Η βασίλισσα, ο βασιλιάς και ο λαουτζίκος….

7460

Κοιτώ το φεγγάρι. Εν αναμονή της σκοτεινής σελήνης που πλησιάζει όμορφη, αγέρωχη, αναλογίζομαι τη δύναμή της, την επίδραση αυτής σε κάθε τι έμβιο. Και γυρνά η σκέψη μου μεμιάς στα γκρίζα μου μαλλιά, τα ρυτιδιασμένα μου χέρια, τα καθηλωμένα που πόδια και τη βαριά καρδιά μου, κυρίως αυτή.

Αχ, εσύ εύμορφη θεά! Εσύ δεν πυροδοτείς καταστάσεις γενεσιουργές σ’ ανθρώπινο νου και σώμα; Εσύ δεν εξοβελίζεις τ’ αρνητικά δαιμόνια και αν και η ίδια εν μέρει σκοτεινή, μας οδηγείς στο φως μέσα απ’ ένα είδος αναγέννησης;
Χαίρομαι τώρα, ναι. Γιατί θαρρώ πως είν’ αλήθεια και ξαφνικά σαν ν’ ανακάμπτω απ’ την αδυναμία του γήρατος και ξεγελώ ακόμη μια φορά το θάνατο.

Κλείνω τα μάτια. Τεντώνω τη ξερακιανή μου ουρά σαν κατάρτι ανεμοδαρμένο. Δοκιμάζω τα νύχια μου στον αέρα και ξεχύνομαι στην παραλία προς ανεύρεση τροφής… Στο αλμυρό νερό θαυμάζω την αντανάκλασή μου και να σου, γραπώνω ένα ψάρι. Ο ήλιος δεν είναι σύμμαχός μου, ταλαιπωρεί με πείσμα τα γατίσια μου μάτια. Επιστρέφω στον Πύργο, τον κρυμμένο πίσω από βλάστηση πυκνή. Η βασίλισσα, ο βασιλιάς και ο λαουτζίκος, κρυμμένοι πίσω από τις πέτρες, διόλου δε δυσανασχετούν με την παρουσία μου.
Δεινή κυνηγός εγώ των τρωκτικών κατέχω πια θέση περίοπτη στ’ απόκρυφο τούτο βασίλειο. Και τα μυαλά μου τόσον αέρα έχουν πάρει που πολλές φορές τα βράδια δοκιμάζω το στέμμα και τα φορέματα της βασίλισσας, κοιτάζομαι στον καθρέπτη υπό το φως του φεγγαριού και μου φαίνομαι ομορφότερη εκείνης.

Ωστόσο, οι μεταμφιέσεις μου αυτές και οι ανέμελες κυρίως νυχτερινές μου εμφανίσεις εντός του Πύργου και πλησίον της θάλασσας, έπειτα από επίπληξη που δέχθηκα εκ μέρους της βασίλισσας, περιορίστηκαν και έγιναν αποδεκτές μόνο για όσο το φεγγάρι γίνεται σκοτεινό. Χαρακτηρίστηκαν ως άκρως απερίσκεπτα τα νυχτοπερπατήματά μου καθώς πειρατές καιροφυλακτούσαν και το φεγγάρι γινόταν σύμμαχός τους σε κάθε λογής λεηλασίες κρατώντας τους το φανάρι.

Κοιτάζω τον ουρανό. Δεν είν’ ακόμη η κατάλληλη βραδιά… Όμως κάτι μέσα μου με τρώει και επιθυμώ σφόδρα να παραβιάσω τους βασιλικούς κανόνες. Με περισσή μαεστρία εισχωρώ στη γκαρνταρόμπα της βασίλισσας, χωρίς να γίνω αντιληπτή. Γυρνώ σ’ όλον τον Πύργο ενώ όλοι κοιμούνται έναν ύπνο, να δεις πως τον έλενε, ναι, τον ύπνο του δικαίου. Έπειτα, κατευθύνομαι προς την όμορη παραλία να χορτάσω τη μυρωδιά που αναδύεται απ’ τα νερά της και χορτάτη πια επιστρέφω στον Πύργο ν’ ξαποστάσω. Σαν πάω να κλείσω τα μάτια, πάλι να, κάτι σαν να αρχίζει να με τρώει… Όχι μέσα μου αυτήν τη φορά αλλά απ’ έξω.

Ξάφνου, όχληση, χαλασμός, φωνές, φωτιές, η νύχτα γίνεται μέρα κι εγώ το βάζω στα πόδια. Βρίσκω κρησφύγετο πίσω από ένα βράχο κοντινό κι ανασηκώνοντας λίγο το κακό μου το κεφάλι κοιτώ τον Πύργο, τον φωτεινό, πιο φωτεινό από ποτέ. Τα μάτια μου κλείνουν απ’ την κούραση και γρήγορα της παραδίνομαι.

Με το φως της ημέρας πλησιάζω τα χαλάσματα, αποφεύγοντας κατά το δυνατόν τα’ αποκαΐδια, ερείπια μιας πρότερης ζωής. Δειλά δειλά ξεπροβάλλουν μέσα από τις στάχτες κρίνα της θάλασσας. Η μία μου πατούσα αφήνει ίχνος βαθύ σε ένα ζεματιστό κεραμίδι. Τα νιαουρίσματά μου ηχούν ολόγυρα ασκόπως.
Ζω ακόμα…

°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ GOOGLE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°