπημένο σου μαγαζί. Έχει γίνει στέκι πια. Άρεσε μόνο σε σένα κι επειδή ήθελες να βγαίνεις εκεί, δε σου χάλαγε κανείς χατίρι. Συνηθίσαμε τις παραξενιές σου. Ο πρίγκιπάς μας, βλέπεις.

Έκατσα με πλάτη στην πόρτα. Είχα καιρό να το κάνω! Κάθε φορά που βγαίναμε όλοι μαζί καθόμουν μπροστά στην πόρτα και περίμενα να’ ρθεις. Όταν ερχόσουν, άλλαζα θέση. Καθόμουν δίπλα σου με πλάτη σε οποιοδήποτε ερέθισμα γιατί ήξερα πως τίποτα δεν είχε περισσότερη σημασία από σένα. Κλισεδιές κι αηδίες. Αγάπες και κουραφέξαλα, αλλά τί να κάνω. Έτσι είμαι.

Κόκκινο ημίγλυκο. Ένα ποτήρι. Έναν κατρούτσο, δεν έχει σημασία. Μόνη μου θα το πιω αυτή τη φορά.

Καπνός. Μουσική και κρασί. Βλέπεις, αυτά δε βοηθούν μια κατάσταση. Ίσα-ίσα. Θες να χαλαρώσεις κι ως δια μαγείας, αρχίζεις να βλέπεις εικόνες.
Οι αναμνήσεις χορεύουν μπροστά στα μάτια σου κι εσύ, έρμαιό τους.

Εσύ κι εγώ. Η φούσκα μας. Σ’ αυτό το τραπέζι πριν καιρό. Κανένας άλλος δεν έχει σημασία. Όλο μου το σώμα στραμμένο σε σένα, ένα μόνιμο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη μου και τα μάτια μου, καρφωμένα στα δικά σου. Έτσι κι εσύ. Στραμμένος προς εμένα, μ’ ένα χαμόγελο κι ένα τσιγάρο στο στόμα.
Οι δυο μας.

Κανείς δε μας ενόχλησε, γιατί ήξεραν. Ήξεραν πως αν με επανέφεραν εκείνη τη στιγμή στην πραγματικότητα, θα μου στερούσαν το οξυγόνο. Θα σταματούσε η καρδιά μου να χτυπάει. Έτσι ένιωθα δίπλα σου. Ήταν ζωτικής σημασίας για μένα αυτά τα δέκα λεπτά.

Γι αυτά τα δέκα μας λεπτά, ετοιμαζόμουν ώρες ψυχολογικά.
Γι αυτά τα δέκα μας λεπτά, έκανα πρόβες στον καθρέφτη. Τι θα σου πω, αν θα σε αγγίξω όταν σε δω, αν πρέπει να γελάσω από ευτυχία που είσαι εδώ ή να κλάψω επειδή ξέρω πως θα’ ναι για λίγο.

Μάτια βουρκωμένα, χέρια πλεγμένα και συναισθήματα στον αέρα.
Ώρες-ώρες ένιωθα πως αυτά που πραγματικά θέλαμε να πούμε ο ένας στον άλλον αιωρούνταν πάνω απ΄τα κεφάλια μας, αλλά κανείς δεν είχε το κουράγιο να τα πει.

Δε μ’ ένοιαζε. Μου έφτανε που βρισκόσουν δίπλα μου με σάρκα κι οστά. Μ’ ένα ζευγάρι μάτια που λάμπουν κάθε φορά που μιλάς ή κοιτάς κάτι που λατρεύεις. Μ’ αυτή τη φωνή που, ακόμα και τώρα, κάνει το κορμί μου να ριγεί και μ’ αυτά τα χέρια που με κάθε άγγιγμα μπορούσες να δώσεις ζωή σε καθετί καμένο μέσα μου.

Με την άκρη απ’ το πουλόβερ σκουπίζω ένα δάκρυ που κυλάει διστακτικά στο αριστερό μάγουλό μου. Κανείς δεν το είδε. Δεν πρόλαβε.

«Είσαι καλά;». Η φωνή της μ’ επανέφερε στο τώρα. Την κοίταξα στα μάτια. Δε χρειάστηκε να μιλήσω, κατάλαβε. Παρήγγειλε ένα ακόμα κρασί για μένα κι έπιασε το χέρι μου σφιχτά. Μου χαμογέλασε και συνέχισε να γελάει με τους υπόλοιπους της παρέας. Κάτι τέτοιες στιγμές χαίρεσαι που έχεις πραγματικούς φίλους.

