Η Μηχανή του Τρελού

troikanoi1383633439
Σημείωμα του αντιγραφέα: Τον Κώστα Παρορίτη είναι η αλήθεια ότι δεν τον γνώριζα. Δεν εννοώ προσωπικά, μιας κι ο άνθρωπος πέθανε το 1931, πάνω από τρεις δεκαετίες προτού γεννηθώ. Λέω όμως ότι όχι μόνο δεν είχα διαβάσει ποτέ κάποιο του κείμενο, αλλά δεν είχα καν ακουστά τ” όνομά του. Μέχρι που φέτος το καλοκαίρι, έπεσε στα χέρια μου μια εξαιρετική συλλογή με διηγήματα για Τρελούς, από την ελληνική λογοτεχνία, ένα βιβλίο που το ρούφηξα στ” αλήθεια, μέχρι την τελευταία του σταγόνα. Πολλά διηγήματα μου τράβηξαν την προσοχή κι απέσπασαν το θαυμασμό μου, όμως εκείνο που με χτύπησε πιο δυνατά – ευτυχώς χωρίς να μου αφήσει μώλωπες ή κάποιο άλλο κουσούρι εξόν όσων ήδη έχω – ήταν η εκπληκτική Μηχανή του Τρελού. Ένα διήγημα γραμμένο κάπου στις αρχές του 20ου αιώνα, που φαντάζει τόσο επίκαιρο στις μέρες μας, όσο προαιώνια κι αναπόδραστη είναι η μοίρα του νεοελληνικού κράτους, εξαρτημένο, πάμπτωχο και παραδαρμένο, η αληθινή μυθική Ψωροκώσταινα. Ο Νεοέλληνας, ο τρελός πρωταγωνιστής της ιστορίας, κληρονόμος μιας τεράστιας βιβλιοθήκης γεμάτης γνώση, πνεύμα αλλά και πολλή σκόνη, αγωνιά να διατηρήσει την κληρονομιά του, ενώ ύπουλες σκέψεις, καθοδηγούμενες απ” την πείνα και τη θανατερή χειμωνιάτικη παγωνιά, τον σπρώχνουν σταδιακά να ρίξει τα βιβλία στο τζάκι, για να επιβιώσει άλλη μια μέρα, καθώς το πνεύμα δεν τρώγεται κι η γνώση τού είναι πλέον άχρηστη, ίσως κι επιζήμια. Όμως μέσα στο φαντασιακό του, μια κρυφή, φρούδα αλλά επίμονη ελπίδα κατοικεί, μια μάταιη σπίθα που τον ζεσταίνει περισσότερο απ” τα προσανάμματα του Γκαίτε ή του Ομήρου που τσιροκοπάνε κλαυθμυρίζοντας στην πυροστιά.Η Μηχανή του Τρελού είναι κάθε μεγαλοϊδεατισμός που χρονίως κατέχει το νου μας, ο εθνικός μας μύθος, είναι το θαύμα, ο από μηχανής θεός, που όλοι περιμένουμε μες την απελπισιά μας να μας σώσει απ” τη μιζέρια, την καταφρόνια και την υποδούλωση. Είναι η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, των ηρώων που πολεμούν σαν Έλληνες (κατά τον Ουίνστον Τσόρτσιλ), η Ελλάδα της Ευρώπης, η ισχυρή Ελλάδα του Εκσυγχρονισμού, η Ελλάδα των Ολυμπιακών αγώνων, η κοιτίδα του πολιτισμού και της Δημοκρατίας (που έχει ξεμείνει κι απ” τα δύο), η Ελλάδα του Ευρώ. Είναι τα εξωγήινης προέλευσης φανταστικομμύρια του Αρτέμη Σώρρα, το success story του Σαμαρά, είναι η ανάκαμψη που έρχεται, είναι οι επενδύσεις των χρυσοθήρων που θα μας σώσουν, είναι οι Έψιλον που προσμένουν την κατάλληλη ώρα για ν” αποκαταστήσουν τον περιούσιο Ελληνισμό στον ολύμπιο θρόνο και στις δάφνες που του προσήκουν κληρονομικώ δικαιώματι.

Ο χαρακτήρας του Τρελού του διηγήματος είναι η ελληνική κοινωνία, είναι ο Έλληνας, ο καθένας από μας. Είναι ο Χρυσαυγίτης, είναι κι ο Συριζαίος, είναι ο Νοικοκυραίος, είναι ο Αναρχικός, είναι ο επαναστάτης του διαδικτύου,που θεωρεί όλους τους άλλους ηλίθιους, είναι κι ο θρήσκος και φανατικός, όλοι εκείνοι που εναποθέτουν τη σωτηρία τους σε κάποιο κυρίαρχο Μύθο. Είναι την ίδια στιγμή το ρεντίκολο της κοινωνίας, εκείνος που οι άλλοι θωρούν περιπαικτικά, κλείνοντας με νόημα το μάτι στο διπλανό τους. Ένα αναπάντεχο κοίταγμα μέσα στον καθρέφτη της συλλογικής μας ψυχής, όσο σκληρό κι αν είναι το πρόσωπο που απεικονίζεται και μας αντιγυρνά το βλέμμα.

Έψαξα στο διαδίκτυο, όμως είδα ότι το εξαιρετικό αυτό διήγημα δεν βρίσκεται πουθενά αναρτημένο και σκέφτηκα πως τούτο είναι κρίμα. Αποφάσισα λοιπόν να καθίσω και να το αντιγράψω, έτσι ώστε να γίνει προσιτό και σε άλλους και να διαβαστεί, πίσω απ” τον ορυμαγδό της πολιτικής καθημερινής ειδησεογραφίας, που μόνο ειδήσεις δεν μεταδίδει, σαν ένα αλληγορικό σχόλιο πάνω στην σημερινή και τη διαχρονική κατάσταση της χώρας και του λαού μας. Όμως αρκετά από μένα. Σας αφήνω ν” απολαύσετε το καταπληκτικό κείμενο, με την ευχή να σας ψυχαγωγήσει και να σας προβληματίσει, όσο τουλάχιστον λειτούργησε και σε μένα.

