Επαιρνα το αυτοκίνητό μου, έβαζα την αγαπημένη μου κασέτα κι οδηγούσα κλαίγοντας ώς το Σούνιο

cebdcf84ceb9cebdcebfcf80cebfcf85cebbcebfcf83-ceb1cf81ceb8cf81cebf-ceb2ceb5cebdceb9ceb6ceb5cebbcebfcf83-ceb1cebaceb7cf83

«Θέλω ένα «καλάβι» από τον Αγιο Βασίλη», της είπε ο εγγονός της και εκείνη το “βαλε σκοπό να του το βρει. «Ενα καράβι συναρμολογούμενο», μου εξηγεί η Τζένη Βάνου και λάμπει ολόκληρη για τη «χαρά» της όπως ονομάζει τον μικρό Βασίλη. Για τη συνέντευξη ήταν απρόθυμη: «Μα δεν κάνω κάτι, τι να πω;» απόρησε με το τηλεφώνημα λίγες ημέρες νωρίτερα. Αυτό ακριβώς είναι το θέμα. Η ίδια δεν έκανε τίποτε, αλλά το Ιντερνετ έκανε πολλά για εκείνη. Ολόκληρες συζητήσεις για τις ερμηνείες της γύρω από τον έρωτα. «Σ” αγαπώ», «Αν είναι η αγάπη αμαρτία», «Σε βλέπω στο ποτήρι μου», «Αγόρι μου», «Η σκλάβα σου», συγκρίσεις με τις καινούργιες εκτελέσεις (που δεν την ξεπέρασαν), τα εξώφυλλα των βινυλίων της, οτιδήποτε την αφορά. Μια ολόκληρη εποχή του ελαφρού τραγουδιού κι ας το αγνοεί η ίδια.

Η κυρία Βραχνού, όπως ήταν το επίθετό της πριν τη βαφτίσει Βάνου ο Γεράσιμος Λαβράνος, «Τζένη» ή «Τζενάκι» όπως τη φωνάζουν στη Νέα Σμύρνη, με την τεχνολογία δεν τα πάει καλά. Ούτε καν με το τηλέφωνο. Οι ώρες της περνούν στο διαμέρισμά της στο δρομάκι της Β. Σοφίας όπου περνάει τον χρόνο της, όταν δεν πάει στο μίνι μάρκετ που άνοιξε με τον γιο της, λίγο πιο κάτω στην οδό Βυζαντίου. Ούτε τηλεόραση βλέπει πολύ. «Με την τρόικα και τα μνημόνια στεναχωριέμαι». Μόνο με το «Kismet» ξεχνιέται. «Πολύ κλάμα», της λέω και μου απαντά με κάτι που γνωρίζει καλά: «Το κλάμα είναι λύτρωση. Στις εποχές αυτές καλύτερα να κλαίμε με το τούρκικο σίριαλ παρά για τα χάλια μας».

Εχω περάσει απόρριψη και κακοποίηση

- Το γνωρίζετε ότι το ρεπερτόριό σας έχει γίνει μέρος κάθε προγράμματος σε πίστες και σκηνές;

- Από παλιά έλεγαν πως αυτοί που δίνουν μεροκάματο στους νεότερους συναδέλφους τους είναι η Βάνου και ο Πουλόπουλος. Είπα δύσκολα τραγούδια. Τραγούδια που «έκαιγαν» τις φωνές. Επειδή η φωνή μου είχε εύρος, πολλοί συνθέτες και μαέστροι ήθελαν να παίξουν μαζί της. Χαίρομαι βέβαια γιατί άφησα και ορισμένα διαμάντια. Πάντως, επειδή μιλάμε γι” αυτά τα τραγούδια που λέγονται και ξαναλέγονται, η επανάληψη δεν παύει να είναι ρέπλικα. Στα αυτιά του κόσμου συνήθως μένει η πρώτη εκτέλεση. Ο κόσμος με ταύτισε μαζί τους αν και δεν ήμουν εγώ η δημιουργός τους. Ημουν ένα εκτελεστικό όργανο, απλώς είχα ψυχή.

