Οταν δακρύζουν τα σύννεφα

7577

Μια σταγόνα νερού κύλησε πάνω στο φύλλο και έπεσε στην Μάνα Γη, τερματίζοντας έτσι το μακρινό της ταξίδι.
Όταν ξεκίνησε, ήταν σύννεφο γκρίζο και αγριεμένο. Στροβιλίστηκε σε ένα ¨»σκληρό» βαλς με τον άνεμο και βάλθηκε να κοιτάζει υπεροπτικά από ψηλά τον κόσμο μας.

Αγνάντεψε τα γυμνά βουνά, μισοφαγωμένα από την φωτιά και την ανθρώπινη κουταμάρα. Έψαξε άσκοπα για λίγο πράσινο μέσα στον γκρίζο ορίζοντα των τσιμεντένιων οικοδομημάτων, αυτό το συνονθύλευμα σάρκας, γυαλιού και πλαστικού που κάποιοι ονόμασαν «πόλη».

Αναρωτήθηκε πως ήταν δυνατόν μέσα σε αυτά τα τέρατα, τα βράδια κάποιοι να ονειρεύονται; Πως ήταν δυνατόν, στα κάστρα ετούτα της απομόνωσης, τα άδολα μάτια των παιδιών να γεμίζουν εικόνες και χρώματα;

Πριν γίνει βροχή, το συννεφάκι μας, αναζήτησε τον Ήλιο, το ζεστό χαμόγελο του Θεού για το δημιούργημα του, που με τόση υπομονή κι αγάπη έπλασε.

Τίποτα.
Σκοτάδι γεννημένο πρόωρα από την άβυσσο της ημιμάθειας κι αμετροέπειας. Σκοτάδι και παγωνιά. Άρωμα μοναξιάς που τύλιξε τις ψυχές με τις αλυσίδες του χρόνου και τις αιχμαλώτισε μέσα σε πανάκριβες οθόνες. Εικονικός κόσμος βυθισμένος σε πλαστή ευδαιμονία, στριμωγμένος στην πρώτη σειρά των θέσεων για να παρακολουθήσει έναν θίασο με κίβδηλους πρωταγωνιστές, σε δολερούς ρόλους.

Τα τραύματα όμως είναι αληθινά κι όταν παγώσουν πονάνε πολύ.

Άλλη μια ριπή του ανέμου που λυσσομανούσε, μεταμόρφωσε το σύννεφο σε μωσαϊκό από άπειρα δάκρυα. Τα δάκρυα του ουρανού για την ανθρωπότητα.

Αρκούν όμως για να ξεπλύνουν τόσο αίμα;
Φτάνουν για να καταλαγιάσουν τόσο θυμό από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο;

°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ GOOGLE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°