Μια νύχτα στο Μαραί

germanoi-prospauoyn-na-anevasoun-mixani

Διήγημα

Το όνομα της περιοχής, μου είπε η κολλητή μου, σημαίνει βάλτος. Εδώ πρωτοχτίστηκε το Παρίσι. Είναι κι ένα παλιό σπίτι, το πιο παλιό σπίτι της πρωτεύουσας – έμενε εκεί κάποιος αλχημιστής. Το λένε βάλτο, γιατί παλιά, στην αρχαιότητα, το Παρίσι ήταν νησάκι, Λουτετία το λέγανε, το θυμάμαι αμυδρά και σε κάποια περιπέτεια του Αστερίξ.

Μ’ αρέσει εδώ στον βάλτο. Η πόλη του Φωτός είναι πολύ μεγάλη για τα γούστα μου, πρώτη φορά, κι ομολογώ ότι τρόμαξα. Πολλά αγάλματα, πολύ χρυσάφι, πολλή παλιατζούρα. Λίγο τρομαχτικό, να ζεις σ’ ένα τέτοιο ζωντανό μουσείο. Αλλά εδώ είναι ωραία, πιο μικρό κι ανθρώπινο, οι δρόμοι πιο φιλικοί στον χρήστη. Αν και παλιό, το Μαραί έχει κάτι το απίστευτα νέο στην ανάσα του – πολλή πιτσιρικαρία, όλων των ειδών και των χρωμάτων. Η κολλητή μου λέει ότι εδώ είναι το παρισινό ροζ χωριό. Ευνόητο το γιατί κι εγώ αν ήμουν αδελφή εδώ θα ήθελα να μένω.

Πολλά μαγαζάκια, πολλά καφέ, πολλά μπαράκια, κι οι άνθρωποι απίστευτα φιλικοί. Εγώ, για να είμαι ειλικρινής, τις φοβόμουνα πάντα τις αδελφές, νόμιζα ότι σαν γυναίκα θα ήταν φυσιολογικό να με μισούν και να μ’ ανταγωνίζονται. Μαλακία μου, αλλά κάπως έτσι μου καλούπωσαν το μυαλό γονείς, σχολείο και γνωστοί. Δεν είμαι και κανά τέρας μόρφωσης, κι όλα αυτά με τα ίσα δικαιώματα και τους γάμους και τις παρελάσεις με αγριεύαν λίγο – σκέψου να γίνονταν χύμα τα πράγματα και να μου πιάναν τον κώλο στο δρόμο οι λεσβίες. Τρόμος. Αλλά εδώ πέρα κούλαρα.

Σταμάτησα μετά τη δεύτερη μέρα να κοιτάω τ’ αγοράκια που πιάνονταν χέρι-χέρι στον δρόμο, τα κοριτσάκια που φιλιόντουσαν με γλώσσα. Επιπλέον, κανείς δε μου την έπεφτε. Ίσα-ίσα – το αδελφάτο του Μαραί μου φέρθηκε με το γάντι. Ποτέ δεν είχα ξαναδεί τόσο ευγενικούς υπαλλήλους σε μαγαζιά, τόσο καλοαναθρεμμένα γκαρσόνια. Επειδή έχω δουλέψει κι εγώ κάμποσα καλοκαίρια γκαρσόνα στην Αντίπαρο, ένιωσα μια σαν ντροπή που με είχαν με το σεις και με το σας, κι ας μη μιλάω γρι γαλλικά – εγώ σε σύγκριση μαζί τους ήμουνα μεγάλη γαϊδούρα με τους πελάτες. Μέχρι κι η φουρνάρισσα που ’χει μαγαζί κάτω απ’ το ξενοδοχείο μας, μια νταλίκα τριαξονική, μαλάκα, που τη βλέπεις και σκιάζεσαι, είναι το άκρον άωτον της ευγένειας΄ μάλιστα σήμερα, που μ’ έβλεπε για πέμπτη μέρα σερί, με κέρασε κι ένα τρίτο κρουασάν τζάμπα. Πού τέτοια στην Ελλάδα.

Ευτυχώς η κολλητή μου είναι σαν τα μούτρα μου – αλλιώς τι κολλητές θα ’μασταν; – και δε γουστάρει τώρα να τραβιέται σε μουσεία κι εκκλησίες και τέτοια. Την πρώτη μέρα μόνο πήραμε ένα λεωφορείο που περνάει απ’ όλα τα αξιοθέατα του Παρισιού, βγάλαμε και κάτι φωτό να μη λέμε ότι δεν τα είδαμε, κι απ’ τη δεύτερη μέρα την πέφτουμε συνέχεια στο Μαραί και σαπίζουμε. Πρωινό καφεδάκι, ντερλίκωμα, αραλίκι, καμιά βόλτα στα μαγαζιά (έχει γαμάτα ρουχαλάκια το μέρος, κι όχι μόνο φίρμες να μην πλησιάζονται), μετά μπεκρούλιασμα μεσημεριανό… Τέλειο είναι αυτό, ρε πούστη, με τους Γάλλους, που πλακώνονται στα κρασιά ντάλα μεσημέρι. Μετά πάμε και ρίχνουμε κανάν ύπνο μεσημεριανό να στρώσουμε, και στα καπάκια δεύτερο καφέ, φαΐ, και μετά αρχίζει το ξενύχτι. Εγώ να πω την αλήθεια φοβόμουνα μήπως οι άνθρωποι, Ευρωπαίοι και καλά, ήταν κρυόκωλοι, και πέφταν για ύπνο απ’ τις οχτώ. Μου ’χε πει κι η ξαδέρφη μου που σπούδασε Λονδίνο ότι τα βράδια κοιμόταν με τις κότες κι είχα ψιλο-ξενερώσει. Αλλά το Παρίσι είναι άλλη φάση. Δηλαδή δεν ξέρω για την πόλη γενικά τι γίνεται, γιατί σου λέω δεν ξεμυτίζουμε και καθόλου, αλλά στο Μαραί, μαλάκα, δε βάζουν κώλο κάτω, μέχρι τις πέντε το πρωί γυρνάμε, κάθε βράδυ πίτα. Γαμάτα.

Και δοκιμάζω και καινούρια πράματα, που αυτή είναι όλη η υπόθεση άμα πας εξωτερικό, να δοκιμάζεις. Ιδίως με το φαΐ. Την πρώτη μέρα είχαμε πάει σ’ ένα εστιατόριο εδώ κοντά, τα μπιστρό που λένε, κι είχα παραγγείλει τσάτρα-πάτρα ένα κρεατικό, μπριζόλα τώρα, φιλέτο, δεν είχα καταλάβει, και περνάει ένα τέταρτο και μου φέρνει ο σερβιτόρος ένα πράμα να κολυμπάει στο αίμα, το ’δα κι έπαθα ζημιά. Ήταν κι ευγενέστατο το παιδάκι (και κουκλί, αν και κουνιστό), με βλέπει που ’χα φάει φρίκη και με ρωτάει άμα θέλω να τ’ αλλάξω, αλλά εγώ ντράπηκα κι είπα όχι. Και κόβω μια μπουκιά κι είναι τώρα, μαλάκα, το κρέας το άψητο λουκούμι, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει, το ’σκισα μιλάμε το φιλετάκι. Και κάθε μέρα τώρα τέτοιο τρώω, ωμό. Αφού και στην Ελλάδα άμα γυρίσουμε, θα βάζω τη μάνα μου να μου το φτιάχνει με το αίμα.

Αλλά το πιο γαμάτο απ’ όλα εδώ είναι το χυμαδιό με το τσιγάρο και το κάπνισμα. Έτσι που ’χει φρίξει το σύμπαν, κι άκουγα που Ιταλία κι Αμερική πια σου γαμάνε τη μάνα έτσι και πας ν’ ανάψεις σε μαγαζί, φοβόμουν ότι και στο Παρίσι θα τρώγαμε πόρτα που καπνίζουμε εγώ κι η κολλητή μου. Ναι, καλά… Μιλάμε εδώ ο κόσμος είναι σαν παλαβός, δε βλέπεις άνθρωπο άκαπνο, όλοι με το τσιγάρο στο στόμα είναι. Και στα μαγαζιά, και στα ρουχάδικα, μέχρι στο βιβλιοπωλείο που μπήκαμε επειδή η κολλητή μου είδε κάτι πόστερ για πούστηδες με γυμνούς, μέχρι κι εκεί μέσα άναψα και δε μου την είπε κανείς. Κι είναι ιδίως ένα γωνιακό καφέ, καμιά εκατοστή μέτρα απ’ το ξενοδοχείο, που πάμε και την πέφτουμε, το οποίο όχι μόνο είναι τίγκα στην τσιγαρίλα αφού καπνίζει το σύμπαν, αλλά έχουνε και μια μεγάλη ταμπέλα στην πόρτα που λέει: «Επιτρέπεται η είσοδος και σε μη καπνιστές». Μαλάκα, το ’δαμε και μείναμε – πολύ γέλιο τα άτομα. Κι επειδή είναι και κοντά εκεί τραβιόμαστε συνέχεια, πρωί-μεσημέρι-βράδυ, τους κάναμε πλούσιους.

Για να λέω όμως και του στραβού το δίκιο, σ’ αυτό το μέρος δεν πάμε μόνο επειδή μας αφήνουν να καπνίζουμε – σ’ όλα η ίδια φάση ισχύει. Άλλος είναι ο λόγος. Είναι που λες στο μαγαζί γενικός δερβέναγας ένας τύπος, που σκάει μύτη κάθε πρωί και τη στήνει κοντά στο μπαρ, και πιάνει κουβέντα με τους πελάτες, έρχεται και σε ρωτάει π.χ. άμα είναι όλα καλά, κι έχει και λακριντί με τους σερβιτόρους και τσεκάρει το ταμείο, τέτοια φάση. Τώρα δικό του είναι το μαγαζί, μάνατζερ είναι, θα σε γελάσω. Αλλά είναι μιλάμε το παιδί και γαμώ τα τυπάκια, μπισκοτολούκουμο, που τον είδαμε πρώτη μέρα με την κολλητή και φάγαμε ήττα. Κοντέψαμε να τσακωθούμε ποια τον είδε πρώτη, τέτοιο γκομενάκι ο τύπος. Μελαμψός, κοντούλης σχετικά αλλά με το νεύρο, ξες, κι όχι φουσκωτός απ’ τα γυμναστήρια όπως ο κόσμος ο πολύς που συχνάζει εδώ. Με κάτι ματάρες γαλάζιες να σε κοιτάει και να παθαίνεις πλάκα. Και κάθε μέρα έρχεται σε κάποια φάση απ’ το τραπέζι μας, έχει κόψει φαίνεται ο άνθρωπος ότι αφήνουμε παρά, και μας ρωτάει πώς περνάμε, πώς μας φαίνεται το Παρίσι, τέτοια. Τα λέει κι αγγλικά και καταλαβαίνουμε κομμάτι, κι είναι, μαλάκα, καύλα ν’ ακούς τώρα το τυπάκι που ’ναι θεός πώς το μιλάει το αγγλικό με γαλλική προφορά. Καπνίζει κι αυτός συνέχεια, Ζιτάν, αυτά τα άφιλτρα τα στούκας που κάνεις ένα και παθαίνεις αμυγδαλές, φοράει και κάτι μαύρα πουκάμισα στενά – γάμα τα, κόλαση το παιδί. Μόνο που εντάξει, παρ’ όλο που ξελιγωνόμαστε, δεν είναι τώρα να του την πέσεις στο άσχετο, όχι τίποτα άλλο, αλλά είναι και ψιλο-πουστράδικο το μαγαζί. Κι οι σερβιτόροι όλοι αδελφές, κι η πελατεία γενικά σχετική, όχι ότι τρέχει τίποτα, βλέπεις και στρέιτ ζευγαράκια, και γκόμενες, να, εμείς πώς πάμε, αλλά τώρα και το παλικάρι ο μάνατζερ σαν να κουνιέται λίγο, μάλλον σχετικό θα ’ναι κι αυτό. Οπότε δε λέει, και να εκτεθείς στον ξένο άνθρωπο τώρα και να σου βγει στο τέλος συκιά, μεγάλη ξενέρα. Καλύτερα σκέτο μπανιστήρι.
Έτσι έλεγα, δηλαδή. Μέχρι απόψε. Τι φάση κι αυτή, μαλάκα, το σκέφτομαι και δεν το πιστεύω. Σαν όνειρο. Είναι τώρα εδώ στη Γαλλία μια μυστήρια κατάσταση με τα τσιγάρα. Γιατί απ’ τη μια καπνίζει το σύμπαν, αλλά απ’ την άλλη δε βρίσκεις παντού τσιγάρα, όπως στην Ελλάδα. Τα περίπτερα π.χ., που πουλάνε εφημερίδες, περιοδικά και τέτοια, δεν έχουν. Τσιγάρα βρίσκεις μόνο σε κάτι μαγαζάκια που τα λένε ταμπά, που ’χουν φαίνεται ειδική άδεια, κι είναι το μισό συνήθως μπαράκι ή καφέ, κι έχει έναν πάγκο με ταμείο που πας κι αγοράζεις. Και το βράδυ άμα κλείσουν τα μαγαζιά είναι γάμησέ τα κατάσταση, πρέπει να περπατήσεις κάνα-δυο χιλιόμετρα μέχρι να βρεις διανυκτερεύον να βολευτείς. Κι εμείς οι μαλακισμένες βλέπεις όταν ήμασταν στ’ αεροδρόμιο μας έπιασαν οι σφιχτοχεριές και δεν είχαμε πάρει καμιά κούτα παραπάνω, και στην τρίτη μέρα πάνω ξεμείναμε. Πίκρα… κι είναι και δύο ευρώ ακριβότερα τα πούστικα και δεν καπνίζονται, άλλα καπνά θα ’χουν φαίνεται, στο πρώτο πακέτο μας έπιασε ένας βήχας, μας γάμησε. Αλλά και τι να κάνεις.

Και χθες το βράδυ που λες, μπεκρουλιάζαμε πάλι μέχρι τις τέσσερις κι είχε τελειώσει το πακέτο μου, κι η κολλητή κάπου άφησε το δικό της και δεν το ’βρισκε, κι επειδή τώρα δε γίνεται να σηκωθείς το πρωί με την ντάγκλα και να μην έχεις τσιγάρο να κάνεις με τον καφέ σου, το ρίξαμε κορώνα-γράμματα κι έπεσε σε μένα να τρέχω νυχτιάτικα να ψάχνω για ταμπά. Ήμουνα και μες στη σούρα, γάμησέ με, είχε βγάλει και κρύο, κι άντε τώρα να βρεις ποιο ταμπά είναι ανοιχτό τέσσερις το πρωί άμα δεν μπορείς να συνεννοηθείς και με τους περαστικούς.

Περνάω ένα μουσείο μυστήριο με κάτι πολύχρωμους σωλήνες απ’ έξω, σαν πλεϊμομπίλ, χώνομαι σε κάτι πεζόδρομους, ευτυχώς είχα και το κινητό, άμα χαθώ να πάρω την κολλητή να δει τον χάρτη, να μου πει πώς να γυρίσω. Και για καλή μου τύχη, βλέπω σ’ ένα σοκάκι ένα γυράδικο ανοιχτό – έχουν και στο Παρίσι σουβλάκια, αλλά αλλιώτικα – κι απέναντι ακριβώς ένα τσούρμο νοματαίοι που περιμέναν στη σειρά. Άμα βλέπεις τώρα νυχτιάτικα ουρά εδώ πέρα, σίγουρα για τσιγάρα είναι. Τρέχω κι εγώ, χώνομαι στο τσούρμο, και να ’χω χαρμανιάσει απ’ τη μια, μισή ώρα χωρίς τσιγάρο, κι απ’ την άλλη να ’χει ένα πουτσόκρυο, που τουρτούριζα. Χτυπάγανε τα δόντια μου. Είναι τώρα που λες ένας τύπος μπροστά μου μ’ ένα μακρύ μαύρο παλτό, που περιμένει να μπει κι αυτός και καπνίζει, και μιλάμε να ’χω φάει φρίκη, ήθελα να του κλέψω το παλτό και τα τσιγάρα, είχα λαλήσει. Οπότε λέω, δε γαμιέται, η μισή ντροπή δική του, και του χτυπάω τον ώμο, να του κλέψω κανά τσιγαράκι έστω, μπας και ζεστοκοπηθώ. Και γυρνάει, μαλάκα, κι είναι ο τύπος απ’ το καφέ, και να δεις που με θυμήθηκε. Κι άκου να δεις τώρα ο άνθρωπος, όχι μόνο μου δίνει τσιγάρο, αλλά βλέπει κιόλας που είμαι με το τιραντάκι και ξεπαγιάζω, και βγάζει και μου δίνει το παλτό του. Εγώ είχα μείνει, μιλάμε, τέτοιο πράμα δε μου ’χε ξανατύχει, αφού στην αρχή πήγα να πω όχι, αλλά ο τύπος ιππότης κανονικός, μου το φόρεσε με το ζόρι, και μου σκάει κι ένα χαμόγελο που λιώσανε τα γόνατά μου. Όχι, για να μάθω η μαλακισμένη να λέω άλλη φορά για αδελφές, τύφλα να ’χουν οι στρέιτ στην Αθήνα, που δε σου δίνουν όχι παλτό άμα σε δουν να κρυώνεις, ούτε καπότα μεταχειρισμένη. Μπαίνουμε με τα πολλά μέσα, παίρνουμε τα τσιγάρα μας, αλλά εγώ ένιωθα άσχημα τώρα με τον ξένο άνθρωπο, να γυρίζει μες στη νύχτα με το πουκαμισάκι επειδή εγώ η χαζή δεν είχα πάρει μια ζακέτα. Του το λέω, λοιπόν, καθώς βγαίνουμε, και μου λέει – απ’ όσο κατάλαβα, γιατί και τ’ αγγλικά μου μη φανταστείς, του κώλου είναι – μου λέει λοιπόν να μη στεναχωριέμαι, θα πάμε μαζί παρεούλα μέχρι το μαγαζί του, και του το δίνω εκεί. Λέω κι εγώ γιατί όχι, είναι κι από ’κει μισό λεπτό δρόμος το ξενοδοχείο, δε θα χαθώ κιόλας.