Κάποιος ανέφερε το όνομά σου και για λίγο σταμάτησε ο χρόνος. Δε θυμάμαι τι ειπώθηκε, η απάντησή μου όμως είναι χαραγμένη στη μνήμη μου.
«Αφού είναι βλάκας. Στην υγειά του!».

Το κεφάλι μου άρχισε να βαραίνει. Έκλεισα λίγο τα μάτια. Όταν δεν είμαι καλά, το κρασί δεν είναι καλή παρέα.

«Πίνεις για μένα ή πίνεις εξαιτίας μου;».
Ο ήχος απ’ το τράβηγμα της καρέκλας έκανε το χρόνο να σταματήσει. Ήσουν εδώ. Με κοιτούσες και χαμογελούσες.
Κοίταξα τους υπόλοιπους. Κάνεις δεν έδινε σημασία στην άφιξή σου. Όλα κυλούσαν όπως και πριν, αλλά ήσουν δίπλα μου.

Δημιούργημα της φαντασίας μου ή παιχνίδια του κρασιού;
Σε κοίταξα κι έπλεξες το χέρι σου στο δικό μου.

«Απάντησέ μου! Πίνεις για μένα ή πίνεις εξαιτίας μου;».

Πίνω εξαιτίας σου, βλάκα. Πίνω εξαιτίας σου γιατί δε σ’ έχω και γιατί μου λείπεις. Γιατί κάθε φορά που σε βλέπω, κάνω όνειρα για μας κι εσύ ρίχνεις μια κλωτσιά και μου τα διαλύεις. Επειδή ποτέ δε θα μάθεις πόσο και πως σε θέλω. Γιατί μου τη δίνουν οι ταμπέλες μας, η υπομονή που κάνω, το γεγονός ότι δε σου ζήτησα τίποτα ενώ έχω περάσει τόσα.

Επειδή σε σκέφτομαι συνέχεια. Γιατί έχω μόνο το «λίγο» σου ενώ επιθυμώ το «πολύ» σου. Το «πάντα» σου. Γιατί όλοι ξέρουν κι όλοι μιλούν για εμάς, χωρίς να υπάρχει το «εμείς». Γιατί σ’ αγαπώ πραγματικά πολύ και δε θέλω να σ’ αγαπώ. Η αγάπη πονάει, λένε. Η αγάπη συγχωρεί τα πάντα, θα πω εγώ. Είμαι ηλίθια, το ξέρω αλλά εσύ είσαι ο βλάκας. Και γαμώ την τύχη μου, θέλω να είσαι ο δικός μου βλάκας.

«Πίνω για μένα και μόνο!», απάντησα, ενώ έγειρα το κεφάλι μου στον ώμο σου. Η μυρωδιά σου έγινε ένα με τον αέρα που αναπνέω κι άρχισα να χαλαρώνω.
Εκείνη τη στιγμή δε μ’ ενδιέφερε αν είμαστε φίλοι, εχθροί, ερωτευμένοι ή όχι.
Το μόνο που μ’ ένοιαζε ήσουν εσύ. Εσύ κι εγώ! Εκείνη τη στιγμή είχα όσα ήθελα.

Ένα σκούντημα στον ώμο μ’ επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Σήκω, φεύγουμε. Παραήπιαμε και σήμερα!». Κοίταξα την άδεια καρέκλα δίπλα μου και μ’ έπιασαν τα κλάματα. Πολύ καλό για να ναι αληθινό.

Εκείνη με αγκάλιασε και μου είπε «το ξέρω ότι σου λείπει πολύ αλλά δεν καταλαβαίνει. Αν δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί πόσο σπουδαία είσαι, δε χρειάζεται ν’ ασχοληθείς άλλο. Θα τον αγαπάς αλλά δε θα τον έχεις όπως θες. Συνέχισε τη ζωή σου γιατί σου αξίζει!»

Έχει δίκιο. Μπορεί εμείς οι δύο να είμαστε ό,τι είμαστε, απλά για μένα είναι λίγο πιο δύσκολο. Μπορεί να πεθαίνω να σε δω, όμως ξέρω πως θα σε χάσω ξανά. Επομένως, εγώ τη ζωή μου κι εσύ τη δικιά σου.
Εξάλλου, θα έρχεσαι στα μεθύσια μου είτε το θέλω, είτε όχι!



