Daily Archives: Φεβρουαρίου 5, 2014

Ο Θάνατος και ο Κόσμος

cebdcf84ceb9cebdcebfcf80cebfcf85cebbcebfcf83-ceb1cf81ceb8cf81cebf-ceb2ceb5cebdceb9ceb6ceb5cebbcebfcf83-ceb1cebaceb7cf83

Τι είναι ο θάνατος;

Είναι κάτι που κανείς ζωντανός δεν το γνωρίζει. Το έχει δει, το έχει διαβάσει, έχει ακούσει πολλές φορές να μιλούν γι’ αυτό, αλλά δεν έχει την εμπειρία του, άρα δεν το γνωρίζει. Γνωρίζει ωστόσο με βεβαιότητα ότι κάποτε θα το γνωρίσει.

Για το θάνατο έχει πάντως μια πολύ κακή άποψη. Έχει οπωσδήποτε επηρεαστεί από όσα έχει ακούσει από τους άλλους ζωντανούς, αλλά κι αν δεν είχε ακούσει τίποτα, πάλι κακή γνώμη θα σχημάτιζε….

Κι αυτό, γιατί ο θάνατος είναι το τέλος της ζωής και ο ζωντανός δεν θέλει να πάψει να είναι ζωντανός, έτσι τον έχει φτιάξει η φύση, να θέλει να είναι ζωντανός. Και γιατί ο θάνατος των άλλων είναι μια πολύ κακή, πολύ οδυνηρή εμπειρία για τους ζωντανούς που ξέρουν ότι αποχωρίζονται για πάντα από αυτούς που πέθαναν. Τέλος, ο θάνατος πολύ σπάνια έρχεται ανώδυνα, συνήθως συνοδεύεται από τον αγώνα του σώματος να διατηρηθεί στη ζωή και από την αγωνία του ετοιμοθάνατου.

Υπάρχει και η υπαρξιακή πλευρά του θέματος: Πώς είναι δυνατόν να πάψω να υπάρχω, αφού το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι υπάρχω; Τι σημαίνει «δεν υπάρχω»; Πώς γίνεται να συνεχίσει αυτός ο κόσμος να υπάρχει χωρίς εμένα, αφού αυτός ο κόσμος υπάρχει από τη στιγμή που απόχτησα εγώ συνείδηση της ύπαρξής μου; Όταν πεθάνω, θα πεθάνει μαζί μου και ο κόσμος.

Ακούγεται παράλογο, αλλά δεν είναι. Επειδή ο κόσμος που αντιλαμβανόμαστε είναι ο κόσμος που υπάρχει μέσα στον εγκέφαλό μας και δεν είναι ακριβώς ο ίδιος με τον κόσμο που έχει στον εγκέφαλό του ο διπλανός μας. Μοιάζουν βέβαια σε πολλά σημεία, αλλά δεν είναι ίδιοι.

Υπάρχουν δηλαδή τόσοι κόσμοι, όσοι και εγκέφαλοι. Θα έλεγα ότι αυτό επεκτείνεται και σε κάθε ζώντα οργανισμό. Επειδή μια γάτα παραδείγματος χάριν που ζει ελεύθερη σε ένα χωριό έχει μια αντίληψη του κόσμου διαφορετική από μια γάτα που ζει κλεισμένη σε ένα αστικό διαμέρισμα.

Ο θάνατος λοιπόν ο δικός μας σημαίνει και το τέλος του δικού μας κόσμου.

Σκέφτομαι καμιά φορά κάποιες λεπτομέρειες από το παρελθόν μου που είναι εγγεγραμμένες μόνο στον δικό μου εγκέφαλο. Θυμάμαι ας πούμε μια σκηνή από τα παιδικά μου χρόνια: οι γονείς μου κι εγώ καθόμαστε στην κουζίνα, η μητέρα μου πλένει κάτι στο νεροχύτη και ο πατέρας μου από την άλλη μεριά διαβάζει την εφημερίδα του. Εγώ παίζω με την καρέκλα που κάθομαι και κάποια στιγμή η καρέκλα γέρνει επικίνδυνα και ετοιμάζομαι να βροντηχτώ κάτω στα πλακάκια. Οι γονείς μου ορμούν και οι δύο, ο καθένας από άλλη γωνία, και αρπάζουν την καρέκλα. Έτσι δεν πέφτω.

