Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Λιάνη για τον Στέλιο Καζαντζίδη – ΦΩΤΟ

720_552642_5843dbf8fa-b950ac17b7c80f72

Το enikos.gr δημοσιεύει αποκλειστικά αποσπάσματα από το νέο βιβλίο του Γιώργου Λιανή, «Στέλιος Καζαντζίδης». Το νέο βιβλίο του Γιώργου Λιάνη είναι μια διαφορετική ματιά στο φαινόμενο Στέλιος Καζαντζίδης. Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και πρώην υπουργός αποτυπώνει όλα όσα έζησε τα 32 χρόνια που υπήρξαν φίλοι με τον Καζαντζίδη σε μια μοναδική έκδοση, μέσα από τις σελίδες της οποίας παρουσιάζονται γνωστές και άγνωστες πτυχές της προσωπικότητας της «φωνής της ρωμιοσύνης».

Διαβάστε το απόσπασμα από το βιβλίο:

Στα μέσα της δεκαετίας 1960-1970, η ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη σαρώνεται από τεκτονικούς σεισμούς. Καθαρά Δευτέρα του 1965, είναι η τελευταία του εμφάνιση σε νυκτερινό κέντρο. Στο κέντρο «Φαληρικόν» του Γιάννη Μαργωμένου. (Εμείς το γνωρίσαμε σαν «Κύτταρο», εκεί που τραγουδούσε ο Διονύσης Σαββόπουλος). Όταν σταμάτησε, ο Καζαντζίδης ήταν μόλις 34 ετών. Μεσουρανούσε και κέρδιζε το μεγαλύτερο νυχτοκάματο, με αμοιβή 5.000 δραχμές τη βραδιά. Ο δεύτερος μετά απ᾽ αυτόν τραγουδιστής, αμειβόταν με 1.000 δραχμές. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο μουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας, στον έκτο τόμο της Αυθεντικήςιστορίας του λαϊκού τραγουδιού, των εκδόσεων National Geographic, ουσιαστικά ο Καζαντζίδης αποχώρησε γιατί δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει ένα αμείλικτο, πολυπλόκαμο σύστημα διαπλοκής, που περιλάμβανε εταιρειάρχες, μαγαζάτορες και μπράβους της νύχτας. Τι ακριβώς είχε γίνει; Το περιγράφει ευστοχότατα ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ένας από τους έσχατους ρεμπέτες, στην Αυτοβιογραφία του. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου είναι ο ευεργέτης του Στέλιου Καζαντζίδη. Αυτός πρώτος, όπως είδαμε, του άνοιξε την Ωραία Πύλη, για να εισέλθει στη δισκογραφία. Ανταποδίδοντας τις οφειλές ο Καζαντζίδης, τον πήρε μαζί του, αρχές της δεκαετίας του 1960, για να βγάλουν ένα καλό μεροκάματο στην «Τριάνα του Χειλά», όπου τραγουδούσε μαζί με τη Μαρινέλλα.
552642_36b44ce51f-a1677795ff45bf31
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ: «Πήρα ένα ζόρικο μεροκάματο. Καθάρισε ο Στέλιος. Ήταν μαζί και η Μαρινέλλα. Αγάπες και λουλούδια τότε, αλλά που γρήγορα μαραθήκανε. Γιατί ο ένας από τους δύο δεν πρόσεχε. Γράφ’ το αυτό… Ένα βράδυ, ήρθαν στο μαγαζί κάτι μπράβοι, κάτι κουτσαβάκια, που είχαν κι αυτοί μαγαζιά κοντά μας. Ήρθαν αποφασισμένοι για με- γάλη φασαρία. Όχι μόνο να σπάσουν το μαγαζί. Αν χρειαζόταν, να κάνουν και έγκλημα! Ήτανε φορμαρισμένοι με πιστόλια όλοι τους! Μαζί τους και ο περιβόητος Βασίλης Πετρόπουλος, παλιός σκυλόμαγκας και μπράβος. Σωστός εγκληματίας. Ήτανε και 4-5 ακόμα, που δεν θυμάμαι τα ονόματά τους. Όλοι γνωστοί. Ζούνε. Με το μπάσιμο, σπάσαν όσα ποτήρια βρήκαν μπροστά τους, α- δειάσαν τα τραπέζια. Κάνανε μια πρόβα δηλαδή. Φαίνεται ήτανε “ματιασμένοι”. Κοτσάρανε την πρώτη θέση, κάθισαν