πηγη

Ακόμα τούτ’ η άνοιξη το δάκρυ δε στεγνώνει

Untitled4

Τελικά υπήρχε ο μπαμπούλας μέσα στη ντουλάπα. Περάσαμε ολόκληρη ζωή, εμείς οι παλιότεροι τουλάχιστον, με την υποψία κάπου κρυμμένη βαθεία μέσα σε κάποιο κουτάκι του μυαλού μας. Με εκείνο το φόβο του ενστίκτου, που οσφρίζεται το κακό, διαισθάνεται κάπου στην ατμόσφαιρα μια σκιά πάνω από τα κεφάλια, αλλά δεν το βλέπει, δεν το αγγίζει. Η μνημονιακή Ελλάδα, ήταν το άνοιγμα της ντουλάπας, έστω και με το ζόρι. Εκείνη η απαίσια μυρουδιά από το τέρας που μεγάλωνε ήταν μέσα στο δωμάτιο ήδη αλλά κάτι με τα αρωματικά χώρου, κάτι με ένα πέρασμα από μπογιά στους τοίχους, όλο και τη σκεπάζαμε.

Η εποχή των μνημονίων, έφερε έστω και βίαια το ξύπνημα από το παραμύθι. Τόση βρωμιά κρυμμένη κάτω από κάθε πατούσα, κάθε εκατοστό αυτής της ταλαίπωρης πατρίδας, ήταν επόμενο κάποια στιγμή να βγει προς τα έξω.. Κι επειδή πολλές φορές ούτε η φαντασία μπορεί να συλάβει το μέγεθος της ασχήμιας, μουγκαθήκαμε. Οχι όλοι. Εκείνο το κομμάτι που συνήθιζε να μιλάει, να ονειρεύεται, να ελπίζει μουγκάθηκε. Το υπόλοιπο κομμάτι έτσι κι αλλιώς μουγκό και τυφλό ήταν πάντα. Για να μην πω νεκρό, με απομίμηση ζωής. Το κομμάτι της κοινωνίας που είχε παλμό ζωής ακόμα μέσα του, μουγκάθηκε.

Δεν είναι ζήτημα ηττοπάθειας, απαισιοδοξίας, ανικανότητας ή δειλίας. Είναι απλά γιατί το τέρας της περίφημης μεταπολίτευσης γιγαντώθηκε τόσο που πρακτικά είναι αδύνατον να το σκοτώσεις. Αυτό το τέρας που μετάλλαξε μια ολόκληρη κοινωνία στη γη των ζωντανών νεκρών που περιφέρονται άσκοπα, χωρίς αύριο, χωρίς σήμερα, απολειφάδια ενός χτες που ξέρασε τόσο ψέμμα, τόση απάτη, τόση ανοησία, δεν μπορεί να συμμαζευτεί πλέον. Δρα ανεξέλεγκτο. Ενα θηρίο χωρίς εγκέφαλο, χωρίς καρδιά, χωρίς αίμα, φτιαγμένο από τις πιο ξεφτυλισμένες εμμονές αρρωστημένων μυαλών, κυκλοφορεί με θράσος και παριστάνει πως είναι κράτος πολιτών, με νόμους και κανόνες φτιαγμένους τάχα για τη προστασία, την ευημερία, τη δικαιοσύνη, τη πρόοδων των ανθρώπων…

Μηχανές ξερές, που ξερνάνε νούμερα ορίζουν τις ανθρώπινες ζωές, και μια ολόκληρη εποχή κλείνει οριστικά. Αφήνοντας ένα λαό διχασμένος ανάμεσα στο φόβο και την ανοησία. Ενα λαό αδιάφορων ή ανήμπορων. Αδιάφορων για τις ζωές των άλλων, ή ανήμπορων να διαχειριστούν τη δική τους.

