Το Παγωμένο Βλέμμα Των Πορτρέτων

il_fullxfull-201150874

Σπάνε τα τζάμια απόψε, από αίθουσες πού κάποτε έσφιζαν από ιερές φωνές ποιητικών στίχων και μουσικές ταπεινές.

Έρημες αίθουσες  γιατί οι ψυχές που φεύγουν παίρνουν και τις φωνές μαζί, κι ο ήχος μοιάζει σαν αυτό στις χορδές μιας ισπανικής κιθάρας που τα δάχτυλα του κιθαρίστα σέρνονται με την αργή κίνηση του θανάτου του πάνω τους.

Πετούν οι ψυχές απόψε και με μπερδεύουν τα βλέμματα στα πρόσωπα από τα κρεμασμένα πορτρέτα.

Δεν έφερες τα τρία κίτρα της πόλης μου λένε, βασιλόπουλο της πεντάρας. Μα εγώ δεν ήμουνα ποτέ βασιλόπουλο τους λέω. Και μιλώ μαζί τους φτιάχνοντας το σκηνικό της συντροφιάς μέσα στο σκοτεινό μεγαλείο μιας θανατικής επίσκεψης.

Φοβάμαι πως θα μπερδέψω τα λόγια στις γριές μάγισες κι εκείνες θα με φορτώσουν κατάρες…. Θα χαθώ στα βουνά και το χιόνι θα μου σβήσει τη μνήμη. Δεν θα γυρίσω ποτέ μες στο δωμάτιό μου…. έτσι κι αλλιώς κάποια στιγμή θα φύγω στ’ αλήθεια.

Ένα παιδί μικρό ήμουνα και έπαιζα πετώντας πέτρες στα κεραμίδια του μικρού σπιτιού, χαζεύοντας το καπνό από τη καμινάδα που έστελνε τη ζεστασιά στον ουρανό. Παρακαλούσα να ζεστάνει τόσο πολύ τον ουρανό, να ζεσταθώ κι εγώ. Μια μικρή πέτρα μπήκε στη καμινάδα και πέφτοντας στο τζάκι της μοναχικής γριάς, της έσπασε του τσουκάλι. Κι αυτή με καταράστηκε. Και είδα τα χέρια μου να γίνονται μαύρα, είδα το σώμα μου να σκουραίνει.

Μα ο ουρανός έγινε πιο κρύος ακόμα κι εγώ τραβούσα τα μανίκια να τα φτάσω μέχρι τα δάχτυλα των παγωμένων χεριών μου…. Η κατάρα της με έστειλε μέσα στην απόλυτη κακία των κατοίκων της πόλης. Κι ο χειμώνας κρύωσε απότομα την παιδική μου ψυχή….

Μόνη της στο σπίτι ήταν η γριά. Δεν ήθελε ένα παιδί να της φτιάχνει το τσάι. Ήθελε ένα παιδί να το στείλει στη περιπέτεια και στο μίσος των ανθρώπων. Στο πιο σκοτεινό σημείο του παραμυθιού.

Δεν ήθελε ένα φτωχό και άκακο κουασιμόδο. Υποταγμένο στη μυστήρια κακία της. Στη πιο διεστραμμένη φαντασίωση. Στη κατάρα της…

Πάγωσε απόψε το κορμί μου με τη ξαφνική παγωνιά που απαξίωσε τα πολύχρωμα καλοκαιρινά μου ρούχα. Τι όμορφα που ήταν τα μπλουζάκια μου στη θάλασσα το καλοκαίρι…. Τι όμορφα τα κοντά παντελόνια με τις μεγάλες τσέπες που χωρούσαν τόσα πράγματα…τόσα πολύχρωμα βότσαλα και τόσα κοχύλια…

Τώρα τα ρούχα αυτά δεν προσφέρουν τίποτα. Το κρύο εξουδετερώνει κάθε ομορφιά κάθε πολύτιμη προσφορά και η παγωνιά με αρρωσταίνει και με σκοτώνει…. Κρυώνω…. Τα ξύλα δεν ανάβουν χωρίς μια φλόγα που θα τα αγγίξει και η φλόγα χάνεται στα ειρωνικά βλέμματα των παγωμένων προσώπων … των κρεμασμένων πορτρέτων…..

Καθρεφτίζονται κοιτάζοντας το ένα το άλλο και κοροϊδεύουν τους πάντες. Σαν αθάνατοι γίγαντες φαίνονται στα μάτια μου, που περπατούν από τοίχο σε τοίχο και μεταφέρονται με προσοχή από σπίτι σε σπίτι όταν ο θάνατος αλάξει τους ιδιοκτήτες τους.