Είναι ένα ασήμαντο περιστατικό αυτό που όμως καταγράφηκε στο μυαλό των γονιών μου και στο δικό μου. Οι γονείς μου τώρα πια έχουν πεθάνει, άρα μόνο εγώ συντηρώ αυτό το μικρό γεγονός στη μνήμη μου. Όταν πεθάνω, το γεγονός αυτό θα χαθεί για πάντα μαζί με ολόκληρο τον κόσμο μου. Βέβαια τώρα που το αναφέρω δημόσια, μάλλον θα συνεχίσει να υπάρχει, αλλά πλήθος άλλες λεπτομέρειες του κόσμου μου που κανείς άλλος εκτός από μένα δεν τις γνωρίζει, θα χαθούν για πάντα, όταν φύγω από τη ζωή.

Το ίδιο ισχύει για όλους μας. Αμέτρητα περιστατικά χάνονται συνέχεια, όσο οι άνθρωποι πεθαίνουν και μαζί τους πεθαίνει και η μνήμη τους. Αμέτρητοι κόσμοι χάνονται κάθε μέρα.

Το θάνατο τον βλέπουμε καθημερινά μπροστά μας. Μια βόλτα από το σουπερμάρκετ της γειτονιάς μας είναι αρκετή για να έρθουμε σε επαφή με πολλά πτώματα πλασμάτων που κάποτε ήταν ζωντανά και είχαν στο μικρό τους εγκέφαλο ένα μοντέλο του δικού τους κόσμου.

Φυσικά δεν στεκόμαστε να φιλοσοφήσουμε πάνω από μια φέτα σολομού ή πάνω από ένα αρνίσιο παϊδάκι. Αλλά πριν λίγες μέρες ο σολομός αυτός κολυμπούσε στο νερό και έβλεπε το δικό του κόσμο με τα ψαρίσια του μάτια. Και το αρνάκι ήταν ζωντανό, κάπου έβοσκε και έβλεπε τον ήλιο και το πράσινο χορτάρι. Τρώγοντας εμείς κατόπιν το σολομό ή το αρνάκι, τρώμε συγχρόνως και ένα κόσμο που σχηματίστηκε στο ατελές μυαλό τους και έσβησε με το θάνατό τους.

Τι είναι ο θάνατος;

Είναι το τέλος ενός ιδιωτικού κόσμου.

Γι’ αυτό δεν τον θέλουμε. Δεν τον θέλουμε και για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω, αλλά και γιατί, όταν πεθάνουμε, θα πεθάνει μαζί μας και ένας ολόκληρος κόσμος, ο δικός μας κόσμος.
Καίτη Βασιλάκου      RAMNOUSIA

Ο Αστερίξ και οι Πειρατές

cebdcf84ceb9cebdcebfcf80cebfcf85cebbcebfcf83-ceb1cf81ceb8cf81cebf-ceb2ceb5cebdceb9ceb6ceb5cebbcebfcf83-ceb1cebaceb7cf83

Ένα επεισόδιο που επαναλαμβάνεται συχνά στις περιπέτειες του Αστερίξ, με διάφορες παραλλαγές, είναι η συνάντηση με τους πειρατές. Κάθε φορά που ο Γαλάτης ήρωας με τον σύντροφό του τον Οβελίξ ταξιδεύουν στη θάλασσα, διασταυρώνονται με το ίδιο πάντα πειρατικό πλοίο, το οποίο βουλιάζουν, αφού προηγουμένως πλακώσουν στο ξύλο το πλήρωμά του.

Όμως, σε κάποια από τις περιπέτειες, το θαλάσσιο ταξίδι είναι πολύ βιαστικό, οι καταστάσεις πιέζουν τους ήρωές μας και ο χρόνος που μπορούν να διαθέσουν για να δείρουν τους πειρατές είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Έτσι, προς μεγάλη έκπληξη των τελευταίων, επιλέγουν να συνεχίζουν την πορεία τους χωρίς να ασχοληθούν με το πειρατικό καράβι. Αυτό όμως δημιουργεί ανάμεσα στον Αστερίξ και τον Οβελίξ μια ένταση που ξεσπάει σε καυγά, βάζοντας σε κρίση τη μεταξύ τους ισορροπία.