Ξέρετε, δεν υπάρχει λύση. Τουλάχιστον για τις επόμενες δυο και τρεις γενιές. Γιατί οι άνθρωποι έχουν χωριστεί σε δυο κατηγορίες. Σ΄εκείνους που δεν τους ενδιαφέρει να βρουν λύση γιατί δεν μπορούν να δουν ποιο είναι το πρόβλημα και σ΄εκείνους που βλέπουν και βιώνουν το πρόβλημα αλλά δεν έχουν τη δύναμη να ανατρέψουν τη πορεία…

Είμαστε σε ένα φέουδο. Με τους άρχοντες, τους αυλικούς και τους σκλάβους. Υπάρχει κόσμος αυτή τη στιγμή που το μόνο του όνειρο είναι να αναβαθμίσει το ρόλο του σκλάβου κι αντί να δουλεύει στα κτήματα με τις αλυσίδες, ονειρεύεται να μπει στο σπίτι και να σερβίρει καφέδες… Υπάρχει κόσμος που μετατρέπεται σε ρουφιάνο του αφέντη για να κερδίσει μια θέση στον ήλιο, κι άλλοι που δεν έχουν καμιά ελπίδα να σπάσουν τις αλυσίδες. Και πολιτικάντηδες, λόγιοι, παπάδες , χωροφυλάκοι, δικολάβοι και μαυραγορίτες, καλαμαράδες και τοκογλύφοι, ανακατεμένοι όλοι σ΄ενα συνεχόμενο παζάρι, που τραβάνε άλλο ένα βήμα μπροστά τη ζωούλα τους, με μια μιζέρια που είναι ακόμα πιο θλιβερή κι από τη βία…

Το μνημόνιο δεν ξέρω αν θα σώσει τελικά το τόπο, το σίγουρο είναι πως μας έσωσε από ένα πράγμα. Το παραμύθιασμα. Το κακό είναι πως ήταν τόσο βαθύς ο ύπνος και μακρόχρονος που κανείς δεν είχε σκεφτεί τι θα κάνει στο ξύπνημα. Δεν είχαν δημιουργηθεί άμυνες κι εναλλακτικές για το πως θα αντιμετωπίσει κανείς το μπαμπούλα που καραδοκούσε πάνω από το κρεββάτι. Οι περισσότεροι πίστευαν πως δεν τους αφορούσε. Πως κάποιος από μηχανής θεός θα συμμάζευε το χάλι. Πως ίσως μπορούσε κανείς να γυρίσει πλευρό και να συνεχίσει τη ξάπλα.

Δυστυχώς τη πατήσαμε. Κι απογοήτευση γίνεται όλο και μεγαλύτερη όσο ο κόσμος βλέπει πως δεν υπάρχει κανείς που να θέλει στα σοβαρά να στείλει στον αγύριστο το τέρας. Κι όσο μεγαλώνει η απογοήτευση, η δυσπιστία, μεγαλώνει κι η μουγκαμάρα. Η σιωπηλή αποδοχή σ΄οτιδήποτε γίνεται. Καταντήσαμε ανήμποροι ακόμα και για μικρά πράγματα. Ελάχιστα. Λες κι όλη μας η ζωή ορίζεται πλέον από διαταγές. Είναι ένας φαύλος κύκλος που κανείς δε λέει να σπάει, εκτός από την ατομική προσπάθεια που ο καθένας κάνει μέσα στους τοίχους του σπιτιού του, παλεύοντας με τα φαντάσματά του, με τους φόβους του, με τη θλίψη του….

Λένε πως ο ελληνικός λαός έκανε μεγάλες θυσίες. Το κακό είναι πως οι άνθρωποι που θυσιάζονται δεν ρωτήθηκαν. Κι εκείνοι που δεν θυσιάζονται όμορφα περνούν χωρίς να τους αγγίζει τίποτα. Αυτές οι θυσίες που συνεχίζονται και θα συνεχίζονται για πολλά χρόνια ακόμα δεν ήταν όλος ο ελληνικός λαός. Ηταν, είναι ένα κομμάτι που μάλλον πρέπει να μεγαλώσει πολύ ακόμα, μήπως και … Δεν αρκούν τόσοι. Πρέπει να κατέβουν πολλές χιλιάδες ακόμα στο λάκκο με τα…. κι ίσως τότε βρεθούμε στη πιο επικίνδυνη θέση για οποιοδήποτε σύστημα. Εκείνων που δεν έχουν τίποτα να χάσουν πια. Σ΄εκείνο το σημείο δεν είναι απαραίτητο πως θα βγει κάτι καλό. Ισα ίσα που είναι ένα σημείο μηδέν όπου οι μεγαλύτερες αγριότητες ξεκινάνε, αλλά οι άνθρωποι αναγκαστικά βγαίνουν από εκείνη τη κατάσταση της μουγκαμάρας, του σαστίσματος, του σοκ… που δεν φέρνει ούτε καλό, ούτε κακό, παρά μόνο ένα ατελείωτο ΤΙΠΟΤΑ.