Νοικιασμένοι γίγαντες. Αθάνατοι με την ευλογία της αιώνιας τέχνης…. Γέννημα κάποιου ζωγράφου το καθένα  που τ όνομά του γράφτηκε με προσοχή στην ιστορία. Δεν κλαίνε στις κηδείες, αλλά χαίρονται που θα αλλάξουν αφεντικά. Χαίρονται που θα μάθουν ιστορίες καινούργιες από πρόσωπα που μέχρι χθες δεν τα γνώριζαν. Θα μάθουν μυστικά, απ τις ζωές των φθαρτών και φθαρμένων ανθρώπων, που θα συζητούν αμέριμνοι στα καθίσματα των δωματίων .

Ένας ήχος ακούγεται, κάτι σαν χτύπημα πόρτας αυτό το χαρακτηριστικό τακ τακ, αλλά δεν είναι η πόρτα είναι τα πορτρέτα που με τις δονήσεις του σεισμού ηχούν κτυπώντας στους τοίχους και επικοινωνούν από δωμάτιο σε δωμάτιο ή από σπίτι σε σπίτι. Είναι η ώρα που τα πορτρέτα μιλούν μεταξύ τους και καταστρώνουν τα σατανικά τους σχέδια για το δικό μου ίσως αφανισμό.

Με στέλνουν στην όχθη ενός ποταμού να νιώσω το φόβο και το θάνατο. Λευκό και διάφανο φόρεμα στου φεγγαριού το φως η μάνα μου φοράει και  με φωνάζει με γοερή φωνή στης νύχτας την υπόλοιπη ησυχία…. Κι οι χωριανοί δεν κλείνουν μάτι γιατί γνωρίζουν πως η φωνή αυτή είναι η φωνή της φόνισσας μάνας…

Γυναίκα των δακρύων, του μύθου, είμαι ο γυιός σου ο πνιγμένος στη κύτη του ποταμού. Για σένα γράφτηκε ο μύθος, μα εγώ θυσιάστηκα. Εγώ κι ο αδελφός μου. Και τώρα το φέρετρο είναι μικρό και ανοιχτό, για να βλέπω με τα ακίνητα μάτια τον ουρανό για πάντα όπως ένα πορτρέτο ατενίζει τον απέναντι τοίχο.

Τρέμω στην ιδέα πως η κινούμενη φλόγα του κεριού δίνει κίνηση σατανική στο πορτρέτο που με κοιτάει με επιμονή. Θέλω να σβήσω τη φλόγα αλλά δεν τολμώ γιατί σκέφτομαι το απόλυτο σκοτάδι που θα μου φέρει περισσότερη ανασφάλεια και φόβο.

Βλέπω το λευκό χρώμα στα μάτια του και αυτό το κατάλευκο χρώμα μου σημαδεύει τη καρδιά σαν δυο όπλα που οι κάνες τους αγγίζουν τη φαντασία μου στο σκηνικό που ετοίμασα κρυμένες πίσω από ένα αραχνούφαντο πέπλο, σκιές που γέννησαν σκιές στον εσωτερικό χωρο.

Η πλάτη μου παγώνει και δεν τολμώ να γυρίσω να δω το άλλο πορτρέτο, το πρόσωπο που με κοιτάει επίμονα. Δεν τολμώ να αντικρύσω το λευκό των ματιών του και εκείνο το περίεργο ύφος που σαρκάζει την ύπαρξή μου.Το αισθάνομαι όμως να μου ακουμπά τη πλάτη και να με παγώνει το φύσημα του φόβου.

Σαν το άγριο άλογο που πέρασε και με το καλπασμό του σκότωσε άθελά του… τι λέει ο μύθος…. Μαρία η πιο όμορφη που παραζάλισε το πλούσιο ταξιδευτή… Κι εκείνος έζησε ρουφώντας τη νιότη της σταγόνα σταγόνα μέχρι που βαρέθηκε….το στεφάνι .  Αδιάφορος γι αυτή ταξίδεψε χωρίς αντίο και γύρισε και πάλι αδιάφορος να δει μόνο τα παιδιά του. Μα η ζήλια της Μαρίας ήταν πιο πάνω κι απ’ την αγάπη των παιδιών…. Δεν φούσκωσε το ποτάμι, δεν άστραψε και δεν έπεσε ο κεραυνός. Μόνο τα χέρια της μάνας έσπρωξαν τα δυο παιδιά μες στο θολό νερό….. κι εκείνη αμέσως έγινε φωνή απόγνωσης…. Και μπήκε να τα σώσει …. Και πνίγηκε κι αυτή στην νύχτας το τελείωμα…. Δεν πνίγηκε από τα θολά νερά του ποταμού…. Μα από τα δάκρυά της  πνίγηκε….

Και τα πορτρέτα σιωπούν κρατώντας το μύθο μακριά από τα παιδιά….

Μα οι μεγάλοι όλοι λένε πως είναι αλήθεια….

Σαν στο καθρέπτη που καθρεπτίζεται η ομορφιά των λυμένων μαλλιών της είδα το ίδιο χέρι να με σπρώχνει στης νύχτας την άγνωστη συνέχεια.