Για τον Οβελίξ, η ενασχόληση με τους πειρατές είναι ζήτημα αρχής. Αν δεν σταματήσουν να τους πλακώσουν και να βουλιάξουν το πειρατικό πλοίο, ο χοντρούλης αισθάνεται ότι δεν είναι συνεπής με τις αξίες και την ταυτότητα του ανοιχτόκαρδου και γλεντζέ Γαλάτη πολεμιστή. Από την άλλη, ο Αστερίξ προσεγγίζει το θέμα με όρους τακτικής. Επιλέγοντας να μην χάσει τον χρόνο του με τους πειρατές, κάνει μια «δεξιά» παρέκκλιση, προκειμένου να πετύχει έναν πιο σοβαρό αντικειμενικό σκοπό.

Ο καυγάς φυσικά κρατάει δύο ή τρία καρέ. Οι σύντροφοι απλώς εκτονώνουν την έντασή τους και αμέσως μετά επανέρχονται στο κοινό τους σχέδιο, γιατί δεν έχουν να αποδείξουν κάτι στον εαυτό τους ούτε βεβαίως ο ένας στον άλλον. Τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα αν υπήρχε αμοιβαία καχυποψία. Αν δηλαδή ο Οβελίξ φοβόταν ότι ο Αστερίξ είναι ένας θλιβερός οπορτουνιστής, πρόθυμος για φτηνό πολιτικό παιχνίδι συνεργασίας με τους πειρατές, και αν ο Αστερίξ φοβόταν ότι ο Οβελίξ είναι ένας στόκος ανίκανος και απρόθυμος για οτιδήποτε, εκτός από το να βουλιάζει ξανά και ξανά το ίδιο πειρατικό πλοίο. Τρεις φορές χειρότερα θα ήταν τα πράγματα αν ο Αστερίξ και ο Οβελίξ είχαν παγιώσει αυτή τη διαφωνία και την είχαν θεσμοθετήσει ως «συμπόρευση διακριτών ιδεολογικών ρευμάτων». Αυτό θα τους επέτρεπε να διαφοροποιούνται μεταξύ τους όποτε τους συμφέρει, να εντάσσουν στο «ιδεολογικό» τους ρεύμα κάθε είδους καιροσκοπισμό, να δημοσιοποιούν τις αντιπαραθέσεις τους εμπλέκοντας τρίτους, να κάνουν στρατηγική με διαρροές στα ΜΜΕ, να ακυρώνουν ο ένας τη στρατηγική του άλλου με διαρροές στα ΜΜΕ, να αναλώνονται επί ώρες σε διαδικαστικές ντρίπλες, και γενικώς να ξοδεύουν τον πολύτιμο χρόνο και την ενέργειά τους για την επίλυση προβλημάτων που δημιουργούν οι ίδιοι στον εαυτό τους.

Μια τέτοια ιστορία θα οδηγούσε το ιστορικό κόμιξ στην εσωστρέφεια. Οι Γαλάτες θα έχαναν την ευκαιρία να δοκιμάσουν την εξυπνάδα και τη μαχητικότητά τους και θα ξεχνούσαν ότι η βασική τους δουλειά είναι να έρχονται σε επαφή με τον αντίπαλο. Γι” αυτό και ο Αστερίξ με τον Οβελίξ μπορεί να καυγαδίζουν, αλλά κάνουν αυτό που ονομάζεται «σύνθεση». Μαλώνουν, αναψοκοκκινίζουν, δεν φέρνουν όμως ο ένας τον άλλον προ τετελεσμένων, δεν παίζουν με τις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων, μιλάνε με απολύτως ανοιχτά χαρτιά, και δεν κολλάνε περισσότερο από όσο χρειάζεται σε υποθέσεις εσωτερικού ανταγωνισμού. Επιλύουν τα προβλήματα στο επίπεδο που προκύπτουν και δεν τα μεταφέρουν στη βάση του γαλατικού χωριού, όπου η αντιπαράθεση γίνεται πολύ πιο θορυβώδης, πολύ πιο πιπεράτη και πολύ πιο δύσκολο να επιλυθεί.