εγραψε το πιτσιρικι



ΟΙ ΓΕΝΝΑΙΟΙ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ

Untitled4

Δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι περισσότεροι γόνοι καλών οικογενειών έχουν βγει σκάρτοι θλιβερές απομιμήσεις των σπουδαίων γονιών τους και αργότερα καταστράφηκαν άσχετα με τα χρήματα,και την δόξα που είχαν με αίμα κατακτήσει οι σπουδαίοι γονείς τους. Είναι απλά η επιβεβαίωση μιας πικρής αλήθειας.Ότι τα παιδιά αυτά, κακομαθημένα και αμάθητα από τις απαιτήσεις και της δυσκολίες τις πραγματικής ζωής, είδαν την ζωή με τα επιπόλαια και υπεροπτικά τους μάτια, επιτρέποντας στα άγρια θηρία που ο ίδιος ο πολιτισμός δημιουργεί σαν αντιστάθμισμα
να τους κατασπαράξει.
Ο ανόητος στις δυσκολίες, ο χορτάτος κυριολεκτικά και κοινωνικά, ο χαϊδεμένος θα ψάξει στα εύκολα να ζήσει να παρασιτήσει, και με την πρώτη δυσκολία θα πνιγεί σε μια κουταλιά νερό, ανίκανος να αντιδράσει, να διεκδικήσει, να απαιτήσει.Θα παραιτηθεί και θα ψάξει να χαθεί σε ουτοπικούς κόσμους ή θα συμβιβαστεί ρίχνοντας ακόμα πιο χαμηλά την ανύπαρκτη αξιοπρέπεια του. Κοινώς θα χαθεί για πάντα κάτω από το μεγαλείο των προγόνων του.
Κάνω αυτή την εισαγωγή γιατί θέλω να μιλήσω για μια μέρα πριν από χιλιάδες χρόνια.Μια μέρα που οι υπέρλαμπροι απόγονοι κάποιων σπουδαίων αληθινά ανθρώπων αγνοούν την ύπαρξή της.
Οι σπουδαίοι λοιπόν Έλληνες, της απάτης ,της κλεψιάς, της μίζας και του εύκολου κέρδους, αυτοί οι ελληνες που ξοδεύουν τεράστια ποσά για πολυτέλειες, που κουνάνε προκλητικά τους γοφούς τους πάνω στα τραπέζια σε σκυλάδικα και έχουν γεμίσει τις τροφαντές κοιλιές τους χρόνια τώρα προκαταβολικά, ξέχασαν την ιστορία που γράφτηκε μια τέτοια ζεστή μέρα στα μέσα περίπου του Αυγούστου στις Θερμοπύλες το 480 π.Χ κάτω από τους πρόποδες του βουνού Καλλίδρομου.
Ήταν εκείνη η μέρα που κάτι απίστευτα γενναίο έγινε έτσι ώστε να επιτραπεί στον παγκόσμιο πολιτισμό να ανθίσει.
Ακόμα ένα μυστικό που οι νέοι Έλληνες δεν γνωρίζουν, είναι ότι οι Έλληνες του τότε, δεν ήταν υπεράνθρωποι. Δεν ήταν γίγαντες ούτε είχαν εκπαιδευτεί από τους θεούς. Οι αντίπαλοί τους, από όλες τις γωνιές της γης, ήταν το ίδιο και περισσότερο ρωμαλέοι και σωματώδεις, ψηλοί, και εκπαιδευμένοι θανάσιμα, ψημένοι καθώς ήταν κάτω από τις σκληρές απάνθρωπες στέπες της ανατολής. Ήταν σε πολλές περιπτώσεις πιο δυνατοί και πιο αποφασισμένοι για την νίκη.
Πολεμούσαν και εκείνοι για την ζωή τους που θα τους αφαιρούσε ο Μονάρχης αν δεν κατάφερναν αυτό που ήθελε. Ούτε ηλίθιοι ήταν εκείνοι, και οι Έλληνες έξυπνοι.
Αυτό που κατάφεραν οι Έλληνες θα μπορούσε να το καταφέρει οποιοσδήποτε λαός στον κόσμο ΑΝ είχε την ελληνική παιδεία.