Καλή ανάγνωση…

Η Μηχανή του Τρελού

Ξεπετάχτηκα από το στρώμα μ” ένα δυνατό χτυποκάρδι. Τι παράξενο όνειρο! Είναι σκοτάδι ακόμα. Οι καμπάνες σημαίνουνε για τον όρθρο. Τα νερά της θάλασσας κάτω ακούνητα, νεκρά, μαύρα. Είδα πως έπιασε φωτιά η βιβλιοθήκη μου! Πάνε τα ωραία μου βιβλία, οι γλυκιοί μου σύντροφοι! Στάχτη, καπνός όλα! Μαζί πάνε και τα χειρόγραφα. Τι τρομάρα Θε μου! Ακόμα χτυπάει η καρδιά μου. Σουτ! Πάψε λοιπόν καρδιά! Να, τ” αγαπημένα σου βιβλία είναι όλα στη θέση τους. Τι άλλο θέλεις; Λίγη σκονίτσα μόνο κάθεται απάνω. Να! Μπορώ να χαράξω απάνω τ” όνομά μου με το δάχτυλό μου. Περίεργο. Πότε κάθισε απάνω αυτή η σκόνη. Πού ήμουνα εγώ όταν καθότανε αυτή; Τι άσκημα που είναι έτσι τα βιβλία! Φου, φου. Φυσάω κι η σκόνη σηκώνεται σύννεφο. Πάλε ξανακάθεται απάνω τους. Ας είναι. Ας καθίσει· δε θα σκοτιστώ πια… Αλήθεια. Γιατί να φοβηθώ; Τι κουτός. Μακάρι να καιγόντανε. Τι κρίμα να μην είναι αληθινή φωτιά! Τι όμορφο να βλέπεις τον Όμηρο να τσιτσιρίζει, τον Σοφοκλή να πετάει χρυσές σπίθες, τον Γκαίτε, αυτόνε δα να σου φωνάζει βοήθεια, όλους όλους αυτούς, τους πολυλογάδες των αιώνων, μια χούφτα στάχτη μπροστά σου! Να πάρεις έπειτα τη στάχτη στη χούφτα σου, ένα φύσημα, πάνε και σοφίες και όμορφα λόγια και μυστήρια και πονοκεφαλιάσματα. Αμ τι; Γιατί να μην είναι αλήθεια τ” όνειρό μου; Θέλει αέρα, φως, ήλιο τούτο το δωμάτιο που το πνίγουνε αλύπητα τα βιβλία. Σκεπασμένοι, μουχλιασμένοι πια οι τοίχοι από παλιόχαρτα. Πού να μπει το φως εδώ μέσα, πού να γλιστρήσει παιγνιδιάρα μιαν αχτίνα, πού να πετάξει κελαδώντας το μικρό πουλάκι. Χλομιαίνει εδώ μέσα το φως, φιλαργυρεύεται τα χρυσάφια του ο ήλιος, σκιάζεται το δειλό πουλάκι. Τι μούχλα, τι μισοσκοτεινιά Θε μου! Περίεργο. Όξω απ” το παραθύρι μου είναι μια τριανταφυλλιά. Να και μια μυγδαλιά. Στραβός! ούτε είχα ιδεί τίποτις…

Ήτανε όνειρο. Τηνέ γλίτωσες λοιπόν γέρο Όμηρε. Ε; Ας ανάψουμε ένα σπίρτο· άφησε ν” ακουμπήσω λιγάκι στο κρέας σου τη φωτιά. Καίει; Πονάει; χα, χα, χα· φοβήθηκες, μωρέ γέρο, το σπίρτο; Και συ καυκιέσαι πως είσαι αθάνατος! Εδώ σε θέλω. Το σπίρτο, βαστάς το σπίρτο; Τίποτις. Είσαστε όλοι σας δειλοί. Ψεύτες. Βλέπετε το φως, ας είναι και σπίρτο ακόμα, και νερουλιάζει το αίμα σας από το φόβο! Πού να μπει καμιά μέρα κι ο ήλιος όλος εδώ μέσα. Τι θα γίνετε τότε, πού θα κρυφτείτε, κακομοίρηδες! Πάει. Δεν θέλω πια να σας ξέρω. Ας είναι καλά η μηχανή μου!

Κυριακή.
Όξω, όξω κύριοι συγγραφιάδες. Αδειάστε μου τη γωνιά. Αρκετόν καιρό σας φιλοξένησα στο φτωχικό μου. Κάνει κρύο, χειμώνας όξω. Κρυώνετε; Και τι μ” αυτό. Κ” εγώ κρυώνω. Ας σας πάρει κι άλλος. Εδώ πια δεν έχετε θέση. Έφαγα τη ζωή μου μ” εσάς. Το ξέρετε δα πολύ καλά. Από παιδί σας γνώρισα. Καμάρωνα για τη συντροφιά σας, έλεγα πως κάτι θα κερδίσω. Μα τι έχετε εσείς να δώσετε και σε άλλους! Εμπρός το δρόμο σας. Έλα γέρο εσύ, κάνε την αρχή. Τι κουνάς το κεφάλι σου! Δε σε ξέρω νομίζεις; Άνοιξε το στόμα σου. Άνοιξέ το ντε α σου βαστά. Φαφούτης· ούτε ένα δόντι δε σου απόμεινε· μιλάς και πετάγονται τα σάλια σου. Σαλιάρης! Σε σιχαίνουμαι μα το Θεό. Μωρέ, συντροφιά που σου την είχα τόσα χρόνια! Να σας το πω και να το ξέρετε· θα θυμώσετε; αδιάφορο μου είναι… Ναι, όλοι σας εσείς, μικροί και μεγάλοι, από την αρχαιότη ως σήμερα, όλοι σας, τ” ακούτε, όλοι σας δεν αξίζετε ούτε όσο αυτό το πουλάκι που κελαηδάει αυτή τη στιγμή απάνω στο δέντρο. Ξύστε τ” αυτιά σας ν” ακούστε. Κολασμένοι!