Τα καλά νέα είναι ότι ασχέτως του πώς χειρίζονται την εσωτερική τους διαφωνία οι δύο Γαλάτες, οι πειρατές θα φροντίσουν πάντα να βουλιάξουν μόνοι τους το πλοίο τους. Αυτό όμως δεν μπορούμε να το παίρνουμε ως δεδομένο στον πραγματικό κόσμο. Διότι, όπως λέει και ο Φιλίνης στη «Θεωρία των Παιγνίων», είμαστε υποχρεωμένοι να θεωρούμε ότι ο αντίπαλός μας θα επιλέξει την κίνηση που τον εξυπηρετεί περισσότερο. Αλλιώς δεν κάνουμε πολιτική στρατηγική, κάνουμε παιδική χαρά.    πηγή

Διονύσιε Σολωμέ, σε σέ κράζω!… Του Μίκη Θεοδωράκη

cebdcf84ceb9cebdcebfcf80cebfcf85cebbcebfcf83-ceb1cf81ceb8cf81cebf-ceb2ceb5cebdceb9ceb6ceb5cebbcebfcf83-ceb1cebaceb7cf83

Ήταν ένας κόκκινος τόμος: ο Διονύσιος Σολωμός με πρόλογο του Πολυλά. Ένα βιβλίο που μεγάλωσα μαζί του. Το θυμάμαι, παιδί στο Αργοστόλι, σε περίοπτη θέση της βιβλιοθήκης του πατέρα μου, που την είχαμε πάντοτε μαζί μας όταν μετακομίζαμε από πόλη σε πόλη, σε κάθε μετάθεσή του ως διευθυντή νομαρχιών ανά την Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Έτσι ήταν που ο Σολωμός βρέθηκε από τότε, και εξακολουθεί μέχρι και σήμερα αδιάλειπτα να βρίσκεται, μέσα στην καρδιά και τη σκέψη μου. Δεν είναι υπερβολή να πω ότι το έργο του με σημάδεψε. Ήταν, μαζί με τον Παλαμά, η πλατιά πόρτα που άνοιξε για μένα στην ελληνική αλλά και την παγκόσμια γραμματεία. Αλλά, ταυτόχρονα, ήταν και η πρώτη οδός της μύησής μου στα μεγάλα ιδανικά για τα οποία πάλεψα σε όλη μου τη ζωή: αυτά της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της πατρίδας.

Ακόμα θυμάμαι, σαν να είναι τώρα, παιδί στην Τρίπολη, όταν πια είχαν μπει οι Γερμανοί, πόση δύναμη έπαιρνα από την ποίησή του και πόσο αυτή οδήγησε από τότε τις πράξεις μου. Ήταν ο δάσκαλός μου. Διάβαζα ασταμάτητα τον Πλάτωνα, τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Σαίξπηρ, τον Γκαίτε, τον Αντρέγεφ, τον Νίτσε, τον Σοπενχάουερ, άρχιζα μετά να μελετώ τον Μπαχ, τον Μπετόβεν και τον Μπραμς, αλλά ο Καρυωτάκης, ο Παλαμάς και, κυρίως, ο Σολωμός, ήταν οι πραγματικοί δάσκαλοί μου. Διάβαζα μαζί τις Γραφές και, με όλους αυτούς τους οδηγούς, αναζητούσα το ιδεατό. Αλλά θυμάμαι και τις γεμάτες υπερηφάνεια διηγήσεις του παππού μου τα βράδια στα Γιάννενα: «Κάναμε την ίδια διαδρομή με τους Σολωμούς», έλεγε ο Μιχαήλ Θεοδωράκης στον πατέρα μου καθώς συζητούσαν τις κρύες νύχτες του χειμώνα πλάι στη σόμπα. «Στην πρώτη επανάσταση του τάδε έτους, πήγαμε στη Σύρο. Στη δεύτερη, στη Ζάκυνθο. Οι Τούρκοι καίγανε τα σπίτια μας, τα δέντρα, τα κτήματα. Μετά γυρίζαμε και φτου και απ” την αρχή».

