Μεγαλώνοντας με τον Σάκη Μπουλά.

ce15d-112

Επιτρέψτε μου παρακαλώ να διατυπώσω με τον δικό μου τρόπο μερικές αναδρομικές σκέψεις με αφορμή τον θάνατο του συμπαθούς καλλιτέχνη.

Τον Σάκη Μπουλά δεν τον γνώρισα, ούτε ξέρω πολλά πράγματα γι’ αυτόν. Αν υποθέσουμε, δηλαδή, πως μπορείς να πεις ότι δεν ξέρεις πολλά για κάποιον που σ’ έχει επισκεφτεί άπειρες φορές στο ίδιο σου το σαλόνι. Μπορείς εύκολα να πεις ότι δεν ξέρεις πολλά για τον Γιάννη Γκιωνάκη, για τον Βασίλη Αυλωνίτη, για τον Γιάννη Βογιατζή;

Αν και δεν ξέρω λοιπόν πολλά για τον Μπουλά, κρατάω ωστόσο αχνά στη μνήμη μου τον απόηχο από τα πρώτα του βήματα. Δεν ήταν πολύ πιο μεγάλος από μένα ο εκλιπών, κι αυτό έχει τη σημασία του ως προς την απόφαση να καταγράψω αυτές τις σκέψεις. Θυμάμαι λοιπόν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 να εμφανίζεται ένας τύπος με πλούσια και ενδιαφέρουσα φωνή, ένας τραγουδιστής με ευδιάκριτο ροκ προφίλ, ποιοτικός, πολιτικά ανήσυχος, παρών σε πολλά αξιοσημείωτα πρότζεκτ: Μικρούτσικος/πολιτικά τραγούδια, Σούσουρο/ελληνικό ροκ, Σαββόπουλος/Αχαρνής.

Αργότερα χάνω την επαφή, αλλά βέβαια ο Μπουλάς έρχεται μόνος του και με ξαναβρίσκει μέσα από μια μακρά παρέλαση τηλεοπτικών σειρών αλλά και τις επαναλήψεις τους, ακόμα και τις επαναλήψεις των επαναλήψεών τους, εσχάτως δε και με μια σειρά διαφημιστικά σποτ, επιτυχημένα μεν, σε εκνευριστικό βαθμό επαναλαμβανόμενα δε. Κάπως έτσι φθείρεται σταδιακά ο καλλιτέχνης, με τον τρόπο που μονάχα η τηλεόραση, αυτή η μηχανή του κιμά, μπορεί να φθείρει όσους υπερκαταναλώνει, για να μη μιλήσουμε για όσους την υπερκαταναλώνουν - αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας σήμερα, ή μήπως είναι κι αυτό;

Δεν μιλάω μόνο για τον Μπουλά, μιλάω για όλους μας, για όλη αυτή τη δήθεν ευδαιμονία που μας πήρε από κάτω, για τον καταιγιστικό ρυθμό εικόνων και συμβόλων που μας παρέσυρε και μας κατάπιε, που μας δημιούργησε καινούριες ακόρεστες ανάγκες κι έπρεπε να πουλήσουμε την ψυχή μας στο διάβολο προκειμένου να τις κυνηγήσουμε, κυνήγησε το όραμά σου μας είπαν, κυνήγησε το όραμά σου παπαγαλίσαμε κι εμείς, ανερμάτιστοι μέσα σε μια ευζωία μεταλλαγμένη, αλλά στην ουσία την ουρά μας κυνηγούσαμε, πιο ψηλά, πιο δυνατά, πιο γρήγορα, αρχαίο πνεύμα αθάνατο σου λέει, μονάχα που ξεχάσαμε στο δρόμο το μέτρο, όπως και πολλά άλλα που δεν κάνει να τα ξεχνάς, γιατί μετά τα θυμάσαι απότομα όταν το όνειρο έχει μεταλλαχτεί πια σε εφιάλτη, κι εσύ ξυπνάς αλλοπαρμένος, πεσμένος κάτω από το κρεβάτι, με πολλαπλά κατάγματα ίσως, ή απλώς με έντονα συμπτώματα σοκ που αργότερα γυρνάνε σε κατάθλιψη και περιφέρεις ασκόπως το κορμί σου ψάχνοντας να δεις σε πιο ακριβώς σημείο της διαδρομής έχασες την ψυχή σου, τον καλό σου εαυτό και τα πρωτογενή όνειρά σου, τα δικά σου όνειρα, όχι αυτά που σου εμφυτεύει στο νου και στην καρδιά η αέναη τηλεοπτική εικόνα σε συσκευασία σίριαλ ή σε συσκευασία διαφήμισης – που δεν έχουν εντέλει διαφορά.