- Ξέρετε τι συμβαίνει για σας στο Διαδίκτυο; Οτι οι εικοσάρηδες γνωρίζουν τα τραγούδια σας;

- Μου το λένε τα παιδιά μου. Η κόρη μου ασχολείται περισσότερο. Ο γιος μου έχει το μαγαζί και δεν προλαβαίνει. Στην αρχή πήγαινε καλά. Από την ώρα που εισέβαλε το ΔΝΤ, παγώσαμε και μεις. Ο κόσμος για 30 λεπτά φτηνότερα μπορεί να πάει δυο χιλιόμετρα να βρει σούπερ μάρκετ.

Στο μίνι μάρκετ

- Εσείς βοηθάτε στο μίνι μάρκετ;

- Πηγαίνω όσο μπορώ, αλλά τον τελευταίο καιρό πέσανε τα φτερά μου. Επιπλέον δεν τα πάω καλά με την τεχνολογία. Πάντα είχα αυτό το πρόβλημα. Εδώ μια απλή κασέτα δεν ηχογραφούσα για να τη δώσω στον μαέστρο, όταν αλλάζαμε τα προγράμματα στα κέντρα. Είχα βέβαια και τα παιδιά μου. Πολλοί λένε πως είμαι φευγάτη. Εγώ λέω ονειροπόλα και συναισθηματική. Ουμανίστρια μέχρι το κόκαλο.

- Ο Ζαμπέτας κάποτε μου είχε πει «μη στέκεσαι στον λυγμό της, είναι αντράκι».

- Αντράκι γιατί ξεπέρασα τα δύσκολα, απόρριψη και κακοποίηση. Ομως, οτιδήποτε κι αν περνούσα, έπαιρνα το αυτοκίνητό μου, έβαζα την αγαπημένη μου κασέτα κι οδηγούσα κλαίγοντας ώς το Σούνιο, μονολογώντας: «εμένα δεν θα με αφήσει ο Θεός». Εγώ δεν ήμουν Σκάρλετ Ο” Χάρα «αύριο θα έρθει μια καινούργια ημέρα». Απλώς θεωρούσα απίθανο να με ξεχάσει ο Θεός. Η πίστη είναι βάλσαμο.

- Ετσι ατσαλωθήκατε;

- Από παιδάκι. Ο χωρισμός των δικών μου δεν ήταν καλός. Εμενα στην αρχή στη γιαγιά. Τη λάτρευα. Ημουν πέντε χρόνων όταν ο θείος μου με έβρισε: «Ανάθεμα τη μάνα σου που σε άφησε για τον γκόμενο». Ο πατέρας ήταν κύριος, αλλά τα λόγια του αδερφού του στάθηκαν εγκληματικά. Ακόμη με τρώει εκείνη η απόρριψη κι ας επιστρατεύω τη λογική. Δεύτερη κόλαση ήταν η μητριά μου. Με έβαζε να κάνω βαριές δουλειές πριν φύγω για το σχολείο κι εγώ ήμουν παιδάκι.

- Η γιαγιά σάς προστάτευε;

- Ημουν η 19η εγγονή της κι εκείνη ήταν φύλακάς μου. Οταν έμαθε τι συμβαίνει -θυμάμαι ετοιμαζόμασταν για τα κούλουμα- έφτασε από τον Βύρωνα και βούτηξε από τα μαλλιά τη μητριά μου. Ολα αυτά ήταν σοκ. Εκτοτε έμαθα να μην ανακυκλώνω τι συμβαίνει κι αποφάσισα να μην ξαναμιλήσω για όσα κακά ζούσα. Στα δώδεκα δεν άντεξα, κατάπια 50 κινίνα.

- Δεν μιλάτε για τη μητέρα σας.

- Στην αρχή απαγορευόταν να τη δω. Υστερα πέσανε οι δικηγόροι, ήρθαμε κοντά. Ξέρεις, καμιά ερωτική απόρριψη δεν είναι μεγάλη όσο εκείνη της μάνας. Νόμιζα ότι δεν με αγαπούσε. Γι” αυτό, από την ώρα που έγινα μάνα, δεν άφησα τα παιδιά μου. Ούτε καριέρες στο εξωτερικό ούτε τίποτα. Δική μου η ζυγαριά δική μου και η απόφαση. Ξεροκέφαλη με κατηγορούσε ο πατέρας μου. Ημουν και υπερβολικά υπερήφανη. Αρρωστο ελάττωμα.

