Σ” εκείνο το παγκάκι

7364

Σκυφτός πάνω από τα χειρόγραφά του προσπαθούσε να συντάξει δυο λέξεις για να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα με αυτές τις αράδες που είχε να παραδώσει. Ωραία η άνεση του να δουλεύεις βράδυ αλλά κι αυτό το πράγμα του να πρέπει κάθε φορά να στύβεις το μυαλό σου για να είσαι δημιουργικός και κυρίως συνεπής στο αφεντικό δεν το άντεχε.
Η φυλλάδα θα πήγαινε για εκτύπωση σε δύο μέρες κι εκείνος είχε να βγάλει ακόμα τέσσερις χιλιάδες λέξεις.
«Μαρτύριο», σκέφτηκε. Άλλες φορές τις ξεπετούσε τσακ μπαμ και τώρα; Άστο καλύτερα…

Πετάχτηκε όρθιος σα να τον τσίμπησε μύγα κι άρπαξε τα κλειδιά από το κομοδίνο. Τα τσιγάρα ανά χείρας και έξω από την πόρτα. Ήθελε σίγουρα να πιει μια μπύρα αλλά ετούτη την ώρα όλα τα μαγαζιά πήγαιναν για κλείσιμο. Κι εξάλλου χωρίς παρέα δεν έλεγε. Έκανε τρελό να γούστο να έχει γύρω του παρέα. Όχι, πάντα, αλλά να όταν έβγαινε ήθελε πάντα κάποιον δίπλα του να του μιλάει. Ήταν στ” αλήθεια πολύ φλύαρος και απολάμβανε να αγορεύει με τις ώρες. Να αναλύει τα πάντα. Τις ειδήσεις, τα σίριαλ, τις εκπομπές, τα πολιτικά, τα αθλητικά. Τα πάντα!
Γινόταν σίγουρα ανυπόφορος και το γνώριζε καλά, αλλά αυτό που τον έσωζε πάντα ήταν πως τα έλεγε με γούστο.

Και να όμως που κάποιες φορές σαν απόψε ξέμενε από παρέα. Και τα βήματα του τον οδηγούσαν σαν υπνωτισμένο στις γωνιές που σύχναζε σαν εικοσάρης. Σ” εκείνο το παγκάκι που είχε πει για πρώτη του φορά »σ” αγαπώ», που ένας Θεός ξέρει αν το εννοούσε κι αν ποτέ του το είπε ξανά…
Απόψε όμως ήθελε να το πει ακόμα κι αν δεν είχε κάποιον απέναντί του. Απόψε ήθελε να το πει και να το εννοεί κι ας ταξίδευε εκείνο, όπου έπρεπε να φτάσει…

Απόψε για πρώτη φορά πονούσε και δεν ήξερε αν του άρεσε ή αν το μισούσε…

°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ GOOGLE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°