Δεν σας τα είπαν καλά τα πράγματα στα σχολεία Έλληνες. Η μάλλον ξέχασαν να πουν το πιο σημαντικό το οποίο έχει γίνει η μεγαλύτερη κατάρα για τους απογόνους των ηρώων εκείνης της εποχής.
Ότι η παιδεία δεν είναι κληρονομικό χάρισμα. Και δεν υπάρχει κανένας Λυκούργος για να την διδάξει.
Για να πει σε αλαζόνες ότι δεν σε κάνει η μάνα σου Έλληνα σπουδαίο και τρανό. Η παιδεία σε κάνει Έλληνα.Ότι δεν υπάρχει κάτι μαγικό στο κύτταρο σου που πρέπει να υποχρεώνει όλο τον κόσμο να σε προσκυνήσει επειδή γεννήθηκες από Έλληνα.Για να σε πιάσει από το αυτί και να σε μαλώσει επειδή έγινες κωλοπαιδο επειδή πνίγεσαι από περηφάνεια που άλλοι εσκεμμένα φρόντισαν να νοιώσεις. Για να σε διδάξει οτι οι αρετές που κάνουν έναν άνθρωπο πραγματικό άνθρωπο ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑΙ και δεν αποκτούνται μαγικά.Για την σπουδαιότητα, του να εργάζεσαι για το καλό του συνόλου γιατί μόνο μέσα από αυτό εξυψώνεσαι αληθινά.
Οι Θερμοπύλες πραγματοποιήθηκαν όχι γιατί πολέμησαν Έλληνες.Έγιναν γιατί πολέμησαν άνθρωποι με σχέδιο, με όραμα και ιδανικά.Δεν υπάρχει ίχνος φυλετικής ανωτερότητας.
Υπήρξε όμως περίσσια πνεύματος και ευφυΐας. Λάθος μάθημα διδάχτηκαν οι σημερινοί υπόδουλοι Έλληνες.Τα μεγάλα θαύματα κερδίζονται, δεν χαρίζονται.Οι Σπαρτιάτες έφτιαξαν ένα πρότυπο πολιτείας μέσα στο οποίο άνθισαν χάρες και αρετές που οι σημερινοί στερημένοι πραγματικής παιδείας Έλληνες δεν μπορούν ούτε την έννοια να συλλάβουν.
Και για αυτό το λόγο οτι έγινε τότε και αργότερα και πιο πριν, είναι κληροδότημα ολόκληρης της ανθρωπότητας.Το μάθημα που έπρεπε πρώτοι από όλους να το πάρουμε εμείς σαν Έλληνες καταλήξαμε να το πάρουμε τελευταίοι ΑΝ τελικά το πάρουμε.Είναι το φως της κληρονομιάς έντονο και μας τυφλώνει.Είναι τα συμφέροντα πολλά και εύθραυστα ώστε να μας ξυπνήσουν από τον λήθαργο της παρακμής και καταστροφής που χρόνια τώρα βρισκόμαστε. Αν όλοι οι λαοί μπορούν να γίνουν Έλληνες μέσα από την παιδεία τους, είναι ένας λόγος παραπάνω για εμάς που καταγόμαστε από τόσο σπουδαίους ανθρώπους να διεκδικήσουμε πάλι τα πρωτεία. Αυτο βέβαια προϋποθέτει να καταλάβουμε οτι δεν είμαστε κάτι σπουδαιότερο από όλους του υπόλοιπους λαούς, αλλα μπορούμε να πετύχουμε σημαντικά πράγματα μόνο με τα κατάλληλα πρότυπα.
Μέχρι να γίνει ομως αυτό θα είμαστε μια θλιβερή απομίμηση. Μια ακαθαρσία στο πάτωμα της ακρόπολης που τα χρόνια και οι αιώνες θα σβήσουν. Κανείς δεν θα θυμάται τους σύγχρονους έλληνες αυτά τα κακομαθημένα κωλόπαιδα σημαντικών προγόνων.Σαν όλα τα νωθρά κατεστραμμένα παιδιά που ζουν με το παρελθόν θα γίνουμε πρεζάκηδες, ικέτες, και υποταγμένοι σε εκείνους που μπορούν και έχουν συμφέροντα να το κάνουν.
Και θα έρθει κάποτε μια στιγμή όπου θα ξεχάσουμε και τον λόγο που νοιώσαμε κάποια στιγμή τόσο αδικαιολόγητα περήφανοι και μοναδικοί..

εγραψε το πιτσιρικι