Εδώ και δύο εβδομάδες παρακολουθούμε την εξέλιξη των αποκαλύψεων Κάντα σχετικά με μίζες εκατομμυρίων ευρώ για εξοπλιστικά προγράμματα. Ο κύριος Κάντας ξεκίνησε να δέχεται αυτά τα «δώρα» από την πρώτη χρονιά του στο υπουργείο, το 1989. Η ετοιμότητα του αποδεικνύει το αυτονόητο: ότι δεν ήταν ο πρώτος που έβαλε το χέρι στο μέλι.
Τη δεκαετία του ’80, όμως, η κοινωνία είχε ακόμα την δυνατότητα να σοκάρεται. Τα «πάμπερς» και το σκάνδαλο με το καλαμπόκι , η «αυτοχρηματοδότηση» του Κωσκοτά και οι σχέσεις του Ανδρέα με τα ΜΜΕ (συν μερικές γυμνές φωτογραφίες της Μιμής) ήταν αρκετά για να ρίξουν κυβερνήσεις, να εμπνεύσουν συμπράξεις δεξιάς και αριστεράς και να δημιουργήσουν ειδικά δικαστήρια.
Οι πρόσφατες αποκαλύψεις κάνουν τους παλιούς ήρωες της διαφθοράς να φαντάζουν ψιλικατζήδες. Οι μίζες του Άκη, του Κάντα, τα εκατομμύρια του Λαυρεντιάδη, τα δάνεια των καναλαρχών που ξεπερνάνε αθροιστικά τα 300 εκατομμύρια, η μαύρη χρηματοδότηση των κομμάτων, τα δώρα της Siemens, τα παιχνίδια με τα CDS, το Βατοπέδι, το δίκτυο των υπεράκτιων εταιριών που αποκάλυψε το Off Shore Leaks είναι μερικά μόνο απ” αυτά που έγιναν κοινό κτήμα στη συνείδηση της σύγχρονης κοινωνίας.
Εδώ και τρία χρόνια, ο Ευάγγελος Βενιζέλος λέει «άντε καλέ» κάθε φορά που κάποιος αναφέρεται στη διαφθορά. Βαφτίζει λαϊκιστή όποιον εξισώνει τα βάρη που καλούνται να σηκώσουν οι πολίτες, με το κόστος της διαφθοράς. Τι είναι τα 10 εκατομμύρια του Άκη, μας λέει, μπροστά στα 100 δισεκατομμύρια που ήταν (τώρα είναι 300) το χρέος της Ελλάδας;
Η αλήθεια είναι όμως ότι το τεφτέρι μεγαλώνει. Τα εκατομμύρια προστίθενται και γίνονται εκατοντάδες, και μετά δισεκατομμύρια. Το άθροισμα έχει ξεπεράσει ήδη το κέρδος του χαρατσιού, που οδήγησε σε κατάρρευση την οικοδομική δραστηριότητα. Έχει ξεπεράσει το «κέρδος» από την κυριολεκτική διάλυση του συστήματος υγείας. Έχει ξεπεράσει το «κέρδος» από το ψαλίδισμα του ΕΚΑΣ των χαμηλοσυνταξιούχων.
Όταν πρίν από λίγους μήνες στο νέο TPP αποφασίσαμε ότι το νέο σλόγκαν που μας εκφράζει είναι το «αλλάζουμε την ατζέντα», υπήρξε έντονος προβληματισμός σχετικά με το αν η ερευνητική αποκαλυπτική δημοσιογραφία και η αποκάλυψη των σκανδάλων υπηρετεί τίποτα περισσότερο από την εμπέδωση της πεποίθησης ότι το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε σήψη.
Επειδή όμως δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι μέχρι σήμερα έχουμε απλώς ξύσει με το νύχι την άκρη αυτού του λιπαρού συστήματος, και ωστόσο το αθροιστικό νούμερο της διαφθοράς μετράει ήδη δισεκατομμύρια, θα θέλαμε να αντιστρέψουμε το επιχείρημα του Βενιζέλου.
Λαϊκισμός είναι να χαρακτηρίζεις «λαϊκιστή» αυτόν που βλέπει την κοινωνία γύρω του να καταρρέει και αντιδρά. Λαϊκισμός είναι να βαφτίζεις συνυπεύθυνο αυτόν που πήρε ένα στεγαστικό δάνειο και μια πιστωτική κάρτα σε άλλες εποχές, με άλλα δεδομένα. Σ” εκείνες τις εποχές που (στην καλύτερη περίπτωση) σίγουρα γνώριζες τι γινόταν γύρω σου, και πολιτευόσουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Λαϊκισμός είναι να μιλάς για τον Άκη όταν τον υπερασπίστηκες με ζήλο στην εξεταστική επιτροπή που τον έβγαλε λάδι.
Σύμφωνα με τον ορισμό, «ο λαϊκισμός χαρακτηρίζεται από υπερβολική και μη αυθεντική λαϊκότητα». Σήμερα, αυτός που αναρωτιέται πώς θα ζήσει με 380€ διαθέτει όλη την αυθεντική λαϊκότητα του κόσμου. Από την άλλη, εκείνος που ισχυρίζεται ότι «πονάει» για τα μέτρα που ο ίδιος παίρνει είναι αυτός που ενδυέται το μανδύα της υπερβολής (και της υποκρισίας).
Οι 5.000 αυτοκτονίες, η ανεργία στο 30%, οι δεκάδες χιλιάδες πλειστηριασμοί, οι άνθρωποι που πεθαίνουν στα επείγοντα είναι η σημερινή πραγματικότητα. Η υπερβολή κρύβεται στην προσπάθειά τους να συνεχίσουν να κυβερνάνε αγνοώντας την.
Κι ας μην ξεχνάμε: αυτοί που τόσα χρόνια προσπαθούν να εξισώσουν τη διαφθορά της πολιτικής (των δισεκατομμυρίων ευρώ) με τη διαφθορά του ρουσφετιού είναι οι ίδιοι που υποτίθεται ότι ανέλαβαν να την εξαλείψουν. Με τη δική μας ψήφο.
Ας μην μας ξαναπούνε λοιπόν λαϊκιστές. πηγή