Ε, συ εκεί κάτω που χαμογελάς. Δε σε βλέπω νομίζεις; Μεγάλος άθρωπος βλέπεις! Ανέβα κάμποσες σειρές παραπάνω ν” αψηλώσεις πιο πολύ φαντασμένε! Να σας το πω; Είσαστε όλοι κοκορόμυαλοι. Με βλέπετε μένα; Πώς σας φαίνουμαι; Γελάτε μαζί μου, ε; Μεγάλοι εσείς, βλέπεις; Ε λοιπόν εγώ που με βλέπετε κατάφερα κάτι. Κατάφερα αυτή τη μηχανή που βλέπετε κει. Κοιτάχτε την! Μα πού σας αφήνει ο φτόνος να την κοιτάξτε. Πράσινοι! Τη βλέπετε λοιπόν; Αυτή θα σώσει την πατρίδα, αυτή θα την ξανακάνει μεγάλη! Πώς σας φαίνεται αυτό; Κι όμως έτσι είναι. Ορίστε. Δεν είναι τίποτις σπουδαία πράματα. Απλά. Πολύ απλά. Να αυτή η βίδα· γυρίζεις τη ροδίτσα και τραβάς αυτό το συρματάκι· αυτό είναι όλο. Μα να ιδείς τι κάνει αυτό το συρματάκι. Όσοι κι αν είναι μπροστά, όλους τους σαρώνει. Πού να σταθεί οχτρός μπροστά σ” αυτή τη μηχανή!

Δευτέρα βράδυ.
Διαβολόκρυο· αγκυλώνει μέσα στην καρδιά. Τα δάχτυλά μου κοκαλιάσανε, τα πόδια μου ούτε τα καταλαβαίνω. Η μύτη μου κοντεύει να πέσει. Πού είναι η μύτη μου; Πρέπει να ζεσταθούμε ωστόσο. Λίγη φωτίτσα είναι ό,τι μπορεί να ποθήσει κανείς αυτή τη νύχτα. Μα πώς; Το βρήκα. Ας ρίξουμε στο τζάκι αυτές τις φημερίδες· είναι μαζί και κάτι χερόγραφα με διάφορες σοφές κουταμάρες. Α! Τι ωραία λάμψη! Ναι. Μα η ζεστασιά πού είναι; Βρρρ… Το κρύο μπαίνει απ” όλες τις μεριές. Ποτέ δεν ήτανε τόσο κρύο αυτό το σπίτι. Χτυπάω χάμω τα πόδια μου για να ζεσταθώ· κάνω γυμναστική με όλα μου τα γεράματα. Τι γελοίο θέαμα! Να γυμνάζεται κανείς με άσπρα μαλλιά. Προτιμώ να κοκαλώσω… Να “φαγα τάχα απόψε; Μου φαίνεται πως δεν έφαγα. Βέβαια. Τα λεφτά σωθήκανε. Είναι καιρός. Ας ανοίξουμε το ντουλάπι. Άλλοτε ό,τι ήθελες βρισκότανε μέσα… Τι είναι αυτό; Ένα ξεροκόμματο. Πέτρα, σίδερο, πού να το κάμουνε καλά τα δόντια μου! Ας είναι, δεν πειράζει. Κοιμόμαστε και νηστικοί. Σιγαλιά όξω· θα” ναι περασμένη η ώρα. Αυτό το σκυλί τι έχει και ουρλιάζει; Τρέμουνε τα σαγόνια μου απ” το κρύο. Πώς θα βγάλω τη νύχτα;

Ε σεις πολυλογάδες εκεί στη βιβλιοθήκη, δε λέτε τίποτις να περάσει η ώρα; Α! δεν είμαι κουτός. Πού θα βρω καλύτερα κούτσουρα από σας· θα σου κάνω μια φωτιά πρώτης. Κ” έχουμε βιβλία να καίμε όλη τη νύχτα. Να που κάνετε κ” εσείς καλό. Εμπρός. Όλοι σας στη φωτιά. Α! τι όμορφα· τι ζεστασιά· τι λάμψη. Το αίμα μου που είχε πήξει αρχίζει να λιώνει γλυκά μέσα στις φλέβες. Η μύτη μου η κακομοίρα ξανάρθε στον τόπο της. Τα σαγόνια μου δεν χτυπάνε πια σα να είμαι στην κόλαση. Τώρα είμαι καλά. Ακόμα πιο καλά είναι η μηχανή μου. Σκεπασμένη μ” ένα κόκκινο πανί πες πως κοιμάται κει στη γωνιά. Τέλειο πράμα. Εφεύρεση πρώτης. Εδώ είναι το μεγαλείο της πατρίδας, στα χέρια μου.