- Σας δημιούργησε προβλήματα;

- Εγώ τα προκάλεσα. Τα παιδιά μου για παράδειγμα έχουν ωραίες φωνές. Ο γιος μου που ασχολήθηκε για λίγο ήθελε να συνεχίσει. Η κόρη μου προτίμησε να γίνει καθηγήτρια Αγγλικών. Στα λέω αυτά για να δεις ότι ποτέ δεν τα βοήθησα ζητώντας κάτι. Θα μπορούσα να πάρω τον μέντορά μου τον Πλέσσα κι όσους συνεργάστηκα. Αλλά η περηφάνια βλέπεις… Οταν πρωτάκουσα την κόρη μου συγκινήθηκα, της είπα «τραγουδάς όμορφα, θα ήθελα λίγο περισσότερη καρδιά». Μου απάντησε: «Εγώ δεν πέρασα όσα έζησες εσύ. Με μεγάλωσες σαν πριγκίπισσα».

- Ολα άρχισαν από το ραδιόφωνο.

- Με τις πλάτες της μανούλας μου. Εκανα φροντιστήριο για να μπω στο Φυσικομαθηματικό που φιλοδοξούσε ο πατέρας μου. Ζητούσα να πάω στο ωδείο, αλλά ήταν αυστηρός: «Δεν θα σου δώσω τα εφόδια της πόρνης». Ο δημοσιογράφος Γ. Κολοκοτρώνης που με άκουσε στης μητέρας μου, με σύστησε στον Πλέσσα. Υπέβαλα τα χαρτιά μου στη Ραδιοφωνία, πέρασα από εξετάσεις ανάμεσα σε 170 και ξεκίνησα στο ραδιόφωνο. Υστερα βουτιά στη μεγάλη ορχήστρα. Καπνίσης, Μουζάκης, Μωράκης… Συνεργάστηκα με όλους χωρίς να έχω δική μου δισκογραφία. Εκεί με άκουσε ο Βάσος Σεϊτανίδης, αλλά με είχε ακούσει και ο μπαμπάς μου. Γυρίζοντας με περίμενε η βαλίτσα έξω από την πόρτα. Οπότε επίσημα πήγα στη μητέρα μου. Πήγα όμως και στο «Τζάκι» στη Ρηγίλλης, αντικαθιστώντας τη Μούσχουρη όταν έφυγε για το μεγάλο βήμα στην Ευρώπη.

- Φτάσατε όμως και στη «Νεράιδα».

- Στο «Τζάκι» ήρθε ο Χιώτης με τη Λίντα και μου πρότειναν να συνεργαστούμε στη «Σπηλιά του Παρασκευά». Πήγα, αλλά έφυγα γρήγορα για προσωπικούς λόγους. Λίγες μέρες πριν, ήρθαν στο μαγαζί η Μπελίντα που την αγαπούσα πολύ, ο Κατσαρός και η Παμέλα που είχε τη Νεράιδα. Ολοι μιλούσαν για την «ουράνια φωνή». Μόνο αυτή μου είπε: «Δεν ντρέπεσαι να δουλεύεις σε τέτοιο μαγαζί; Εσύ είσαι για την Νεράιδα». Πήγα και έμεινα οκτώ χρόνια.

Ο Πλέσσας, ο Χατζιδάκις, η Παπαρίζου…

- Τραγουδούσατε τα πάθη σας;

- Κάθε τραγούδι που είπα το ένιωθα σαν τρίλεπτο μυθιστόρημα με πρωταγωνίστρια εμένα. Η δουλειά αυτή δεν μου άρεσε ποτέ. Μισούσα την προετοιμασία της. Δεν ήμουν ποτέ κοκέτα. Μόνο όταν άρχιζε το τραγούδι άλλαζα. Αυτό ήταν έρωτας.

