Η σελίδα του λοξού

home257d13

 

• Αναπροσαρμογή των αισθήσεων και η καθημερινότητα, πρωτοφανούς κοινοτοπίας σύνθεμα, αφηγείται με τη θεατρικότητα της εποχής το θλιβερό αποτύπωμα των πεπραγμένων της παραβατικότητας.
• Στην περίληψη ούτε καν ένα δικαιολόγημα να αντιστέκεται στην ανυπαρξία ούτε καν ένα σημείο αλληγορικό να ξαφνιάζει τη σύνταξη ούτε καν μια άνω τελεία να απομονώνει την αναπνοή αφήνοντας το νόημα να ξεφεύγει στην παράγραφο. Μόνο τα λεξήματα να περιφέρονται ασυναρτήτως διακοσμώντα τις μεταμφιέσεις με τη λεπτομέρεια της παράνοιας.
• Στους τίτλους περιορισμένης νοηματικής επεξεργασίας τα νοήματα και η ανάγνωση ηχοβόλημα ξερό απλώς γεμίζει με θόρυβο την εκπνοή των διαστημάτων. Στα ερμηνεύματα η αδυναμία της λογικής σειράς να επεξηγήσει τα αριθμητικά δίνει στα δεδομένα την εντύπωση του ψευδολογήματος.
• Και μια σκέψη πολύπλοκη δραπετεύει μέσα στα δάχτυλα.
• Ο χρόνος τρέχει να προλάβει τα ερωτήματα. Στα σηκωμένα χέρια ο δισταγμός και μια καμπύλη, της μελαγχολίας όνομα πρωτογράμματο, διαγράφει στα στόματα τα αναπάντητα.
• Στα θεωρεία οι ματιές από ψηλά μαζεύουν τα πεταμένα δάκρυα. Στη συνέχεια η ομοιότητα προσεγγίζει την άρνηση, ενώ στη διάθεση η αμφισβήτηση στην πρωτοκαθεδρία δικαιώνεται από τα συμφραζόμενα.
• Στη θάλασσα τα κύματα εξακολουθούν να δίνουν στα όνειρα την κίνηση που χρειάζονται και η λυρική εκδήλωση των αντιθέσεων συνθέτει χαρακτηρισμούς πολυσύλλαβους.
• Στους τοίχους οι αναρτήσεις μανία στην αναζήτηση του τεντωμένου αντίχειρος δίνουν στη μοναξιά τη λανθάνουσα εκδοχή των κρυμμένων επιδιώξεων.
• Ένα χαμόγελο πίσω απ’ τη χαραμάδα της μισόκλειστης ξύλινης πόρτας. Βαμμένος με λαδομπογιά, ο Οκτώβριος αφήνει στα επιρρήματα την ιχνογραφία του. Μια κυρία στην άσπρη πεζούλα, παλιάς εποχής σύμβολο, στ’ αγνάντι.
• Και ως από μηχανής θεός φανερώθηκε ο επίλογος!

Μυογράφημα
 
Στο πλατύ πεζοδρόμιο το σιδερένιο κιγκλίδωμα με τις πλεχτές κοντές αψίδες έδινε τα όρια στην αλέα.
Στο χώμα παρατεταγμένα σχήματα χρωμάτων.
Να κατεβαίνει η ματιά στα πρόσωπα.
Προσηλώνεται ο μορφασμός και μαζεύει τις απορίες του.
Στα ξερά χείλια η δροσιά παίρνει τα δύσκολα αφήνοντας μια αναπνοή γεμάτη με ιστορίες.
Δίπλα στη στάση.
Ένα μαύρο φόρεμα με ένα λευκό να φωτίζει την αντίθεση.
Στα δεξιά, μια βαλίτσα παλιά με τις σιδερένιες γωνιές, στη συμμετρία.
Έρημος δρόμος. Χαμηλό φως.
Υγρασία και κάποιες αλλόκοτες μορφές να στολίζουν στο γράψιμο του δρόμου τα περιθώρια των στιγμών.
Στα δεξιά. Μια πρόταση. Ένα χέρι στα οριζόντια. Ένας θόρυβος.
Το βλέμμα στο κλειστό παράθυρο.
Μια συντροφιά περνά βιαστική και στις φωνές η αγωνία μαρτυρά το στιγμιότυπο.
Στο βάθος ένα γέρικο σκυλί να γέρνει στο σώμα του τον χρόνο.
Και στο ψιλόβροχο ένα φωτοστέφανο γύρω απ’ τον στύλο στη γωνιά να μουντζουρώνει στο τσιμέντο το φθινόπωρο.

Παραποίησις

Παρά την θύραν
Κόκκινο του ψευδολογήματος
Στις καθέτους
Στις οριζόντιες
Γραμμές των σημειώσεων
(ένα ποτήρι νερό παρακαλώ)
στο άγγιγμα
το τρέμουλο
(ευχαριστώ)
Κατευθύνομαι
η παθητική φωνή
σκέφτηκε και κοίταξε
τη διάταξη των αριθμών
από το μεγαλύτερο στο μικρότερο
έγραφε η άσκηση

Γεώργιος Μ. Θεοδοσίου

ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ.