Ζωή σε μινόρε με πορτοκαλί ιπποπόταμο

wpid-wp-1446488458515.jpeg

Είναι κάποιες μέρες που δεν θες να σηκωθείς απ” το κρεβάτι.

Ακούς το ξυπνητήρι, ανοίγεις τα μάτια, κοιτάς το ταβάνι και λες μόνο:
«Ωχ, γαμώτο, ξημέρωσε».

Ξυπνάς τον άνθρωπο σου, τα παιδιά, κι όλοι έχουν την ίδια έκφραση:
«Ωχ, γαμώτο, ξημέρωσε».

Μόνο ο σκύλος έρχεται κουνώντας την ουρά του, χοροπηδώντας σαν κατσίκι την άνοιξη, και λέει:
«Ζήτω! Ξημέρωσε! Ξυπνήσατε! Χάιδεψε με! Ζήτω! Χαίρομαι τόσο που σε βλέπω! Ζήτω! Χάιδεψε με!»

Έπειτα, απ” την ώρα που φοράς τα ρούχα σου, σκέφτεσαι μόνο ένα πράγμα: Πώς θα αντέξεις να φέρεις εις πέρας όλα εκείνα που πρέπει να κάνεις, μέχρι να έρθει η ώρα να ξαπλώσεις ξανά.

Τα παιδιά στο σχολείο, το μποτιλιάρισμα, τη δουλειά και τ” αφεντικό, το μποτιλιάρισμα, τα παιδιά απ” το σχολείο, ψώνια, μαγείρεμα, καθαριότητα, βόλτα τον σκύλο (ζήτω!βόλτα!), διάβασμα τα παιδιά, κάποιες επιδιορθώσεις στο σπίτι, τα έξτρα που κάνεις για λίγα έξτρα, τα παιδιά στον γιατρό-στο φροντιστήριο-στο γηπεδάκι, βόλτα τον σκύλο (ζήτω!βόλτα!) συζητήσεις για το πώς θα πληρώσετε τους λογαριασμούς και την εφορία και τι θα μείνει τελικά, θα μείνει κάτι τελικά; μια γρήγορη ματιά στις ειδήσεις, φόροι, πνιγμοί ανθρώπων και νεοφασιστική ΕΕ, πίνεις ένα ποτήρι κρασί κοιτώντας ξανά τους λογαριασμούς και δεν σου βγαίνουν, ξαπλώνεις στο κρεβάτι, σκέφτεσαι πόσα χρωστάτε και πόσα βγάζετε, σε πιάνει ίλιγγος και κράμπες, παίρνεις δύο αναλγητικά κι ένα μυοχαλαρωτικό, ίσως κι ένα αγχολυτικό, κλείνεις τα μάτια κι εύχεσαι να κοιμάσαι για έναν χρόνο.

Μα πριν προλάβεις να ξεκουραστείς ακούς το ξυπνητήρι, ανοίγεις τα μάτια, κοιτάς το ταβάνι και λες μόνο:
«Ωχ, γαμώτο, ξημέρωσε».

Κι όλα αρχίζουν απ” την αρχή. Και το λες αυτό ζωή.

Οι μόνες μέρες που χαίρεσαι σαν σκύλος είναι λίγες Κυριακές κι αργίες.

Το ξυπνητήρι δεν χτυπάει. Σε ξυπνάνε οι ήχοι του σπιτιού, ο σκύλος που γαβγίζει, τα παιδιά που παίζουν, η μουσική που ακούει ο άνθρωπος σου, η μυρωδιά απ” τα τόστ που ψήνονται.

Ξανακλείνεις τα μάτια και κοιμάσαι λίγη ώρα ακόμα, βλέποντας όνειρα με τους συμμαθητές σου απ” το σχολείο κι έναν πορτοκαλί ιπποπόταμο που πλατσουρίζει σε παρφέ κρέμα.

Σηκώνεσαι, πίνεις καφέ, δύο καφέδες, διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα. Έπειτα παίζεις επιτραπέζια με τα παιδιά σου και βγάζετε όλοι μαζί τον σκύλο βόλτα (ζήτω!βόλτα!) μέχρι την παραλία.

Η μέρα κυλάει αργά, νωχελικά, και το βράδυ συναντάτε κάποιους φίλους, πίνετε και συζητάτε, ύστερα κάνεις έρωτα με τον άνθρωπο σου, κι όπως ξαπλώνεις, μ” ένα βλακώδες χαμόγελο στα χείλη, σου λέει: «Τι ωραία που περάσαμε σήμερα. Γιατί δεν ζούμε έτσι πιο συχνά;»

Υπόσχεσαι ότι θα το κάνετε, κλείνεις τα μάτια κι ονειρεύεσαι πάλι τον πορτοκαλί ιπποπόταμο.