Σαββατόβραδο.
Φωτοχυσία κάθε βράδυ. Τι όμορφη φωτιά που κάμει κανείς με τα βιβλία. Αλήθεια θερμαίνουνε. Αλλιώτικα εγώ θα ήμουνα ξεπαγιασμένος. Φωτίζουνε κιόλας. Να που έχω βραδιές ν” ανάψω κερί… Η βιβλιοθήκη όσο πάει κι αδειάζει. Τώρα χάσκουνε κάμποσες τρύπες σα στόματα. Τα είχα ένα βάρος στην ψυχή αυτά τα βιβλία. Τώρα μου φαίνεται πιο αλαφρός ο αέρας εδώ μέσα. Ανασαίνω πιο λεύτερα. Όλα θα περάσουνε από το τζάκι. Κανένα δεν θα μείνει. Πρέπει να την αερίσω αυτήν την κάμαρα· όλα τα παλιά πρέπει να φύγουνε και να “ρθουνε τα νέα. Όλα όξω, όλα στη φωτιά.

Σαββατοκύριακο, του Αηλιά.
Τι όμορφη μέρα! Κάθουμαι στο παραθύρι μου και καμαρώνω τον κόσμο που περνάει από κάτω. Τι μικροί μου φαίνουνται οι αθρώποι από αψηλά. Τι τρέχετε, μωρέ, έτσι; Τι κυνηγάτε; Δόξα, πλούτο, σοφία; Σταθείτε μωρέ. Κοιτάξτε τη βαρκούλα αυτή τι όμορφα που σαλεύει στα γαλανά νερά, το γαλάζιο καπνό τι όμορφα βγαίνει από τη φτωχή καπνοδόχη της καλύβας, Τα βρεγμένα κεραμίδια πώς γυαλίζουνε κάτω από τις αχτίνες του ήλιου σα να είναι γυαλί· ούτε σαν τη γαλάζια αυτή πέτρα που στολίζει τον πάτο της θάλασσας δεν είσαστε σεις… Από χτες έχω να βάλω μπουκιά στο στόμα μου. Και τι με αυτό. Ας είναι καλά η μηχανή μου! Να το πουλάκι που πετάει στο σπαρμένο χωράφι. Σπυράκι σπυράκι μαζεύει την τροφή του. Μα εκείνος ο γάτος ο μεγαλομούστακος που παραφυλάει εκεί τι σας λέει; Φύγε κουτό! Όλα καλά! Αυτή η μυγδαλιά τινάζει τα κλαδιά της σαν παραπονεμένη. Πότε θα λουλουδιάσει; Θα κρυώνει τις νύχτες. Να ήτανε τρόπος να τηνέ ζεστάνω κι αυτή!

Η νύχτα που δεν έχει μέρα
Είναι κάμποσος τώρα καιρός που μου ρίχνουνε κάτι αλλόκοτες ματιές οι αθρώποι. Σαν παλούκια μπροστά στο δρόμο μου φαίνουνται αυτές οι ματιές. Δεν μπορεί κανείς έτσι να περπατήσει λεύτερα. Με κοιτάζουνε, κάτι ψιθυρίζουνε αναμεταξύ τους και χαμογελάνε. Γιατί αυτό; Εγώ είναι καιρός τώρα που δεν μπορώ να θυμηθώ πρόσωπα. Κάτι θαμπίζει η μνήμη μου, μα η πραγματικότητα της ξεφεύγει. Όλους κάπου τους έχω ιδεί μα κανένα τους δε θυμούμαι. Ένα κέρδος κι αυτό. Δεν είναι προκοπή απ” αυτούς τους αθρώπους· όλοι τους μικροί, γελοίοι, ούτε ξέρουνε πού βρίσκουνται και τι ήρθανε να κάνουνε σε αυτόν τον κόσμο. Χαζοί, ακόμα και σαν αγωνίζουνται να δείξουνε όλη τους τη σοβαρότη. Εγώ τους αποφεύγω. Τραβώ πάντα κατά τα στενοσόκακα και τις εξοχές. Βαρέθηκα τους αθρώπους. Στην εξοχή επιτέλους έχεις με κάτι αληθινά όμορφο ν” ασχολήσεις το νου σου. Να η πεταλούδα, να το μυρμήγκι το σοφό, να το φρόνιμο φιδάκι που χώνεται στις πέτρες, να το πικρό αγκάθι, να το πράσινο χορταράκι, να κι ο βράχος ο αιώνιος, να κι η θάλασσα η αγέραστη. Τι χρυσή συντροφιά!

Δευτέρα ξημερώματα.
Δεν έχω ύπνο. Η βιβλιοθήκη μου χάσκει σα γριά ξεδοντιάρα. Τα βιβλία τα “φαγε η φωτιά. Πέρασα χρυσές βραδιές. Να ιδούμε τώρα πώς θα τα καταφέρουμε… Ένα νόστιμο. Είχανε ρθει προχτές δυο στο σπίτι μου να ιδούνε τη μηχανή. Ο ένας ήτανε παπάς. Ο κόσμος πάει κι έρχεται για να βλέπει τη μηχανή. Στη βιβλιοθήκη βρισκότανε ακόμα δυο βιβλία. Ένα βαγγέλιο και μια μαγερική. Φαγωθήκανε ποιος να την πρωταρπάξει. Επιτέλους νίκησε ο παπάς κ” έχωσε το βιβλίο κάτω απ” το ράσο του. Εμένα μου αφήσανε το βαγγέλιο. Αυτός ο παπάς πρέπει να “ναι σοφός άνθρωπος.

Τρίτη.
Έρχεται ο Βασιλιάς να δει τη μηχανή! Η φήμη της μηχανής μου έφτασε ως τ” αυτιά του και θέλει να γνωρίσει και μένα τον ίδιο, μου είπανε. Καλώς να “ρθει. Στο φτωχικό μου θα τονέ δεχτώ με την ανοιχτή μου καρδιά. Τι άλλο. Ό,τι άλλο είχα τα “φαγε η φωτιά τις νύχτες.

