Η «πτώση» των πετρελαιάδων

1830

ερισσότερο από το 90% των αποθεμάτων ελέγχεται από τις κυβερνήσεις που «κάθονται» πάνω στο πετρέλαιο

Μπορεί να ακούγεται κάπως παράδοξο, όμως η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου, αντί να αυξάνεται, όπως νομίζουν οι περισσότεροι, τελικά μειώνεται. Κάτι που άρχισε να συμβαίνει στον δυτικό κόσμο από το 2005 κιόλας, δηλαδή πολύ νωρίτερα από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2008, με την κατάρρευση της Lehman Brothers. Θα μπορούσε, δηλαδή, να θεωρηθεί ίσως και σαν ένας δείκτης «πρόβλεψης» της κρίσης η μείωση της πετρελαϊκής ζήτησης. Σαν προάγγελος, δηλαδή, για την ύφεση που θα ακολουθούσε το 2008 και που ταλανίζει μέχρι σήμερα τη Δύση…
Οι αρχικές εκτιμήσεις, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, έκαναν λόγο για αύξηση της ζήτησης, με τα δεδομένα να είναι άκρως ευνοϊκά για τις πετρελαϊκές εταιρείες, αφού οι έρευνες τους έδειχναν πως τα τρία πέμπτα του πετρελαίου θα χρησιμοποιείται ως «κίνησης», με τα… μιλιούνια των Κινέζων και των Ινδών να αποκτούν καθημερινά πια μεγαλύτερη πρόσβαση στα αυτοκίνητα.
Η BP σχετικά πρόσφατα υπολόγιζε ότι η ημερήσια παραγωγή βαρελιών, που φτάνει στα 90 εκατ., θα έχει αυξηθεί μέχρι το 2030 στα 104 εκατ. βαρέλια. Ωστόσο τα τελευταία στοιχεία και οι αναλύσεις δείχνουν το αντίθετο. Ότι, δηλαδή, μπορεί η προσφορά να έχει αυξηθεί, αλλά η ζήτηση τείνει να συνεχίσει την… κατηφόρα.

Βασικός ρόλος
Το λεγόμενο «fracking», δηλαδή η μέθοδος που επιτρέπει την πρόσβαση σε πετρέλαιο και αέριο που ήταν μέχρι πρότινος «παγιδευμένο» στο υπέδαφος, έχει παίξει βασικό ρόλο στο να αυξηθούν τα παγκόσμια αποθέματα από τα 50 έτη, που ήταν, στα 200! Κι έτσι σταμάτησαν ξαφνικά οι μέχρι πρότινος αγωνιώδεις… προειδοποιήσεις των επιστημόνων περί εξάντλησης των αποθεμάτων.
Μια άλλη μεγάλη αλλαγή που επηρεάζει καταλυτικά τις εξελίξεις είναι η τεχνολογία της αυτοκινητοβιομηχανίας. Τα ηλεκτρικά και υβριδικά αυτοκίνητα καθώς και τα οχήματα που κινούνται με αέριο συμβάλλουν στη μείωση της ζήτησης του πετρελαίου. Πρόσφατη μελέτη της Citibank υπολογίζει ότι, αν η τεχνολογία των οχημάτων βελτιώνεται κατά μ.ό. 2,5% τον χρόνο από εδώ και στο εξής, αυτό και μόνο θα είναι αρκετό για να συγκρατήσει τη ζήτηση για πετρέλαιο σε ένα «ταβάνι» 92 εκατ. βαρελιών ημερησίως για τα επόμενα έτη.
Οι πολιτικές, άλλωστε, της πράσινης τεχνολογίας των αυτοκινητοβιομηχανιών σε Ευρώπη και Αμερική υιοθετούνται σιγά – σιγά κι από τις αναδυόμενες οικονομίες. Η Κίνα, σε μια προσπάθεια να μειώσει την εξάρτησή της από το εισαγόμενο πετρέλαιο, πρόσφατα θέσπισε τα δικά της μέτρα για εξοικονόμηση καυσίμων.
Από την άλλη πλευρά, είναι λογικό να γίνονται σκέψεις για… αντισταθμιστικά μέτρα. Όπως, για παράδειγμα, οι προβλέψεις για την πρόθεση που ενδεχομένως θα δείξουν οι Σαουδάραβες (ελέγχουν το 11% του εξαγόμενου πετρελαίου) να ρίξουν τις τιμές, με στόχο να αυξηθεί η ζήτηση κι έτσι ο μαύρος χρυσός να γίνει πιο ελκυστικός.
Το άλλο σενάριο είναι να μειώσουν την παραγωγή προσπαθώντας να ανεβάσουν αναπόφευκτα την τιμή. Αυτό θεωρείται ρίσκο, αφού έτσι μπορεί να μειωθεί κι άλλο η ζήτηση. Μην ξεχνάμε ότι όλος ο πλανήτης έχει επηρεαστεί από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Και ειδικά οι ναυαρχίδες της κατανάλωσης σε Ευρώπη και ΗΠΑ.