– Γειά σου, ιπποπόταμε.
– Γεια σου κι εσένα, άνθρωπε.
– Ωραία είναι να πλατσουρίζεις στο παρφέ.
– Το ξέρω.
– Πώς σε λένε;
– Έχω πολλά ονόματα. Ρουτίνα, υποχρεώσεις, πώς-γαμήθηκε-έτσι-η-ζωή-μου.
– Τι;
– Αλλά οι φίλοι με φωνάζουν
(ήχος απ” το ξυπνητήρι)
– Τι;
– Οι φίλοι, λέω, με φωνάζουν
(ήχος απ” το ξυπνητήρι)
– Τι;
– ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΕ ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΩΧ-ΓΑΜΩΤΟ-ΞΗΜΕΡΩΣΕ

Κι ανοίγεις τα μάτια, κοιτάς το ταβάνι και λες μόνο:
«Ωχ, γαμώτο, ξημέρωσε.»

Περνάς άλλη μια βδομάδα χωρίς όνειρα, βαριά, λες και σου “χει κάτσει ένας ιπποπόταμος στο στήθος. Περιμένεις την νύχτα που δεν δουλεύεις για να ονειρευτείς τον πορτοκαλί.

Είναι εκεί, στον Νείλο από παρφέ, και τραγουδάει την Αΐντα με τη φωνή της Κάλλας.

– Γιατί ζούμε έτσι; τον ρωτάς.
– Επειδή την υπεραξία της εργασίας σου την καρπώνονται οι κεφαλαιοκράτες.
– Είσαι κομμουνιστικός ιπποπόταμος;
– Όχι, απλώς εσύ είσαι ηλίθιος.
– Τι μπορώ να κάνω;
– Τι είσαι διατεθειμένος να θυσιάσεις;
– Δεν έχω τίποτα να χάσω.
– Νομίζεις. Κοιμάσαι σε κρεβάτι, μέσα στο σπίτι σου. Ζεις στη χώρα όπου γεννήθηκες. Τα παιδιά σου τρώνε δημητριακά με γιαούρτι και μπανάνα. Έχεις τρεχούμενο νερό.
– Αλλά δεν νιώθω ελεύθερος.
– Ποτέ δεν θα είσαι, όσο σκέφτεσαι και μιλάς σε πρώτο πρόσωπο: Εγώ δεν, εγώ όχι, εγώ είμαι, εγώ δεν είμαι.
– Δεν καταλαβαίνω τι λες. Τι σκατά ιπποπόταμος είσαι “συ;
– Στο ποτάμι του μυαλού σου κολυμπάω. Εσύ τα “κανες σκατά, εμένα ρωτάς;

Κι έπειτα χτυπάει το ξυπνητήρι, ανοίγεις τα μάτια, κοιτάς το ταβάνι και λες μόνο:
«Ωχ, γαμώτο, ξημέρωσε».

Αλλά συνεχίζεις, στον ίδιο ρυθμό, στην ίδια κλίμακα, μινόρε.

Ωχ, γαμώτο, ξημέρωσε.
Ωχ, γαμώτο, ξημέρωσε.
Ωχ, γαμώτο, ξημέρωσε.
Κι ο κόσμος δεν τελειώνει μ” έκρηξη, τελειώνει με λυγμό, καθώς μουδιάζει το χέρι σου και πονάει η πλάτη σου και πέφτεις σε αργή κίνηση στο πάτωμα, λίγοι χτύποι, ακανόνιστοι, τελευταίοι.

Τα μάτια σου αντικρίζουν τον κόσμο για τελευταία φορά και σκέφτεσαι ότι δεν θα προλάβεις την προθεσμία της εφορίας.

Ωχ, γαμώτο, πεθαίνω.

Έτσι λες και λήγει η προθεσμία. Πεθαίνεις με τον πορτοκαλί ιπποπόταμο στο προσκεφάλι σου.

– Γιατί ήρθες; τον ρωτάς.
– Για να σε πάρω, σου λέει.
– Νόμιζα ότι αυτό το κάνουν οι άγγελοι.
– Πολλά νόμιζες λάθος.
– Υπάρχει ζωή και μετά;
– Τι σε νοιάζει; Πριν τον θάνατο ζούσες;
– Δως μου μια ευκαιρία ακόμα. Να παίξουμε μια παρτίδα σκάκι κι αν κερδίσω…
– Δεν ξέρω σκάκι.
– Τάβλι;
– Μόνο ζάρια παίζω.
– Ζάρια. Να παίξουμε ζάρια. Όποιος φέρει τον μεγαλύτερο, όχι! Όποιος φέρει πρώτος εφτά να
– Γιατί σε νοιάζει τόσο πολύ; Όσο ήσουν εκεί δεν φαινόταν να νοιάζεσαι.
– Γιατί…

Ο πορτοκαλί ιπποπόταμος περιμένει, αλλά δεν ξέρεις τι να πεις.

– Καλά, δεν πειράζει, έχεις ένα θεματάκι με την αυτογνωσία. Τέσπα, έχεις τη δεύτερη ευκαιρία σου.
-Τέσπα;

Κι ανοίγεις τα μάτια.
Είσαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, χωρίς πόνο στην πλάτη, χωρίς πορτοκαλί ιπποπόταμο.

Έξω ξημερώνει. Το ξυπνητήρι χτυπάει. Ο σκύλος μπαίνει πανηγυρίζοντας.

Κι εσύ λες:

http://sanejoker.info/2015/11/hippopotamus.html