εκεί και άρχισαν να βρίζουν μεταξύ τους δυνατά, για να ακούνε στο πάλκο. Εγώ παρακολουθούσα τη σκηνή από ένα διπλανό τραπέζι. Αυτοί φωνάξανε τον Χειλά κοντά τους και του είπαν ότι πρέπει να σταματήσει να τραγουδάει ο Καζαντζίδης και να φύγει από το μαγαζί! Ο Χειλάς, που δεν σήκωνε νταηλίκια, τους αντιστάθηκε, αλλά ένας απ᾽ αυτούς τράβηξε πιστόλι να σκοτώσει τον Χειλά. Αληθινή ιστορία λέμε, όχι τρίχες! Τότε σηκώθηκα από το τραπέζι μου και μπήκα στη μέση. Εμένα με σεβόντουσαν όλοι αυτοί. Με ακούγανε. Κι έτσι δεν έγινε κανένα φονικό καιέφυγαν ήσυχα-ήσυχα. Μετά από λίγο καιρό όμως, έφυγε κι ο Καζαντζίδης από το μαγαζί.
720_552642_5843dbf8fa-b950ac17b7c80f72
Βρήκε μια δικαιολογία και έφυγε. Ο Καζαντζίδης αυτούς τους έτρεμε!» Ποια ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι; Υπάρχουν πολλές εκδοχές. Η πιο λογική μου φαίνεται αυτή του Στέλιου: Ήταν μια Αγγλίδα που σχεδόν κάθε βράδυ ερχόταν στην «Τριάνα του Χειλά» να με ακούσει. Δυσφορούσα γιατί δεν ήθελα να χορεύουν όταν τραγουδάω. Η Αγγλίδα κρατούσε ένα μπουκάλι μαυροδάφνη στα χέρια της. Σε κάποια στιγμή, στο τσακίρ κέφι,έσπασε το μπουκάλι και το εκσφενδόνισε. Το είδα να περνάει ξυστά από το μάγουλό μου και να καρφώνεται στο σκηνικό. Παρά τρίχα δεν καρφώθηκε στο πρόσωπό μου. Αυτό ήταν! Σταμάτησα, μπήκα μέσα στο καμαρίνι, κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και είπα: «Μέχρις εδώ ήταν». Άλλα όνειρα είχα. Να τραγουδάω άνετα. Να ψαρεύω. Να έχω τη γυναίκα μου στο πλάι και το ξενύχτι για μένα δεν ταίριαζε. Ούτε τα ποτά, ούτε τα νταβατζιλίκια. Μήπως θα έπαιρνα τίποτα μαζί μου; Γι᾽αυτό και δεν ξανατραγούδησα». (Συνέντευξη στον Φρέντυ Γερμανό, το 1981). Και σε μένα όμως, ο Στέλιος Καζαντζίδης είχε εξηγήσει με διαφορετικό τρόπο τους λόγους αποχώρησής του από τη νύχτα. Επέμενε ότι οι συνθήκες μέσα στα μαγαζιά ήταν άθλιες. Όχι μόνο γιατί κινδύνευε η σωματική σου ακεραιότητα, αλλά και για πολλούς άλλους, εξίσου σοβαρούς για τον Καζαντζίδη, λόγους.
552642_54f0d3fbc7-a312c57f58e17ede
Γιωργολιάνη, ο τραγουδιστής θα πρέπει να κοιμάται τουλάχιστον 8 με 10 ώρες τη μέρα, για να ξεκουράζεται η φωνή του. Κι αμέσως μετά, θα πρέπει να έρχεται σε καθημερινή βάση σε επαφή με τον κόσμο. Αλίμονο αν ο τραγουδιστής αποκοπεί από τον κόσμο. Και μάλιστα, ένας τραγουδιστής σαν κι εμένα, που ασχολείται μόνο με το λαϊκό, θα ᾽πρεπε να ζει μέσα στο λαό. Όλα τα άλλα που βλέπεις, οι αυτοκινητάρες, οι χιλιάρες μηχανές, τα Aρμάνι κοστούμια, αυτά δεν είναι απαραίτητα στον λαϊκό τραγουδιστή. Ή είσαι ή δεν είσαι. Εγώ ήθελα –και πάντα είχα– ένα κανονικό σπίτι, είτε στην Πεύκη, είτε στη Νίκαια. Να παίρνω ψωμί από τον ίδιο φούρνο με τους γείτονες. Είχα και ένα Χοντάκι 8 ίππων να πηγαίνω στη θάλασσα. Αυτή ήταν η καθημερινή μου ζωή. Και τα άθλια περιοδικά γράφανε για μια βιλάρα στον Άγιο Κωνσταντίνο! Ήταν μια «βίλα» από ελενίτ και για να μην την σηκώνει ο αέρας, όταν φουρτούνιαζε ο Ευβοϊκός, έβαζα επάνω τσιμεντόλιθους. Αυτή ήταν η βίλα μου!
552642_54f0d3fbc7-a312c57f58e17ede