Τα κράτη
Είναι δεδομένο πάντως ότι, αν η ζήτηση για πετρέλαιο εξακολουθήσει να μειώνεται, αυτό θα έχει μακροπρόθεσμα σημαντικές συνέπειες, οι σοβαρότερες εκ των οποίων θα είναι γεωπολιτικές:
• Για παράδειγμα, το πετρέλαιο είναι ισχυρό εξουσιαστικό χαρτί για το Κρεμλίνο, που ουδείς ξέρει πώς θα αντιδράσει σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Μην ξεχνάμε ότι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο ανέδειξαν και στηρίζουν το σύστημα εξουσίας του Πούτιν.
• Οι υψηλές τιμές του πετρελαίου, επίσης, «δίνουν» στα περισσότερα αραβικά κράτη υψηλό επίπεδο ανάπτυξης, επιτρέποντάς τους σε κάποιες περιπτώσεις να εξαγοράζουν την αντιπολίτευση ή να «τρέχουν» γενναιόδωρα κοινωνικά προγράμματα, που αποτρέπουν τις δικές τους πλατείες να μετατραπούν σε Ταχρίρ. Δηλαδή το πετρέλαιο, πέρα από δείκτης πλούτου, είναι και παράγοντας σταθερότητας.
• Αν, μάλιστα, οι ΗΠΑ πετύχουν πράγματι την πολυπόθητη γι’ αυτές ενεργειακή αυτάρκεια, τότε είναι μάλλον απίθανο να συνεχίσουν την ίδια στήριξη ή ανοχή προς συγκεκριμένους συμμάχους στον αραβικό κόσμο, όπως στο παρελθόν.

Οι «επτά αδελφές»
Τη δεκαετία του 1950 οι «επτά αδελφές», δηλαδή οι εταιρείες BP, Esso, Gulf Oil, Mobil, Royal Dutch Shell, SoCal και Texaco, ήλεγχαν περίπου το 85% των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου. Σήμερα πάνω από το 90% των αποθεμάτων είναι πια υπό τον έλεγχο των λεγόμενων Εθνικών Πετρελαϊκών Εταιρειών. Πρόκειται για εταιρείες των οποίων η ιδιοκτησία, συνήθως εν μέρει, ανήκει στις κυβερνήσεις των κρατών, που «κάθονται» πάνω στο πετρέλαιο.
Μέχρι πρόσφατα οι εταιρείες αυτές, οι εθνικές δηλαδή, βασίζονταν στην τεχνογνωσία και συνεργασία των «επτά αδελφών», οι οποίες κατά την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του ’90 δημιούργησαν, μέσω συγχωνεύσεων, το σημερινό σύνολο των πετρελαϊκών μεγαθήριων υπερ-εταιρειών. Τώρα, όμως, όλο και περισσότερες εθνικές πετρελαϊκές είναι σε θέση να παραγάγουν και να εμπορευθούν το πετρέλαιό τους χωρίς τη μεσολάβηση των «διεθνών» υπερ-εταιρειών.
Αυτό σημαίνει πως οι «παραδοσιακές» ιδιωτικές διεθνείς πετρελαϊκές εταιρείες εξαρτώνται όλο και πιο πολύ από πετρέλαιο το οποίο είναι «δύσκολο» πια να εκμεταλλευτούν, ενώ τους κοστίζει υπερβολικά για δυο λόγους:
• Είτε λόγω της γεωλογίας: Βαθιά υποθαλάσσια κοιτάσματα που βρίσκονται μακριά από οποιαδήποτε στεριά.
• Είτε λόγω της πολιτικής: Πετρέλαιο που βρίσκεται σε χώρες με τις κυβερνήσεις των οποίων οι υπερ-εταιρείες δυσκολεύονται να συνεργαστούν.
Παράλληλα, στις ΗΠΑ οι σύγχρονες μέθοδοι εξαγωγής φυσικού αερίου έχουν ρίξει την τιμή του στο ένα τέταρτο της τιμής του πετρελαίου. Αν η ζήτηση για πετρέλαιο μειωθεί κι άλλο ή έστω μείνει στάσιμη, τότε οι γνωστές υπερ-εταιρείες θα δεχθούν πιθανότατα το μεγαλύτερο πλήγμα, καθώς μένουν όλο και περισσότερο αποκλεισμένες από το «φθηνό» πετρέλαιο.
Σύμφωνα με ανάλυση του Bernstein Research, το κόστος παραγωγής πετρελαίου σε αφιλόξενες χώρες ή εδάφη ανέρχεται στα 100 δολάρια το βαρέλι, πάνω – κάτω όσο και η τρέχουσα τιμή. Επιπροσθέτως, οι συμφωνίες συνεκμετάλλευσης με τις εθνικές πετρελαϊκές εταιρείες και οι άδειες για εξόρυξη στα εδάφη τους γίνονται όλο και δυσκολότερες, όπως ήδη εξηγήσαμε.
Κάποιες εθνικές πετρελαϊκές, όπως η Saudi Aramco, η Petrobras της Βραζιλίας και η Petronas της Μαλαισίας, είναι ήδη σε θέση να παράγουν μόνες τους το πετρέλαιό τους χωρίς καμία συνεργασία με κάποια από τις διεθνείς υπερ-εταιρείες. Οι μεγαλύτερες και πιο φιλόδοξες εθνικές εταιρείες, δηλαδή, όχι μόνο εξαρτώνται όλο και λιγότερο από το know how των υπερ-εταιρειών, αλλά τις ανταγωνίζονται και στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών καθώς και σε μεγάλα projects εκτός των συνόρων τους.
Τέτοιο παράδειγμα αποτελούν οι κινεζικές εταιρείες Sinopec και CNOOC, που όχι μόνο ξοδεύουν τεράστια ποσά για να αποκτήσουν πρόσβαση σε ανεκμετάλλευτα εδάφη στην Αφρική, αλλά αρχίζουν και προσφέρουν υπηρεσίες και σε άλλες εθνικές πετρελαϊκές. Με υψηλή τεχνογνωσία και τεχνολογία τελευταίας γενιάς, την οποία μέχρι πρότινος μόνο οι διεθνείς υπερ-εταιρείες κατείχαν και παρείχαν.