Παρασκευή.
Ήρθε, ήρθε, ήρθε. Θε μου τι άνθρωπος! Μέλι έσταζε από τα χείλια του. Και τι στολή ήτανε κείνη! Η περικεφαλαία του γεμάτη φτερά που μοιάζανε σαν του κοκόρου. Περίεργο. Το σπαθί του ήτανε ξύλινο. Βασιλιάς και ξύλινο σπαθί! Μου “σφιξε το χέρι, μου είπε λόγια γλυκά, με ρώτησε για τη μηχανή. Του τα ξήγησα όλα, ένα προς ένα. Δεν είναι κανένα μπερδεμένο πράμα, Μεγαλειότατε, του είπα. Να αυτή η ρόδα που βλέπεις εδώ, τραβάς το σύρμα, γυρίζει η ρόδα κ” έπειτα όσοι κι αν είναι μπροστά γίνουνται στάχτη. Ο Βασιλιάς – τι καλός – απόρησε με την απλότη της μηχανής. Μου είπε πως με μια τέτοια μηχανή, σίγουρα θα διώξουνε τους Τούρκους από την Πόλη. Θα οπλίσει το στρατό με τη μηχανή μου κ” έπειτα βλέπεις Ελλάδα! Μου είπε πως θέλει πάλε να κουβεντιάσει μαζί μου και με προσκάλεσε στο παλάτι του για να τα πούμε καλύτερα. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα από τη χαρά μου. Πατρίδα! Πατρίδα! Βλέπεις τι κατάφερα εγώ, το παιδί σου; Και πώς; Από τα βιβλία; τίποτις. Από την αγάπη σου!… Αυτόν το Βασιλιά σα να τον έχω ιδεί κάπου… Αδύνατο να θυμηθώ. Παιγνίδι θα “ναι της μνήμης μου.

Κυριακή.
Τι κουτοί αυτοί οι αθρώποι! Σήμερα ήρθε ένας και μου πρόσφερε ένα μιλιούνι δραχμές για να του πουλήσω τη μηχανή. Μην ήτανε τρελός; Έτσι θα “ναι. Μα, βλογημένε μου, ακόμα δεν έμαθες πως εγώ δεν δούλεψα για παράδες; Εγώ δουλεύω για την Πατρίδα, τ” ακούς; Για την Πατρίδα! Τι να τα κάνω τα μιλιούνια σου! Μου φτάνει εμένα η αγάπη της Πατρίδας. Ξύλα για φωτιά έχεις; Ξύλα, ξύλα γιατί ο βοριάς σφυρίζει όξω κ” η βροχή μου χτυπάει τα τζάμια σα να μου λέει να της ανοίξω για να μου κάνει συντροφιά. Πήγαινε στο καλό κυρά μου.

Δευτέρα.
Φεύγω αύριο για την Αθήνα. Ο Βασιλιάς με προσκαλεί στο παλάτι του. Θα πάρω μαζί και τη μηχανή. Απόψε ονειρεύτηκα στα ξύπνια μου. Περίεργο. Τα μάτια μου ήτανε ανοιχτά. Η κάμαρα γέμισε άξαφνα από τις αγαπητές μου μορφές. Η γυναίκα μου που δεν γνώρισα ποτέ, τ” αγγόνια μου, με τριγυρίσανε. Όλοι με χαϊδεύανε, μου γλυκομιλούσανε, βουίζανε γύρω στ” αυτιά μου σα μελίσσια. Ένιωσα πως ξανανιώνω. Έκανε κρύο. Το τζάκι ήτανε σβηστό, μα μια ζεστασιά σα χλιαρό νερό άρχισε να με περεχύνει σε όλο μου το κορμί. Ζεστάθηκα σιγά σιγά μόνο με την ιδέα. Τ” όνειρο με παρακολούθησε και στον ύπνο μου. Τ” αγγονάκια μου σταθήκανε και μου κελαηδούσανε πάνω απ” το προσκέφαλο λόγια γλυκά. Η γριούλα μου με τις ασημένιες τρίχες με χάιδευε με την τρυφερή ματιά της. Θέλουνε κ” οι γέροι τα χάδια τους… Η βροχή κλαίει θλιβερά πάνω στα κεραμίδα μου, ο βοριάς σχίζει τα σκοτάδια με τις στριγγιές φωνές του. Πώς θα ταξιδέψω! Μα είναι για την πατρίδα!

Τρίτη.
Στο λιμανάκι κόσμος μαζωμένος. Θέλουνε να με ιδούνε, να μου σφίξουνε για τελευταία φορά το χέρι. Είναι όλοι γνωστοί μου. Δηλαδή κανένας δεν είναι γνωστός μου. Δεν ξέρω πώς μου φαίνουνται τώρα οι αθρώποι. Σαν ίσκιοι, σαν καπνός. Μια θολούρα, μια καταχνιά ανεβαίνει σα σύννεφο μπροστά μου. Να κείνος εκεί έμοιαζε τόσο με τον Βασιλιά που ήρθε στο σπίτι. Με κοίταγε μ” έναν τρόπο. Όλοι με κοιτάζανε με παράξενον τρόπο. Μα πώς τους φαίνουμαι τάχα; Βέβαια θα “μαι διαφορετικός από τους άλλους. Σα δουλεύει κανείς για την Πατρίδα, παίρνει έναν αέρα… Το παπόρι σφυρίζει. Οι φίλοι μου κουνάνε τα μαντίλια τους στον αέρα, όλοι μου φωνάζουνε «Στο καλό, καλή αντάμωση». Συγκινήθηκα. Είχα καιρό να νιώσω τέτοια συγκίνηση.