Το ένα σίριαλ φέρνει τ’ άλλο, δεν μπορείς να πεις όχι, έχεις πάρει το κολάι πια, γιατί το προηγούμενο σίριαλ σού δημιούργησε ανάγκες ανυπέρβλητες, αν σταματήσεις να κάνεις πετάλι θα πέσεις ή έτσι νομίζεις, και πρέπει να ξοφλήσεις κι εκείνο το δάνειο, το σπίτι, το εξοχικό, το δίλιτρο αυτοκίνητο, το σκάφος ή την πισίνα, τα δίδακτρα των παιδιών. Φυσικά δεν έχω ιδέα για τον τρόπο ζωής του Μπουλά, αλλά το δήλωσα ήδη, η κουβέντα έχει ξεφύγει από εκείνον, έχει να κάνει μ’ εσένα και μ’ εμένα, ίσως και με την τηλεόραση πλάσμα που αγοράσαμε, το home cinema και τον σούπερ ντούπερ αποκωδικοποιητή.

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στον Σάκη Μπουλά. Τον κοιτούσα τον τελευταίο διάστημα στο σίριαλ που έπαιζε ή στην επανάληψη -πού να ξέρω, έχω χάσει το λογαριασμό-, τον κοιτούσα αλλά δεν τον έβλεπα, γιατί όταν πλησιάσεις πάρα πολύ κοντά σε μια εικόνα διογκώνεται και δεν γίνεται πια να τη δεις, και η τηλεόραση δεν είναι απλώς κοντά μας, είναι μέσα μας, κι έτσι δεν ξέρω να σας πω τι ήταν εκείνο το θέαμα, καινούριο σίριαλ, επανάληψη, επανάληψη της επανάληψης ή διαφήμιση. Τελευταία φορά που τον παρακολούθησα συνειδητά ήταν την παραμονή της πρωτοχρονιάς, στο εορταστικό πρόγραμμα του καναλιού, όπου ξαφνικά είδα έναν άλλο Μπουλά, καταβεβλημένο οπωσδήποτε απ’ την αρρώστια αλλά κυρίως με βλέμμα θλιμμένο, και τότε σκέφτηκα ότι το τελευταίο μέρος στο οποίο θα ήθελε εκείνη τη στιγμή να βρίσκεται ήταν στο πάλκο, αλλά τώρα τη βλέπω τη σκηνή με άλλα μάτια και λέω πως δεν πρέπει να βγάζει κανείς συμπεράσματα από την τηλεόραση – σιγά την ανακάλυψη, δηλαδή.

Μια και μιλάμε όμως για τηλεόραση, ας προσέξουν κι εκείνοι λίγο πώς αποχαιρετούν τον άνθρωπό τους –ας μην τον καταναλώνουν άλλο με περισσότερες ακόμα επαναλήψεις. Στο κάτω κάτω, όλοι οι φίλοι του έρχονται τώρα και μας λένε ρητά ότι ο Μπουλάς ήθελε να πεθάνει πάνω στο πάλκο, στη σκηνή. Είναι ένα κρίσιμο σημείο, μια σαφέστατη δήλωση που δεν σηκώνει παρεξηγήσεις Στη σκηνή είπαν, όχι στο γυαλί.
Χριστόφορος Κάσδαγλης     RAMNOUSIA