Το ξεχασμένο μπαράκι του ΄80

daktylos7

Η γενιά που φορτώθηκε δυο αιώνες στην πλάτη. Ο πρώτος ήταν ο αιώνας της ανεμελιάς και της ραστώνης. Ο επόμενος της αϋπνίας. Δεν ήταν η τύχη με το μέρος μας. Όσο κι αν επιμείναμε αποδειχτήκαμε λίγοι. Τι κι αν γιορτάσαμε τότε το μιλένιουμ με τυμπανοκρουσίες κι ελπίδες! Δεν έφτασε ποτέ το φως από τα βεγγαλικά μέσα μας.

Η γενιά μου υποφέρει από αϋπνίες. Οι σαραντάρηδες των δυο αιώνων είναι ξυπνητοί με μάτια κλειστά. Λες και η ματιά δεν αντέχει το φως και κλωθογυρίζει στα σκοτάδια. Η άβυσσος είναι μέσα μας. Μας τρέφει, μας μεγαλώνει, μας γεννά, μας φοβίζει, μας γιγαντώνει. Ρίχνει δίχτυα κι εμείς σαν ψαράκια άμαθα τσιμπάμε στο δόλωμα.

Μπαίνω στο αυτοκίνητο. Το καλοκαίρι οι μυρωδιές είναι έντονες. Αν είσαι τυχερός μπορεί να συναντήσεις και πυγολαμπίδες. Αν είσαι τυχερός μπορεί να ξορκίσεις και τους δαίμονες, να εξαγνίσεις τις απόκρυφες σκέψεις σου.
Μια ευθεία! Τι είναι, μωρέ, η ευθεία! Από τη μια άκρη της θάλασσας ως την άλλη. Μια ευθεία στο πιο παράξενο καλοκαίρι της ζωής μου. Οι αντιφατικές σκέψεις μου ενώνονται με την κυκλοθυμική ζωή μου. Κουβάρι μπερδεμένο. Γέρασα αγκαλιά με την παιδική μου κούκλα κι ακόμα να τα ξεμπερδέψω. Τα άφησα όλα στον άνεμο! Έτσι ήμουν από παιδί. Φυσούσε κι εγώ στηνόμουν με τα χέρια ανοιχτά κι έλεγα : «όπου πάμε»! Και πουθενά δεν πήγαμε!
Μια ευθεία με ανοιχτό παράθυρο κι ένα τραγούδι να βαραίνει την αυπνία, τη θλίψη, τη μοναξιά του καλοκαιριού, την κατάρα του ανικανοποίητου, την κυκλοθυμία της ζωής μας! «Ηθοποιός, είτε μωρός, είτε σοφός είμαι κι εγώ, καθώς κι εσύ είσαι παιδί, που καρτερεί κάτι να δει. Πιες το κρασί, στάλα χρυσή απ” την ψυχή, ως την ψυχή.»

Έφτασα μέχρι το τέλος του δρόμου. Σ’ εκείνη τη μεγάλη στροφή με το ποτάμι. Είναι που ενώθηκε το χθες με το σήμερα. Σα μηχανή του χρόνου που μπήκα μέσα και ζήτησα να γυρίσω στο χθες. Οφειλές, χρωστούμενα, δανεικά, πληγές, μαράζι, κουράγια, ανομολόγητες αγάπες, κρυφοί καημοί, άνθρωποι που ξεχάστηκαν, που ήρθαν, πέρασαν, έφυγαν, χάθηκαν. Οι χαμένοι, οι εξαφανισμένοι, οι αόρατοι – ορατοί δαίμονες του προηγούμενου, αιώνες που ενώθηκαν με τον τωρινό.

Ξεχασμένο εκεί στην άκρη του δρόμου το αστείο μπαράκι. Τα πολύχρωμα φωτάκια που αντιφεγγίζουν στο σκοτάδι. Οι άνθρωποι με τα λαμέ, φωσφοριζέ ρούχα που νοστάλγησαν εκείνη την εποχή του προηγούμενου αιώνα, αμετακίνητοι από τις θέσεις τους κρατώντας ένα «μπακάρντι κόλα» στο χέρι. Κι όμως υπάρχει ακόμα! Κάποτε ερχόμουν εδώ για να γελάσω. Τώρα για να ξορκίσω την αϋπνία μου. Η γενιά μου υποφέρει από αϋπνίες. Υποφέρει από το ανικανοποίητο. Υποφέρει από συγκίνηση. Και να σκεφτείς πως κάποτε όλα αυτά λύνονταν με ένα κουταλάκι υποβρύχιο σε ένα λουλουδάτο ποτήρι με νερό…

°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ GOOGLE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°