Στο παπόρι.
Κρύο, κρύο. Στριμώχτηκα σε μια γωνιά, κοντά στη μηχανή του παποριού για να ζεσταίνουμαι. Δε με ζέστανε τόσο η φωτιά, όσο η μηχανή που είχα δίπλα μου. Το παπόρι τρέχει. Τα βουνά της πατρίδας μου χαθήκανε πια από μπροστά μου. Ξένα βουνά, ξένες ακρογιαλιές. Βουνό τα κύματα. Φαντάζουμαι να βούλιαγε το παπόρι άξαφνα. Δε λυπάμαι για τη ζωή μου, μα η πατρίδα τι θα γινότανε τότε δίχως τη μηχανή μου; Θέλω να ζήσω μόνο για να χαρώ τη δόξα της… Ένας άθρωπος του παποριού με βασάνισε πολλήν ώρα για το εισιτήριο. Πώς βρίσκουνται τόσο κουτοί αθρώποι. Αναγκάστηκα να του ξηγήσω το σκοπό του ταξιδιού μου σαν είδα πως πίμενε. «Πηγαίνω στην Αθήνα, με ζητάει ο Βασιλιάς. Θέλει να ιδεί τη μηχανή μου και να οπλίσει με αυτή το στρατό του». Του “δειξα και τη μηχανή για να πιστέψει. Άκουγε με προσοχή όσα του “λεγα αλλά στα χείλη του είχε ένα χαμόγελο… Επιτέλους τονέ ξεφορτώθηκα· θα παραπονεθώ στο Βασιλιά για τον άθρωπο αυτό που τόσο με πίκρανε με την παράξενη επιμονή του. Μου φαίνεται πως δεν έδειξε το χρειαζούμενο σεβασμό στο άτομό μου.

Αθήνα.
Έφτασα στην Αθήνα. Πρώτη φορά βλέπω τον τόπο. Αλλιώτικος τόπος! Όλα είναι αλλιώτικα εδώ, οι αθρώποι κινιούνται αλλιώτικα. Μα αυτό είναι δικός τους λογαριασμός. Εγώ πρέπει να ιδώ το Βασιλιά το γληγορότερο. Μα πού είναι το παλάτι! Ρωτώντας, ρωτώντας ωστόσο θα το βρω· οι αθρώποι είναι καλοί και μου αποκρίνουνται πρόθυμα σαν τους ρωτώ. Απόψε θα δειπνήσω στου Βασιλιά. Μα η φορεσιά μου είναι σε κακό χάλι. Το παλτό μου είναι ξεβαμμένο και τρύπιο στους αγκώνες, τα παπούτσια μου με μισό πάτο, το καπέλο μου τσακισμένο και τρύπιο. Με τέτοια φορεσιά δεν παρουσιάζουνται στο Βασιλιά. Μα είναι καλός ο Βασιλιάς και δε θα κοιτάξει τόσο μικρά πράματα. Αυτός τη μηχανή έχει πόθο να ιδεί. Έπειτα θα του εξηγήσω πως θα μπορούσα να “χω κ” εγώ μια καλή φορεσιά μα τα θυσίασα όλα, και θέση και περιουσία, για τη μηχανή. Μπροστά στη μηχανή δεν θα “χει καιρό να κοιτάζει τη φορεσιά μου. Χάνεται ο άθρωπος μπρος στην ιδέα. Η μηχανή μου είναι η ιδέα, η ιδέα η Εθνοσώστρα που θα την αγκαλιάσει ο Βασιλιάς για να σώσει την Πατρίδα…

Αχ, απόστασα γυρίζοντας· ατέλειωτος ο δρόμος και τα γόνατά μου λυγίζουνε. Ένα παιδάκι με είδε που γύριζα στους δρόμους και με ρώτησε πού πηγαίνω. «Είναι μακριά το παλάτι παιδί μου;» ρώτησα. «Έλα μαζί μου» μου αποκρίθηκε το παιδί. Μπρος το παιδί, πίσω ο γέρος.
Σε λίγο φτάσαμε σ” ένα μεγάλο σπίτι. «Να αυτό είναι το παλάτι» μου είπε το παιδί. Έβγαλα απ” την τσέπη μου μια πεντάρα κ” έκανα να του τηνέ δώσω για τον κόπο του. Μα κείνο πού να δεχτεί. «Είσαι γέρος, μου είπε, μπορεί να σου χρειαστεί για να πιεις κανένα ρούμι. Κάνει κρύο». Έφυγε τρέχοντας με τα γυμνά του πόδια… Αυτό λοιπόν είναι το παλάτι! Στάθηκα ώρα και το καμάρωνα. Μα δεν καλόβλεπα κιόλας γιατί είχε νυχτώσει σα φτάσαμε. Αναμμένα τα φανάρια. Μπροστά στις πόρτες στρατιώτες με τα ντουφέκια περπατούσανε αργά, σοβαροί κι αμίλητοι. Προχώρησα προς την πόρτα, μα ένας στρατιώτης με σταμάτησε άγρια. «Ε γέρο, πού τραβάς;» ρώτησε. Ο τρόπος του δεν ήτανε πολύ βγενικός κ” είχα σκοπό να μην του αποκριθώ, μα κείνος σαν είδε πως δε στεκόμουνα, έτρεξε και μ” έπιασε από το παλτό. «Άφησέ με, του είπα, με θέλει ο Βασιλιάς!» Κείνος έσκασε στα γέλια. «Και τι σε θέλει εσένα ο Βασιλιάς;» είπε. «Εμένα όχι, μα τη μηχανή μου» κι έκανα να του δείξω τη μηχανή που είχα κάτω από το παλτό μου. «Καλά, κατάλαβα, είπε γελώντας πάντα·
μείνε απόψε όξω κι αύριο που θα ξυπνήσει ο Βασιλιάς τονέ βλέπεις».