Ο Σολωμός, παιδί στην Κέρκυρα, πήγαινε στην εκκλησία και έψελνε το «Κύριε Ελέησον», με μοναδικό, λέγανε από γενιά σε γενιά, τρόπο. Αυτό ήταν και το κύριο επιχείρημα του πατέρα μου για να τον ακολουθώ τις Κυριακές στην εκκλησία: το γεγονός ότι ο μικρός Σολωμός όχι μόνον πήγαινε, αλλά και έψελνε. Και το έκανα· εκεί βυθίστηκα μέσα στο απέραντο μεγαλείο της βυζαντινής μας μουσικής παράδοσης. «Ο Σολωμός σπούδασε νομικά», ήταν η επόμενη συζήτηση. «Όμως δεν δικηγόρησε ποτέ», απαντούσα. «Σπούδασε κι εσύ, και μην δικηγορήσεις!» ανταπαντούσε ο πατέρας μου. Το έκανα κι αυτό. Κι όταν εν μέσω της Κατοχής άκουσα για πρώτη φορά την Ενάτη του Μπετόβεν στην Τρίπολη, στον κινηματογράφο, σε ένα φιλμ της γερμανικής προπαγάνδας, τότε κατάλαβα βαθιά μέσα μου το νόημα των στίχων του: «Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του». Είχαν πια όλα συντελεσθεί.

Όμως εγώ είχα αποφασίσει ότι θα πήγαινα ένα ουσιαστικό βήμα πιο πέρα: ο Σολωμός έγραψε μεν ένα αριστούργημα για την πολιορκία του Μεσολογγίου, έκλαψε γι’ αυτήν, αλλά δεν συμμετείχε. Εγώ, δεν ενέκρινα αυτή τη στάση. Ήθελα να συμμετέχω. Ήθελα να είμαι εκεί. Και αυτό έκανα. Πάντα. Έτσι, λίγο καιρό αργότερα, έχοντας πια βγει στην Αντίσταση, κυνηγημένος και κρυμμένος στην αρχή στην Αθήνα, στην Πλάκα και, στη συνέχεια, στο συνοικισμό της Καλλιθέας, θα έγραφα την Πρώτη Συμφωνία μου και στο τέλος της θα προσέτρεχα στον Σολωμό: «Αύριο θα κόψουμε / κάτι λουλούδια / αύριο θα ψάλουμε / κάτι τραγούδια / εις την πολύανθη / Πρωτομαγιά». Αλλά ένα σφίξιμο στο μέρος της καρδιάς επέμενε να μου λέει ότι δεν υπάρχει, ούτε θα υπάρξει ποτέ πολύανθη Πρωτομαγιά.

Στον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, όπως πάντα στα έργα του, ο Σολωμός “παγίδευσε” τη μουσική μέσα στο στίχο του. Τη μουσική που ο Μάντζαρος τη βρήκε, την ανέσυρε, την έκανε κτήμα όλων μας, με τον τρόπο που μόνον η μεγάλη μουσική, το ιερό αυτό μυστήριο, μπορεί να το πετύχει. Ολόκληρη η ποίηση του Σολωμού, άλλωστε, ήταν αυτός ο αγώνας, να γράψει μουσική με σκέψη και με λόγο. Και ίσως γι’ αυτό υπήρξε τόσο δύσκολος στην τελική διατύπωση. Το ένα σχέδιο ακολουθούσε το άλλο. Έψαχνε για την τελειότητα. Όμως ποια; Μήπως προσπαθούσε το ακατόρθωτο, να μετουσιώσει το λόγο σε μουσική; Εγώ, μελετώντας τον αδιάκοπα, ανακάλυπτα διαρκώς νέα μουσική: μια παράξενη αρμονία γέμιζε το πνεύμα μου. Και θα περνούσαν δεκαετίες ασταμάτητης επαφής και αναζήτησης του “ήχου” μέσα στον σολωμικό στίχο, μέχρι την Τρίτη Συμφωνία μου, στην οποία θα μελοποιούσα εκείνη τη στροφή που χτύπησε βαθιά μέσα μου στα 1940: «Τώρα που η ξάστερη / νύχτα μονάχους / μας ηύρε απάντεχα / και εκεί στους βράχους / σχίζεται η θάλασσα / σιγαλινά»… Και δεν ήταν οι μόνοι στίχοι του για τους οποίους έγραψα μουσική, καθώς την ίδια παγκόσμια αρμονία, το ίδιο ηθικό αίτημα με τον Σολωμό αναζητούσα και αναζητώ σε όλη μου τη ζωή και με όλη μου την τέχνη.

Στις αρχές του έτους 1950 είχα βρεθεί με τον Μιχάλη Κατσαρό στην Αθήνα, στη Ζαλοκώστα, στον ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων, όπου ο Μιχάλης προσπαθούσε να πάρει άδεια για να κάνει μία ποιητική εκπομπή. Ο υπεύθυνος ταγματάρχης τον ρώτησε τι θα λέει. Κι ο Μιχάλης άρχισε να απαγγέλει τον Εθνικό Ύμνο, αυτό το μέγα αριστούργημα του Σολωμού. Εγώ, για να τον βοηθήσω, άρχισα αμέσως να τραγουδάω μαζί την Ενάτη του Μπετόβεν, το τελευταίο μέρος, το ποίημα του Σίλερ. Ο ταγματάρχης φούσκωσε από εθνικό παλμό και προσέλαβε ευθύς τον Κατσαρό. Αργότερα, τον έκανε διευθυντή του Δελτίου των Ειδήσεων. Εγώ υπηρετούσα τότε στο σταθμό ως μουσικός. Αυτό, μέχρι να έρθει στο Α2 ο φάκελός μου. «Πώς είναι δυνατόν ένας κουμμουνιστής να υπηρετεί στο σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων!» είπε τώρα ο ίδιος ταγματάρχης, που μου ανακοινώνει περιφρονητικά πως τον ξεγέλασα – όμως οι υπηρεσίες αγρυπνούν και το φύλλο πορείας είναι έτοιμο. Κι έτσι, από τη Ζαλοκώστα, στις 10 Ιανουαρίου 1950, βρέθηκα ξαφνικά στην Αλεξανδρούπολη…

Με όλα αυτά, μπορεί λοιπόν να καταλάβει κανείς πώς ένιωσα όταν ο παλιός συνεξόριστος και φίλος μου στη Δάφνη της Ικαρίας Φώτης Φωτόπουλος, που είχε βρεθεί πια στο Ανατολικό Βερολίνο την εποχή που εγώ βρισκόμουν ήδη στο Παρίσι, σε ένα γράμμα του μου ζήτησε να στείλω έργα μου για να τα δείξει στον διάσημο μαέστρο Όλαφ Κοχ, αυθεντία στον Μπαχ, διευθυντή της Ορχήστρας Δωματίου του Βερολίνου. Η αδελφή του Φώτη, η Πόπη, ασχολιόταν με τη μουσική και ήταν δική της πρόταση. Έστειλα την Τρίτη Σουίτα μου, έφτασε στον Κοχ, κι εκείνος είπε πώς του άρεσε. Ήθελε να την παρουσιάσει. Όμως, έπρεπε πρώτα να εγκρίνει το κείμενο η αρμόδια “Ιδεολογική Επιτροπή” του Βερολίνου. Το κείμενο ήταν «Η τρελή μάνα» του Σολωμού. Οπότε ο Φώτης, για να τους συγκινήσει, έκανε τη σολωμική μάνα του 1830 μάνα αντάρτισσα του 1948, που χάνει στον πόλεμο τα δύο παιδιά της, αντάρτες-κομμουνιστές! Απογοητευμένος ο Φώτης μού γράφει στο Παρίσι: «Μόλις διάβασε το αναπλασμένο κείμενο ο υπεύθυνος, μου είπε: “Μόνο δύο νεκροί; ” Και το απέρριψε…»

Έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια από την Τρίπολη, αλλά και σαράντα χρόνια από μία άλλη μεταγενέστερη “διαμονή” μου στα αρκαδικά βουνά με… έξοδα του ελληνικού κράτους, από την εποχή που ένα ολόκληρο τάγμα χωροφυλάκων της Χούντας με φύλαγε κλεισμένο στη Ζάτουνα, μη επιτρέποντάς μου να δω άνθρωπο, χωρίς να μπορώ να μάθω τι συμβαίνει και, κάθε μέρα, χωρίς να ξέρω αν η επομένη μέρα το πρωί θα με έβρισκε ζωντανό… Διάβαζα και έγραφα ασταμάτητα, αν και δεν μπορούσα να παίξω αυτά που έγραφα: υπήρχαν σοβαρές υποψίες ότι θα ενεργοποιούσαν το διάταγμα του Αγγελή που απαγόρευε να παίζεται η μουσική μου, κυρίως από εμένα τον ίδιο που είχα… απαγορευτεί ολόκληρος, και θα με οδηγούσαν νύχτα σε έκτακτο στρατοδικείο. Ανάμεσα στα έργα εκείνης της εποχής, και τα Θούρια. Και ανάμεσα στα Θούρια, η επιστροφή μου στον Σολωμό, που ήταν πάλι εκεί, μαζί μου: «Διονύσιε Σολωμέ, σε σέ κράζω!»…

Όπως λοιπόν και τότε στη Ζάτουνα, έτσι και σήμερα γυρίζω πάλι προς τον Σολωμό, στουςΕλεύθερους Πολιορκημένους που είμαστε ξανά, στον Ύμνο εις την Ελευθερίαν που πρέπει και πάλι να διαβαστεί και να ακουστεί, περισσότερο από ποτέ. Ως Έλληνας, συγκινούμαι όσο κάθε Έλληνας και κάθε Ελληνίδα στο άκουσμα του Εθνικού Ύμνου, που είναι ολόκληρος αφιερωμένος στην Ελευθερία και γι’ αυτή μιλά. Είναι ολόκληρος αφιερωμένος στην Ελλάδα και στα ιδανικά της, στην αποτίναξη κάθε ξένης εξάρτησης, παρέμβασης και δουλείας, που, όπως από πολύ νωρίς είχε δει ο Σολωμός, ήταν πηγή καταστροφών γι’ αυτό τον τόπο και για το λαό του, όπως ακριβώς πάντοτε πίστευα και πιστεύω, όπως σήμερα το βλέπουμε να συμβαίνει με τον πιο καταστρεπτικό για την πατρίδα μας τρόπο.

Πέρα από τη μέγιστη λογοτεχνική του αξία, το συναρπαστικό ποίημα του Σολομού που αργότερα, με την ευκαιρία της Ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα, έγινε ο Εθνικός Ύμνος της πατρίδας μας, είναι, από κάθε άποψη, ένα από τα πιο προοδευτικά ποιητικά έργα που γράφτηκαν ποτέ στην ελληνική γλώσσα. Ως συνθέτης δε, θαυμάζω τον τρόπο με τον οποίο ο Μάντζαρος, ο οποίος είχε δώσει μαθήματα μουσικής στον Σολωμό, ανακάλυψε και έφερε στο φως την εσωτερική μουσική του ποιήματος, όταν το μελοποίησε για τετράφωνη ανδρική χορωδία και πιάνο. Και νιώθω ευτυχής και δικαιωμένος, γιατί εκείνο που έκαναν ο Μάντζαρος με τον Σολωμό ήταν εκείνο που, τόσες γενιές αργότερα, κάναμε με τον Ρίτσο στον Επιτάφιο και τη Ρωμιοσύνη, με τον Ελύτη στο Άξιον Εστί, με τον Σεφέρη στο Μυθιστόρημα…

Μπορεί να φανταστεί κανείς την ελληνική συνείδηση και την ελληνικότητα χωρίς αυτά τα λόγια του Σολωμού για την Ελευθερία να είναι κτήμα όλων των Ελλήνων εδώ και τόσες γενιές; Όχι. Ο Σολωμός και ο Μάντζαρος έβαλαν τη μεγάλη τους σφραγίδα στην έννοια και τη συνείδηση της ελληνικότητας. Η ποίηση και η μουσική, χέρι χέρι, στην πιο μεγάλη τους ώρα, ενέπνευσαν γενιές Ελλήνων να αγωνιστούν, τους έδειξαν και τους άνοιξαν το δρόμο προς την Ελευθερία, όπως πάντοτε συμβαίνει. Και όπως, ασφαλώς, θα τον ανοίξουν και πάλι.    πηγή