Κλειστά παράθυρα να μην ακούω την ανάσα των χωρικών. Να μη βλέπω  το έξαλλο φάντασμα στις όχθες να πλημμυρίζει το ποτάμι με δάκρυα. Δεν ήθελα να βλέπω τα φρύδια της να μαρτυρούν τη μαχαιριά στη πλάτη του πατέρα μου.

Δεν ήθελα να βλέπω το πιο γλυκό και όμορφο πρόσωπό της να κάνει συμφωνία με το διάβολο…. Λα Γιορόνα (La Llorona) ψιθύρισα, Γυναίκα των δακρύων

Στέγνωσαν οι σκέψεις μου. Σαν τις στεγνές από δάκρυα ρυτίδες των πορτρέτων.

Μα τελικά γιατί να μην είμαι ένα γέννημα ενός ζωγράφου κι εγώ, γιατί το ύφος μου να αλλάζει από στιγμή σε στιγμή, γιατί να είμαι ένας άνθρωπος καταραμένος βγαλμένος μέσα από τα παλιά παραμύθια. Γιατί να μην ήμουνα ένα γενναίο βασιλόπουλο. Κοιτάζω τα χέρια μου. Μαύρα δεν ξεχωρίζουν στο σκοτάδι. Είμαι ένα μαύρο παιδί, που κουβαλάω στους ώμους όλη τη κακία του κόσμου.

Οι σεισμικές δονήσεις δυναμώνουν κι ένας καθρέφτης στο βάθος του σκοτεινού διαδρόμου πέφτει και σπάει…. Και τότε ο τρόμος με κυριεύει ακόμα και στη ψυχή. Ο τοίχος είναι κόκκινος σαν το αίμα και πάνω του διακρίνω στο λιγοστό φως απ το τρεμάμενο κερί ένα μαύρο τεράστιο αγγυλωτό σταυρό….

Τα πορτρέτα αποκαλύπτουν την αλήθεια…. Γιαυτό τα βλέμματα είναι στραμένα στο τοίχο της εισόδου, εκεί που ο κρεμασμένος καθρέφτης σκέπαζε το φασισμό….

Είμαι ένα ανήμπορο, να τρέξω, παιδί…. Η κατάρα της γριάς μου δένει τα πόδια κι ο δαίμονας δεν με αφήνει να σηκωθώ…. Πλησιάζω τα χέρια μου στη φλόγα του κεριού για να τα ζεστάνω μα η φλόγα γίνεται φωτιά για να με κάψει. Αποτραβιέμαι γρήγορα και πάλι γίνεται κερί που καίει. Πλησιάζω πάλι για δεύτερη φορά τα χέρια μου τα παγωμένα για να τα ζεστάνω μα πάλι η μικρή φλόγα γίνεται πύρινη γλώσσα και θέλει να με κάψει….

Κρυώνω.

Και οι φωνές από τα σπίτια τα άλλα είναι δυνατές και εχθρικές…. Λες κι έσπασαν κι άλλοι καθρέπτες απόψε…. Σε κάθε σπίτι και μια κατάρα…. Σε κάθε σπίτι το μίσος…. Και τα πορτρέτα γι αυτό έχουν σαστίσει με τα βλέμματα καρφωμένα πάντοτε στους απέναντι τοίχους…. Πόσο δυνατοί μύθοι ορίζουν τη ζωή μου…. πόσες κατάρες και πόσο μίσος…

Πόσο πολύ, δεν είμαι ελεύθερος.

Με κυνηγούν οι φωνές, οι αναμένες δάδες, οι ιαχές των δολοφόνων, οι λάμες των μαχαιριών που αντανακλούν τις φλόγες στα σαστισμένα από το φόβο μάτια μου.

Τι περίεργη βραδυά…. Πως είναι δυνατόν να ξημερώσει…. Όταν το αίμα έβαψε το τοίχο…. όταν το μίσος φώλιασε στα σπίτια…. Όταν η κατάρα ….ειπώθηκε για να με βασανίζει…. Ακόμα και πνιγμένο μέσα στα θολά νερά του ποταμού…. Ή πάνω στο βουνό με την ομίχλη να μου κρύβει το δρόμο….

Ένα πρόσωπο έχω κι εγώ, με σκέψεις και ρυτίδες βαραίνει και στρέφεται στο πάτωμα. Πόσο πιο χαμηλά.

Εκεί που η ντροπή τον άνθρωπο προστάζει να σκύψει.

Πόσο μίσος κρύβεται πίσω από τους τοίχους που δεν το βλέπω.

Αυτό το μίσος που μόνον τα πορτραίτα διαισθάνονται. Γι αυτό παγώνει το αιώνιο βλέμμα τους.

http://dimitrismanousakis.wordpress.com/