Γύρισα πίσω. Πού να πάω; Κανένα δεν γνώριζα, λεφτά δεν είχα· το κρύο έσφαζε· έσφιγγα τη μηχανή στο στήθος μου απάνω για να ζεσταθώ. Μα τι να σου κάνει κι αυτή… Αποφάσισα να ξενυχτίσω όξω στο δρόμο. «Δεν πειράζει, σκέφτηκα, για την Πατρίδα είναι κι αυτό· λίγο ακόμα και παύουνε τα δεινά μου. Ζυγώνει η ανατολή». Βρήκα κάποια γωνιά κάτω από μια καμάρα του παλατιού και μαζώχτηκα εκεί κουβάρι. Αραιοί περνούσανε οι διαβάτες. Ένα φανάρι έκαιγε στη γωνιά του δρόμου κ” η φλόγα δερνότανε με τον αέρα μέσα στα τζάμια. Τι μελαγχολικό που μου φαινότανε το φως κείνο το βράδυ! Μα κρύωνα, κρύωνα. Το κρύο μου πάγωνε το αίμα στις φλέβες, μου πάγωνε ως και τις ιδέες. Δεν μπορούσα να στρώσω μιαν ιδέα. Ε και να το ήξερε ο Βασιλιάς πού βρισκόμουνα· αμέσως θα “στελνε να με παίρνανε και θα “δινε διαταγή να μου ετοιμάσουνε ένα ζεστό κρεβατάκι.

Από τη γωνιά μου αντικρίζω μια πιπεριά· ο αέρας τηνέ δέρνει αλύπητα και τα κλαδιά της πλέκουνε περίεργους ίσκιους στον τοίχο του αντικρινού σπιτιού και στα μάρμαρα του πεζοδρομίου. Μια σάλπιγγα σημαίνει κάπου μακριά κι ο ήχος φτάνει παραπονετικός, πένθιμος στ” αυτιά μου. Ένα σκυλί ανακατεύει λαίμαργα τα σκουπίδια που είναι στην άκρη του δρόμου, με την ελπίδα να βρει κανένα κόκαλο· βλέπω και μια γυναίκα τυλιγμένη σε ένα μαύρο μποξά, με ένα παιδάκι στην αγκαλιά, να κάθεται κάτω από την πιπεριά και ν” απλώνει το χέρι της δειλά σε κάθε διαβάτη, που περνάει βιαστικός δίχως να γυρίσει το πρόσωπό του. Μια άμαξα μεγαλόπρεπη με δυο φανάρια στα πλάγια που λάμπουνε σαν ήλιος, και δυο περήφανα μαύρα άλογα που σκάβουνε τη γης με τα πέταλά τους, στέκεται στην οξώπορτα ενός μεγάλου σπιτιού σα να περιμένει κάποιον αφέντη που θα βγει από μέσα τυλιγμένος σε γούνες. Ο αμαξάς ακούνητος σαν άγαλμα στη θέση του. Πώς δεν κρυώνει αυτός ο άθρωπος εκεί απάνω; Σιγά σιγά αραιώνουνε οι διαβάτες. Πού και πού περνάει τώρα κανένας ίσκιος και χάνεται· θα είναι προχωρεμένη πολύ η νύχτα.

Κλείνω τα μάτια μου για να κοιμηθώ όσο να φωτίσει… Ο ύπνος δεν έρχεται· το παγωμένο κορμί μου ανάπαψη δε βρίσκει. Τα χέρια μου κοκαλιάσανε. Τα τρίβω γλήγορα, τα χουσαίνω, τα βάζω κάτω από τις αμασκάλες μου για να βρούνε λίγη ζεστασιά… Ο αέρας έπαψε κατά τα μεσάνυχτα. Τώρα με τη σιγαλιά άρχισε να πέφτει ψιλό το χιόνι, μαλακό σαν μπαμπάκι. Στριφογυρίζει η άσπρη πιτουρίδα, θολώνεται ο αέρας από την άσπρη καταχνιά, η γης ντύνεται άσπρα. Τα κλαδιά της πιπεριάς ασπρίσανε και γέρνουνε ακούνητα σα λυπημένα. Ψυχή δε φαίνεται πουθενά και μόνο τα παράθυρα του αντικρινού μου σπιτιού φαίνουνται λαμπρά φωτισμένα. Τι να γίνεται τάχα μέσα σε κείνη τη φωτισμένη κάμαρα! Αν είναι ο σοφός που ζητάει να καλιγώσει τον ψύλλο με τη σοφία του, τονέ λυπούμαι. Δεν πας, χριστιανέ μου, να χωθείς στα ζεστά στρώματά σου!… Μην είναι κανένας άρρωστος που ψυχομαχάει; Μην είναι γλέντι, χορός; Ό,τι κι αν είναι, εμένα ποιος θα με ζεστάνει εδώ στη γωνιά μου; Κανείς· αχ πότε θα ξημερώσει, πότε θα ιδώ τον ήλιο; Δίψασε η ψυχή μου για ήλιο, για φως! Πάγωσε το αίμα μου. Πεθαίνω, πεθαίνω!

