Μπαζωμένα όνειρα που έγιναν εφιάλτες…

7681

Έκαψες το δάσος και έχτισες πάνω στα αποκαΐδια την παράγκα σου. Μπάζωσες το ρέμα για να του αλλάξεις την πορεία. Γέμισες φωτοβολταϊκά το χωράφι σου πληγώνοντας τη φύση. Κάρφωσες ανεμογεννήτριες στην πλαγιά για το εύκολο κέρδος. Βίασες ξανά και ξανά τον αέρα που ανέπνεες.
Και μια μέρα το πλήρωσες πανάκριβα…

Δε λογάριασες, βλέπεις, πως η φύση είναι πιο δυνατή από σένα. Υπήρχε πριν από σένα και θα υπάρχει και μετά από το σύντομο δικό σου πέρασμα. Και τόλμησες να τα βάλεις μαζί της…
Ότι όμως κι αν κάνεις, εκείνη στο τέλος πάντα θα κερδίζει. Και θα σε τιμωρεί σκληρά για το κακό που της έκανες…

Κατά βάθος όμως δεν φταις εσύ. Ίσως το μοναδικό σου φταίξιμο να είναι που επέτρεψες να σε πετάξουν στην άκρη, που τους έδωσες το κλειδί της ζωής σου. Να σου θολώσουν τη σκέψη με τα ψίχουλα που σου πετούσαν από το τραπέζι τους. Και να τους ευγνωμονείς μάλιστα και γι αυτό…

Σε χρησιμοποίησαν και σε χρησιμοποιούν ακόμα ως απλά ένα ακόμα αναλώσιμο υλικό. Τι δεν καταλαβαίνεις άραγε; Έτσι είναι ο καπιταλισμός, κακομοίρη μου, οι φτωχοί είναι ασήμαντοι και αναλώσιμοι. Το μόνο που μετράει είναι το κέρδος των λίγων.
Κι εσύ έριξες άφθονο νερό στον ολόχρυσο τους μύλο…

Κι έστεκε πάντοτε αρωγός στον αφανισμό σου ένα κράτος ανάλγητο. Άχρηστο φαινομενικά και διαλυμένο μα που τελικά παίζει πολύ καλά το παιχνίδι των λίγων.
Περισσεύεις, βλέπεις, χαλάς τη βιτρίνα. Και γι αυτό σε πετάει διαρκώς παραέξω.
Κλείνει και τα μάτια του με τρόπο συνωμοτικό κάθε φορά που καρφώνεις κι ένα ακόμα καρφί στο φέρετρο της φύσης κι όλα καλά…

Πως να τα βάλεις με κάτι δυνατότερο από εσένα όπως η φύση;

Προέρχομαι από τη γενιά των αυθαιρέτων. Τότε που μέσα σε μια νύχτα ξεφύτρωναν οι παράγκες σαν μανιτάρια μετά τη βροχή. Δίχως καμία μελέτη, δίχως κανένα σχέδιο.
Και μ” ένα κράτος πάντοτε να κλείνει τα μάτια και να γυρνάει από την άλλη.
Πως αλλιώς θα δεχόσουν να σου κλείσει την παραλία ο δυνατός; Έχτιζες εσύ την παράγκα σου μπας και καταφέρεις να ζήσεις κι εσύ έστω και για λίγο την ψευδαίσθηση κι ο άλλος δίπλα σου διέλυε το σύμπαν…
Καταπατούσε τα πάντα γύρω σου για να περάσουν οι δρόμοι του κι εσύ το βούλωνες γιατί είχες, πίστευες, χεσμένη κι εσύ τη φωλιά σου.
Πως να καταλάβεις πως ήσουν απλά η βαλβίδα αποσυμπίεσης της οργής που έκανε την κοινωνία μας να τιναχτεί στον αέρα;

Και να “σαι τώρα για μια ακόμα φορά να μετράς νεκρούς…

Και να τα ρίχνεις στη μοίρα και τη φύση… Ή στο Θεό. Λες και υπάρχει τέτοιος…
Κι αύριο μόλις αρχίζουν να κλείνουν οι πληγές σου, θα κάνεις και πάλι τα ίδια. Γιατί έμαθες να σκύβεις το κεφάλι και να αρκείσαι στα ψίχουλα. Κι η ζωή θα κάνει τους κύκλους της ανεμπόδιστη.
Κι εσύ θα μετράς και πάλι νεκρούς…

°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ GOOGLE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°