Μπορώ να βεβαιώσω μέχρι κεραίας τα λεγόμενά του, γιατί έχω συνεπίκουρο τον πιο καλό μου φίλο, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Στο δικό του βιβλίο Εν αρχή ην ο Καζαντζίδης, εντυπωσιασμένος σχολιάζει: Έχω βρεθεί σε σπίτια αρκετών τραγουδιστών. Δείχνουν ότι ξοδεύτηκε πολύ χρήμα για να κτιστούν, επιπλωθούν, διακοσμηθούν και στολιστούν. Το σπίτι του Καζαντζίδη στην Άνω Πεύκη, είναι ένα κανονικό διαμέρισμα, που θα μπορούσε να το έχει ο κάθε Έλληνας και ο κάθε μικροαστός, που λογαριάζει τη ζωή του τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι. Ούτε χαλιά, ούτε πίνακες, ούτε πορσελάνες. Ένα τζάκι στο βάθος, που καίει αδιάκοπα, μια κιθάρα κι ένα τάβλι. Αυτά ήταν τα μόνα πράγματα που τράβηξαν την προσοχή μου.
552642_54f0d3fbc7-a312c57f58e17ede
Είναι αληθές ότι πάνω από εκατό τραγούδια του Καζαντζίδη είναι γραμμένα για τις πίκρες και τους καημούς της ξενιτιάς. Για την «κακούργα μετανάστευση». Αλλά αυτό, δεν ήταν θέμα μόνο της εποχής του Καζαντζίδη. Ούτε και είναι μόνο ελληνικό ζήτημα. Είναι θέμα από τότε που άρχισαν στη Γη τα ταξίδια με τα μεγάλα καραβάνια. Αυτά οδήγησαν έθνη, λαούς, φυλές και μειονότητες, σε όλα τα μέρη του κόσμου. Οι άνθρωποι αυτοί κουβαλούσαν όχι μόνο τον νόστο της επιστροφής, αλλά την ανάγκη να εκφράσουν τον πόνο τους, για τα εγκαταλελειμμένα χωριά τους, τις εγκαταλελειμμένες πόλεις, τις χαμένες γειτονιές, τη φύση. Όλοι είχαν παρηγοριά κι απάγκειο το τραγούδι. Στις αρχές του περασμένου αιώνα, από το 1900 έως το 1920, μέσα σε μια εικοσαετία περίπου, πάνω από 320 χιλιάδες Έλληνες ηλικίας 15 έως 50 ετών έφυγαν για την Αμερική. Στη συντριπτική τους πλειονότητα, εργάτες και γεωργοί. Ένα άλλο μεγάλο μέρος Ελλήνων, τις δεκαετίες 1950 και 1960, έκανε το ίδιο άλμα, κυρίως προς την Κεντρική Ευρώπη. Η Δυτική Γερμανία έσφυζε από Έλληνες μετανάστες. Τα τρένα ήταν πάντα γεμάτα. Οι κουλτούρες που ανέπτυξαν αυτές οι ελληνικές μειονότητες, είχαν πυρηνικό στοιχείο τους το τραγούδι. Μόνο που στην Αμερική βρήκαν μια χώρα με πολύ εξελιγμένη τεχνολογία και εκεί έγραψαν και πρωτογενείς, δικές τους δημιουργίες, ενώ στη Δυτική Ευρώπη εισήγαν τους δίσκους από την Ελλάδα ή τους κουβαλούσαν μαζί τους, μέσα στις βαλίτσες, σαν εικονίσματα. Στην Αμερική υπήρχαν καλλιτέχνες, υψηλού επιπέδου. Στη Γερμανία, στο Βέλγιο χρειαζόταν να πάνε Έλληνες. Και πρώτος στη λίστα, ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης.
552642_54f0d3fbc7-a312c57f58e17ede
Οι δισκογραφικές εταιρείες στην Αμερική ήταν πολύ σοβαρές και έκαναν άρτιες δουλειές. Οι ελληνικές δισκογραφικές εταιρείες, ως συνήθως, έπαιζαν τον ρόλο του «προστάτη» σε ό,τι κυκλοφορούσε στη Γερμανία και στο Βέλγιο. Μόλις αντιλήφθηκαν ότι οι μετανάστες είχαν τον δίσκο εξίσου αναγκαίο με το ψωμί, οργίασαν. Στήθηκε ολόκληρη βιομηχανία, που απομυζούσε την ανάγκη που πήγαζε απ᾽ αυτό το μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα. Γράφτηκαν πάμπολλα τραγούδια, που τα ζητούσαν οι ίδιες οι εταιρείες από τους δημιουργούς, συνθέτες και τραγουδιστές.

°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ GOOGLE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°









πηγη