Παιχνίδι ανταγωνισμού

Όπως καταλαβαίνει κανείς, τα δυναμικά πετρελαιοπαραγωγά κράτη εμμέσως πλην σαφώς έχουν μπει για τα καλά στο παιχνίδι του ανταγωνισμού, ενώ τα παγκόσμια αποθέματα δεν είναι τόσο εύκολα ελέγξιμα και διαχειρίσιμα όπως παλιά για το πετρελαϊκό στάτους, το οποίο σπρώχνεται όλο και περισσότερο προς τις εσχατιές του κόσμου, όπως π.χ. στην Αρκτική.

Η Exxon Mobil, η εταιρεία που ξοδεύει τα περισσότερα κεφάλαια για αναζήτηση νέων κοιτασμάτων, αναμένεται φέτος, σύμφωνα με μελέτη της Barclay’s, να χάσει την πρωτιά της από την εθνική κινεζική πετρελαϊκή Petro-China.

Το 50% των αποθεμάτων της Exxon είναι σε κοιτάσματα δύσκολα προσβάσιμα, κάτι που σημαίνει και μεγαλύτερο κόστος για την αξιοποίησή τους. Το αντίστοιχο ποσοστό «δύσκολων» αποθεμάτων στις αρχές του 2000 ήταν για την Exxon μόλις στο 17%.

Οι διεθνείς υπερ-εταιρείες, λοιπόν, έχουν φτάσει να ξοδεύουν όλες μαζί περίπου 100 δισ. τον χρόνο μόνο για να εντοπίζουν και να κάνουν εξόρυξη πετρελαίου. Για τις περισσότερες, εξάλλου, απ’ αυτές τις εταιρείες – γίγαντες το φυσικό αέριο αποτελεί αυτήν τη στιγμή το 40% της συνολικής παραγωγής τους. Για τη Shell και την Exxon, μάλιστα, το ποσοστό αυτό είναι πάνω από το 50%. Σε τι διαφέρει, όμως, το πετρέλαιο από το αέριο για τις εταιρείες; Το αέριο αποφέρει μικρότερα κέρδη, ακριβώς επειδή «επιβάλλει» την κατασκευή δαπανηρών αγωγών ή μονάδων υγροποίησης. Εν τέλει, δηλαδή, ακόμη κι έτσι όπως είναι σήμερα η κατάσταση, πάλι το πετρέλαιο θεωρείται το πιο επικερδές για τις εταιρείες. Οι οποίες, όμως, αναγκαστικά στρέφονται προς το αέριο.

Μπορεί στην Ελλάδα το μείζον ζήτημα της τελευταίας εβδομάδας, όπως είναι λογικό κι αυτονόητο, να είναι για τους καταναλωτές το αν θα καταφέρουν φέτος να ζεσταθούν με λίγο πετρέλαιο ή σε βάθος χρόνου πόσο θα επηρεάσουν τη χώρα μας τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, όμως, αν δούμε σε παγκόσμια κλίμακα το «ενεργειακό παζλ», τότε θα διαπιστώσουμε πως το παιχνίδι έχει γίνει περισσότερο από ποτέ πολύπλοκο και πολυεπίπεδο. Το πετρέλαιο άλλωστε είναι, ως γνωστόν, το καύσιμο που κινεί τον πλανήτη στον 20ό και 21ο αιώνα. Ή, πιο σωστά, από το 1859, όταν έγινε η πρώτη εξόρυξη στην Πενσυλβάνια…

Το πετρέλαιο, από την πρώτη στιγμή της κυριαρχίας του, δημιούργησε αμέτρητες προστριβές και συγκρούσεις σε παγκόσμια κλίμακα. Το ίδιο διαφαίνεται πως θα συμβεί και με την πτώση του…

ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ.