Χρόνια Πολλά κ. Χατζιδάκι!

1830
  • Γεννήθηκε στην Ξάνθη το 1925 και ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι από τον Μύρθιο Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου και της Αλίκης Αρβανιτίδου από την Ανδριανούπολη. Θεωρείται ο πρώτος που συνέδεσε με το έργο του, θεωρητικό και συνθετικό και  την λόγια μουσική με τη λαϊκή μουσική παράδοση. Μπορεί να θεωρηθεί συνεχιστής της γενιάς του ’30 καθώς έγινε ο  πρώτος που αντιμετώπισε την παράδοση έξω από το ηθογραφικό πλαίσιο και σε όλη της την έκταση προσλαμβάνοντας και τα πλέον απορριπτέα για την κοινωνία της εποχής του λαϊκά στοιχεία και εντάσσοντάς τα σε ένα νέο μουσικό κράμα. Πολλά από τα εκατοντάδες έργα του αναγνωρίζονται ως κλασικά.

  • Εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα το 1932 μετά τον χωρισμό των γονιών του, ενώ ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε στην οικογένειά του πολλές οικονομικές δυσχέρειες με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να εργαστεί σε διάφορες δουλειές.

  • Η μουσική του εκπαίδευση ξεκίνησε σε ηλικία τεσσάρων ετών και περιελάμβανε μαθήματα πιάνου από την αρμενικής καταγωγής πιανίστρια Αλτουνιάν. Παράλληλα, εξασκήθηκε στο βιολί και το ακορντεόν. Την περίοδο 1940 – 1943 παρακολούθησε ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Μενέλαο Παλλάντιο, ενώ ξεκίνησε και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών τις οποίες δεν ολοκλήρωσε ποτέ. Την ίδια περίοδο συνδέεται με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους μεταξύ των οποίων οι ποιητές Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Άγγελος Σικελιανός και ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης.

  • Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ. Εκεί γνωρίζει τον Μίκη Θεοδωράκη με τον οποίο αναπτύσσει ισχυρή φιλία. Για την πολιτική του ταυτότητα αναφέρει: «Είμαι δημοκράτης αστός ουμανιστής και αναθεωρητής της δεξιάς […] Ποτέ δεν υπήρξα αντικομμουνιστής [...] Εγώ περιέχω και τον αριστερό. Ο αριστερός όμως δεν με περιέχει».

  • Η πρώτη σύνθεσή του ήταν το 1944 και σε ηλικία 19 ετών για το έργο  «Τελευταίος Ασπροκόρακας» του Αλέξη Σολομού που ανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Ο ίδιος ο Κουν ήταν αυτός που τον προέτρεψε να ασχοληθεί αποκλειστικά με την μουσική. Η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα αποδειχθεί ιδιαίτερα παραγωγική και θα διαρκέσει περίπου δεκαπέντε χρόνια με μουσικές για παραστάσεις όπως: «Γυάλινος Κόσμος» (1946), «Αντιγόνη» (1947), «Ματωμένος Γάμος» (1948), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1948), «Ο θάνατος του Εμποράκου» (1949) κ.ά.

  • Το 1946 καταγράφεται η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο στην ταινία «Αδούλωτοι Σκλάβοι».

  • Το 1949 γίνεται ο πρώτος που μιλά για το ρεμπέτικο σε μία διάλεξη που προκαλεί σάλο και που βάζει στο περιθώριο όλους όσοι θεωρούν το ρεμπέτικο κατώτερο είδος μουσικής. «Eπιτρέψατέ μου τώρα να σάς παρουσιάσω δύο από τους πιο γνήσιους και πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της σύγχρονης ελλnνικής λαϊκής μουσικής – τον Μάρκο Bαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά της», αναφέρει σε κάποιο σημείο της περίφημης διάλεξής του.

  • Μεγάλο κεφάλαιο αποτελούν και οι μουσικές που συνέθεσε για σπουδαίες ταινίες του ελληνικού και του διεθνούς κινηματογράφου( «Κάλπικη Λίρα» (Γ. Τζαβέλλα 1954), τη «Στέλλα» (Μ. Κακογιάννη, 1955), το «Δράκο» (Ν. Κούνδουρου, 1956), το «America-America» (Ελ. Καζάν, 1962), «Sweet Movie» (Ντ. Μακαβέγιεφ, 1974) .

popaganda_manos4

  • Το 1961 του απονέμεται το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» από την ταινία του Ζυλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή». Η βράβευση του δίνει παγκόσμια δημοσιότητα, την οποία ο Χατζιδάκις προσπαθεί να αποφύγει με κάθε τρόπο, θεωρώντας ότι του στερεί την δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος την σχέση του με τον ακροατή του. «Μου στέρησε τη δυνατότητα να ’χω τη σωστή επαφή με τον κόσμο… Και ο κόσμος επί ένα μεγάλο διάστημα εισέπραττε κάτι που ήταν απ’ έξω από το τραγούδι κι όχι από μέσα». Σύμφωνα μάλιστα με μία ιστορία, είχε προσπαθήσει να πετάξει στο χρυσό αγαλματίδιο στα σκουπίδια. Το ανακάλυψε η αδερφή του όταν παρατήρησε ότι η οικιακή του βοηθός δυσκολευόταν να σηκώσει τα σκουπίδια. Αφού άνοιξε τη σακούλα, το βρήκε και το κράτησε η ίδια, ενώ το επέστρεψε στο σπίτι του μετά τον θάνατό του.

  • Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αμερική έρχεται σε επαφή με την ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή με αποτέλεσμα να ηχογραφήσει τον κύκλο τραγουδιών «Reflections» σε συνεργασία με το συγκρότημα «New York Rock and Roll Ensemble», ενώ ηχογραφεί και «Το Χαμόγελο της Τζοκόντα» στην πασίγνωστη πλέον συμφωνική του μορφή.

  • Το 1972 επιστρέφει στην Αθήνα και τον επόμενο χρόνο ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο» με το οποίο επιδιώκει «μια τελετουργική παρουσίαση του τραγουδιού μ’ όλα τα μέσα που μας παρέχει η σύγχρονη θεατρική εμπειρία». Η περίοδος αυτή μέχρι το τέλος της ζωής του θεωρείται η περισσότερο ώριμη στη μουσική του σταδιοδρομία και σηματοδοτείται με την ηχογράφηση του «Μεγάλου Ερωτικού».

  • Η έντονη ενασχόλησή του με τα κοινά του χαρίζει τη θέση του αναπληρωτή γενικού διευθυντή της Λυρικής Σκηνής για το διάστημα 1975 – 1977 ενώ την περίοδο 1975 – 1982 αναλαμβάνει καθήκοντα Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας καθώς και Διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα. Η παρουσία του στο Τρίτο Πρόγραμμα αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς για την ελληνική ραδιοφωνία. Με το περιοδικό «Το Τέταρτο» επιτίθεται στις κατεστημένες αντιλήψεις. Μέσω των συνεντεύξεων παλεύει ενάντια στον λαϊκισμό, τις μεθοδεύσεις και τον συντηρητισμό της εξουσίας με μεγάλο κόστος για τον ίδιο καθώς πέφτει θύμα του Τύπου και κυρίως της «Αυριανής» η οποία τον διασύρει μεθοδικά.  Το 1987 σε μια συναυλία ο Χατζιδάκις απάντησε στις επιθέσεις που δεχόταν λέγοντας: «Η Αυριανή είναι η πιο φασιστική βρωμερή φυλλάδα που γνώρισε ο τόπος. Μολύνει το ελλαδικό χώρο με αναίδεια χυδαιότητα και τραμπουκισμούς… μου λένε ότι και σε άλλες χώρες υπάρχει το φαινόμενο. Κι αυτό τι σημαίνει, επειδή υπάρχουν κι αλλού ανοιχτοί βόθροι θ αφήνουμε και τους δικούς μας. Η Αυριανή πρέπει να κλείσει».

popaganda_manos2

  • Το 1989 ιδρύει την Ορχήστρα των Χρωμάτων  προκειμένου να παρουσιάζει με πρωτότυπο τρόπο έργα κλασσικών και σύγχρονων συνθετών. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις διηύθυνε την ορχήστρα μέχρι το τέλος της ζωής του δίνοντας συνολικά είκοσι συναυλίες και δώδεκα ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου.

  • Ο Χατζιδάκις διατηρεί πάντα την συναίσθηση ότι ο ίδιος είναι μη λαϊκός και προσεγγίζει τον όρο «λαϊκό» αυστηρά αποδίδοντάς του μία σαφή και αφαιρετική έννοια πέρα από τις συνήθεις κοινοτοπίες: «… Και για να εξηγηθούμε, όταν λέω κάτι λαϊκό δεν το εννοώ και για τον Λαό. Κατά σύμπτωση, ο Λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι. Τα μπουζούκια, οι μπαγλαμάδες και οι ζουρνάδες, είναι η συνήθεια του. Εμένα μ΄ ενδιαφέρουν εκείνες οι λίγες, οι μοναδικές του στιγμές που ζει, χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει την αλήθεια του. Είναι οι στιγμές που είναι σκέτα άνθρωπος, χωρίς την βία του Χρόνου, χωρίς την αγωνία του Χώρου, χωρίς την φθορά της Τάξης του…».

popaganda_manos_3

  • Επιλέγει το τραγούδι ως «ερωτική πράξη και όχι μια έκφραση τέχνης». «Πιστεύω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας».

  • Ενώ δειπνούσε σε ένα εστιατόριο στο Παρίσι με την Μαρία Κάλλας μία ορχήστρα τους πλησίασε και άρχισε να παίζει «Τα παιδιά του Πειραιά». Τότε η Κάλλας άρχισε να το σιγοτραγουδά. Αργότερα ο Χατζιδάκις της ψιθύρισε: «Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου θα τραγουδούσε τόσο μέτρια αυτό το μέτριο τραγούδι».

  • Σε ένα κείμενό του που γράφτηκε λίγο πριν τον θάνατό του και που δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία» ο Μάνος Χατζιδάκις έγραφε: «Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του».

  • Για την αντιμετώπιση του φασισμού θεωρεί πως «η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία». Και συνεχίζει λέγοντας: «Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής».

POPAGANDA.