- Υπάρχει διαφορετικός τρόπος να τραγουδηθεί ο έρωτας;

- Οταν άρχισα όλοι μου λέγανε «μπράβο παιδί μου», «μπράβο αηδόνι». Ο μέντοράς μου όμως, ο Μ. Πλέσσας, τίποτα. Εσπαγα το κεφάλι μου τι κάνω στραβά. Ενα βράδυ μου ζήτησε να μάθω ένα τραγούδι για να το ακούσουν ο Πρετεντέρης, ο Οικονομίδης, ο Σακελλάριος. Το μαθαίνω σε 2-3 λεπτά, όμως όπως το έπαιζε, έκανε μια κακοχορδία στο πιάνο και νευριασμένος -αν και ποτέ δεν θύμωνε- μου φώναξε: «θα μάθεις να τραγουδάς». Μπήκα τρία μέτρα στη γη. Το ξανάπα αλλά δεν μπορούσα να συνέλθω από τον λυγμό. «Επιτέλους, αναρωτιόμουν πότε θα βγάλεις την καρδιά που έχεις μέσα σου». Είχε δίκιο. Τραγουδούσα τέλεια αλλά χωρίς ψυχή. Ετσι έγινε το «Ποιος το ξέρει» που έπειτα είπε ο Χορν.

- Ζηλέψατε τραγούδια άλλων;

- Ολα του Χατζιδάκι. Μου αρέσουν και του Αντώνη Βαρδή. Από τα νέα παιδιά, σαν συνθέτης όμως, ο Χατζηγιάννης. Και ο Θεοφάνους. Τραγουδίστρια της καρδιάς μου είναι η Αλεξίου. Μου αρέσει η Αννα Βίσση που είναι σωστή φωνητικά και βρίσκω θεϊκή την Ελενα Παπαρίζου.

Υπάρχει αγένεια στη διασκέδαση

- Σε τι διαφέρει η σημερινή διασκέδαση από εκείνη;

- Τότε ήταν ψυχαγωγία, αγωγή στην ψυχή, τώρα είναι διασκέδαση. Υπήρχε σεβασμός, τώρα αγένεια. Ο κόσμος άκουγε. Τώρα ανεβαίνουν στην πίστα, σε αγγίζουν, τραγουδούν μαζί σου. Οσο κι αν υπερυψώνονται οι πίστες, σκαρφαλώνουν για να χορέψουν με τον τραγουδιστή. Με το ζόρι. Γιατί όπως είπε σωστά ο Νταλάρας, «παλιά ακούγανε, τώρα βλέπουν».

- Το διαζύγιό σας συνέπεσε με τον θάνατο του ελαφρού τραγουδιού.

- Ενα ακόμη σοκ. Τότε με έσωσε ο φίλος Τόλης Βοσκόπουλος. Με βρήκε στην Πανεπιστημίου να κλαίω. Εποχές τραγικές, που μου έδινε η μητέρα μου να πάρω γάλα για τα παιδιά μου. Μου είπε «θα πεις λαϊκό». Εγώ τραγουδούσα 11 χρόνια, αλλά σε διαφορετικό δρόμο. Το σνόμπαρα το λαϊκό. Λάτρευα την τζαζ. Ετσι, μου έγραψε το «Αγόρι μου» και με επέβαλε, γιατί δεν με ήθελε ο Μάτσας.

- Πενήντα χρόνια στο τραγούδι κουραστήκατε;

- Το τραγούδι δεν κόβεται. Ο τραγουδιστής αισθάνεται μισακός αν το κόψει. Αν βρω ένα καλό μαγαζί, βγαίνω και τώρα. Μια μπουάτ, βρε παιδί, μια κοσμική ταβέρνα. Εκεί σε σέβονται.

- Κάνατε λάθη;

- Υπερβολικά πολλά. Κυρίως για τους χώρους που πήγαινα. Με κατηγόρησαν για πολλά. Οτι δεν διάλεγα. Οταν έχεις ανάγκη δεν διαλέγεις. Πήγαινα σε όποιον έκανε πρώτος πρόταση. Δεν μπορούσα να ανεβάζω κασέ ούτε να αθετώ τον λόγο μου. Ημουν σπάταλη. Για λούσα δεν ξόδευα, πάθη με αλκοόλ και χαρτιά δεν είχα, όμως πώς τα χαλάω τα λεφτά μου ακόμη δεν ξέρω. Ισως είναι το DNA μου. Λεφτά δεν μάζεψα.

- Πώς θα περιγράφατε τη ζωή σας;

- Eίμαι ένα δυνατό μελό. Ομως δεν βγήκε δεύτερη Βούρτση για να το παίξει…   ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