Ήμουνα μισοπεθαμένος από την παγωνιά. Με βρήκανε αναίσθητο το πρωί. Σαν άνοιξα τα μάτια μου βρέθηκα σε μια κάμαρα κ” ένας κύριος με μαύρα ρούχα και χρυσά ματογυάλια στεκότανε από πάνω μου· μια κοπέλα με άσπρη ποδιά μου “φερε ένα ζεστό, αχνιστό και μυρουδάτο. Το ήπια και ζεσταθήκανε τα σωθικά μου. Έβγαλα τότε έναν αναστεναγμό μέσα από την καρδιά μου, γύρισα γύρω τα μάτια μου να ιδώ πού βρίσκουμαι, κ” η πρώτη σκέψη μου επήγε στη μηχανή μου. «Η μηχανή μου τι γίνεται; Θέλω τη μηχανή μου» φώναξα ανήσυχος. Η καλή κοπέλα με καθησύχασε τότε με γλυκά λόγια. «Σύχασε, μου είπε, με το χρυσό στοματάκι της, που λες κι έσταζε μέλι, σύχασε, η μηχανή σου είναι δω». Ζήτησα να την ιδώ. Μου τηνέ βάλανε μπροστά μου και ο κύριος με τα χρυσά ματογυάλια τηνέ κοίταζε με περιέργεια. «Πού βρίσκουμαι;» ξαναείπα. «Θέλω να ιδώ το Βασιλιά, ο Βασιλιάς θέλει να με ιδεί, αυτός με προσκάλεσε από την πατρίδα μου να “ρθω στην Αθήνα». «Α, θέλεις το Βασιλιά;» έλεγε ο κύριος με τα χρυσά ματογυάλια. «Ναι, θέλω το Βασιλιά· πήγαινα εκείνο το βράδυ να μπω στο παλάτι, μα ένας στρατιώτης μου “κλεισε το δρόμο· αναγκάστηκα να περάσω τη νύχτα όξω στο δρόμο· έκανε τέτοιο κρύο εκείνη τη νύχτα… Το χιόνι έπεφτε πυκνό… Μα πού είναι ο Βασιλιάς; πηγαίνετέ με λοιπό στο Βασιλιά, τι με κρατάτε δω;» Ο κύριος τότε μου μίλησε δίνοντας ένα σοβαρό τόνο στα λόγια του. «Καλά· σύχασε τώρα, και θα γίνει όπως το λες· θα σε πάμε στο Βασιλιά».

Σαν όνειρο τα θυμάμαι… Έπειτα με βάλανε σε μιαν άμαξα, καθίσανε δίπλα μου κι άλλοι δυο τρεις κ” η άμαξα πήρε ένα μακρινό, ατέλειωτο δρόμο. Δεν τους ήξερα τους αθρώπους εκείνους και το ύφος τους δεν μου άρεσε. Μα δεν έβαλα κακό με το νου μου. Ρώτησα. «Πού πηγαίνουμε;» «Στο Βασιλιά, μου αποκρίθηκε ο ένας από κείνους· δεν είπες ότι θέλεις να ιδείς το Βασιλιά;» Σύχασα. Στον κόρφο μου έσφιγγα τη μηχανή μου σα να “τανε παιδί. Ήμουνα όλος χαρά που θα “βλεπα πια το Βασιλιά. Μου φάνηκε πως πολύ αργούσαμε να φτάσουμε στο παλάτι. «Μα τόσο μακριά κάθεται ο Βασιλιάς; Τι του ήρθε να κατοικήσει τόσο μακριά;» είπα. «Ναι, κάθεται μακριά» μου αποκρίθηκε ο ένας. Η άμαξα έτρεχε γλήγορα. Ήτανε μέρα συννεφιασμένη· ήλιος δεν είχε φανεί, αέρας δυνατός φυσούσε, χοντρές ψιχάλες πέφτανε και κάποτε μπαίνανε μέσα στην άμαξα και μας χτυπούσανε στο πρόσωπο. Περνούσαμε από κάτι παράξενους τόπους· ο δρόμος έρημος, άσπρος, με λίγα δέντρα αψηλά στα πλάγια· πέρα, στ” ανοιχτά χωράφια, βόσκανε κάμποσα βόδια· ο αέρας σφύριζε μέσα στα δέντρα και τα κλαδιά τους χτυπιόντανε τρελά το ένα με το άλλο. Κίτρινα φύλα ξεκοβόντανε από τα κλαδιά, πέφτανε κάτω, κι ο αέρας αφού τα στριφογύριζε, τα “φερνε μακριά. Ένας κυνηγός με το ντουφέκι στον ώμο καιροφυλακτούσε ένα πουλάκι· πέρα στο σπαρμένο χωράφι ήθελα να του φωνάξω πως είναι αμαρτία να σκοτώσει, κοτζάμ άθρωπος αυτός, ένα μικρό πουλάκι, όμως οι αθρώποι που με συνοδεύανε δε μ” αφήσανε. Η βουή του αέρα έσμιγε με το τρίξιμο των τροχών σε ένα παράξενο, παραπονετικόν ήχο που τον ένιωθα να φτάνει ως την καρδιά μου σαν παράπονο κανενός ετοιμοθάνατου. Μα η χαρά μου που θ” αντίκριζα σε λίγο το πρόσωπο του Βασιλιά δεν μ” άφηνε να νιώσω τη θλίψη για την αγωνία της φύσης, για το θάνατο του ετοιμοθάνατου. Μικρά πουλάκια πετούσανε δω και κει τσιτσιρίζοντας, κ” ένας σιχαμερός βάτραχος πρόβαλε πηδηχτά, σα να μας χαιρετούσε, μέσα από κάτι πράσινα σαπισμένα νερά. «Ακόμα;» ξαναείπα. «Κοντεύουμε να φτάσουμε» μου αποκριθήκανε.

Σάββατο.
Γιατί με φέρανε δω; Εγώ δεν είμαι τρελός, όχι δεν είμαι τρελός! Τι θέλω εγώ εδώ μέσα μαζί με τους τρελούς; Κακοί αθρώποι, δε λυπόσαστε την Πατρίδα; Μου πήρανε και τη μηχανή μου και με κρατούνε φυλακισμένο μέσα σε μια κάμαρα! Ποιος είπε πως είμαι τρελός; Γράφω και ξαναγράφω στο Βασιλιά να “ρθει να με πάρει από δω μέσα μα δε μου αποκρίνεται στα γράμματά μου. Η καμπάνα σημαίνει για τον εσπερινό… Δε θέλω τίποτις… Λευτεριά θέλω, φως, ήλιο!
Great Chaos”     ART ΔορίαιΧμος    RAMNOUSIA