Κόντευε πέντε όταν φτάσαμε στο μπαράκι, κι είχε αδειάσει. Τα τραπεζάκια τα ’χαν βάλει όλα μέσα, μόνο ένα τυπάκι νέγρος ήταν, που έκλεινε ταμείο. Μπαίνω μέσα, ωραία ζέστη έκανε, κι ο γαλανομάτης πάει και του λέει του τυπά κάτι κι αυτός φεύγει. Και κλείνει και την πόρτα. Κι έχουμε μείνει τώρα, μαλάκα, εγώ κι αυτός μόνοι μας μες στο μαγαζί το άδειο, κι εγώ απ’ τη μια να ’χω πάθει την πλάκα μου, χτύπαγε η καρδιά μου λες κι ήμουν δεκάξι χρονώ, απ’ την άλλη είχα ψιλοχεστεί κιόλας, γιατί δεν ξες ποτέ, κοντός-κοντός, αλλά είχε κάτι μπράτσα μέσα απ’ το πουκάμισο, που λέω, θες να γίνει καμιά στραβή και να ψαχνόμαστε;
Αλλά ο τύπος δεν ήταν ιππότης μόνο με τα παλτά. Γιατί μόλις καθόμαστε σ’ ένα τραπεζάκι και μου βάζει ένα σφηνάκι βότκα να ζεστοκοπηθώ, μου πιάνει το χέρι και μου το φιλάει. Μα την Παναγία. Που δε μου ’χει φιλήσει γκόμενος το χέρι ποτέ. Τα ’χασα. Και σκύβει ο τύπος και με φιλάει και στον αγκώνα, και στο μπράτσο, και στον ώμο, και στον λαιμό, εγώ τώρα να ’χω κλείσει τα μάτια κι από μέσα να ’μαι έτοιμη να την κάνω, και να μη στα πολυλογώ βρισκόμαστε ξαφνικά οι καλοί σου ξημερώματα στο πάτωμα του μαγαζιού, να γλωσσοφιλιόμαστε κι εγώ από πάνω του να του ξεκουμπώνω το πουκάμισο. Ούτε η πόρτα δεν ήξερα αν ήταν κλειδωμένη, αλλά δε μ’ ένοιαζε κιόλας, είχα χάσει την μπάλα.

Γι’ αυτό δεν πρέπει να λες μεγάλη κουβέντα. Δεν έμαθα ποτέ αν ο τύπος το πάει το γράμμα, κι ούτε μ’ ενδιαφέρει να σου πω. Εγώ ξέρω ότι αυτό το ταξίδι δε θα το ξεχάσω ποτέ. Φεύγοντας του ’κλεψα και το πακέτο με τα άφιλτρα, και κάνω πότε-πότε κανένα και τον σκέφτομαι, έτσι γυμνό από κάτω μου, να με κοιτάει και τα μάτια του να ’ναι μπλε σαν το πακέτο. Και θέλω να ξαναπάω στο Παρίσι να τον βρω.
Του χρωστάω ένα τσιγάρο, για το μετά..   http://www.protagon.gr