Τα δάκρυα της ζωής

wpid-wp-1446577472441.jpeg

τα παιδιά πιέζονταν το “να στ” άλλο, σαν τόσα τριαντάφυλλα,
τόσα αγκάθια, ανακατωμένα, κοιτάζοντας προσεκτικά για τον κρυμμένο ήλιο. εβρεχε…εβρεχε για πολλά  χρόνια. χιλιάδες πάνω σε χιλιάδες οι μέρες, ενωμένες και γεμάτες απ” τη μια άκρη ως την άλλη με βροχή, με το τυμπάνισμα και τη ροή του νερού, το γλυκό κρυστάλλινο πέσιμο της μπόρας και το ξέσπασμα της καταιγίδας, της τόσο βαριάς σαν παλιρροϊκά κύματα που σκεπάζουν νησιά. χίλια σκοτεινα δάση είχαν συντριφτεί κάτω απ” τη βροχή και ξαναμεγάλωναν για να συντριφτούν πάλι. αυτός ήταν ο δρόμος της ζωής κι αυτή ήταν η τάξη των παιδιών των ανθρώπων που είχαν έρθει σ” ένα τόπο αεικινητης βροχής, για να στήσουν τον πολιτισμό και να ζήσουν ως το τέλος της ζωής τους. ξαφνικα, η βροχή ελαττώθηκε ακόμη περισσότερο. συνωστίσθηκαν στην τεράστια πόρτα
κοιταζοντας με τα ματια γεματα απορια. η βροχή σταμάτησε εξω απο τα ζωγραφισμενα τους παραθυρα ηταν όπως αν στη μέση ενός φιλμ για μια χιονοστιβάδα, έναν ανεμοστρόβιλο,
έναν τυφώνα, μια ηφαιστειακή έκρηξη, πρώτο κάτι είχε πάει στραβά με τον ηχητικό εξοπλισμό σβήνοντας και τελικά κόβοντας όλο τον ήχο, όλα τα φυσήματα του αέρα, τις αντηχήσεις,
τους κεραυνούς και έπειτα, δεύτερο, αφαιρέθηκε το φιλμ απ” τη μηχανή προβολής για ν” αντικατασταθεί από ένα σλάιντ ειρηνικού τροπικού, που δεν κουνιόταν, ούτε τρεμούλιαζε.
το παγκόσμιο έδαφος, σε μια ακίνητη στάση. η ησυχία στην ταξη, ήταν τόσο απέραντη κι απίστευτη, που νόμιζαν πως είχαν βουλωθεί τ” αυτιά τους ή πως είχαν χάσει την ακοή τους ολοκληρωτικά. τα παιδιά έβαλαν τα χέρια τους στ” αυτιά τους. στέκονταν χωριστά. η πόρτα άνοιξε κι η μυρωδιά του ήρεμου, του αναμένοντας κόσμου,
μπήκε μέσα τους. ο ήλιος ξεπρόβαλε θρασυτατα μπροστα στα ματια τους.
είχε το χρώμα του πυρωμένου χαλκού κι ήταν πολύ μεγάλος. μα κι ο ουρανός γύρω του ήταν σαν ένα τεραστιο και πυρωμένο γαλάζιο πλακάκι. η ζούγκλα τους, καμένη απ” το ηλιόφως, όπως και τα παιδιά, που ελευθερωμένα
απ” τα ξόρκια τους, ξεχύθηκαν έξω στο καλοκαιρι. σταμάτησαν να σκεφτονται και στάθηκαν στη μεγάλη ζούγκλα που κάλυπτε τον κοσμο που μεγάλωσε και ποτέ δε σταμάτησε να επεκτείνεται θυελλώδικα, ακόμη και καθώς τον παρακολουθούσες. ηταν σαν μια χταποδοφωλιά που έμπλεκε μεγάλα μπράτσα από αγκάθια όμοια με σάρκα, αιωρούμενα, που ανθίζουν σε αυτο το σύντομο καλοκαιρι. είχε το χρώμα του λάστιχου και της στάχτης αυτή η ζούγκλα, απ” τα πολλά ανήλιαγα χρόνια. είχε το χρώμα απ” τις πέτρες, τ” άσπρα τυριά και τη μελάνη, είχε το χρώμα του φεγγαριού. τα παιδιά απλώθηκαν έξω, γελώντας στο στρώμα της ζούγκλας και τ” άκουσαν να βογκάει από κάτω τους, ελαστικό και ζωντανό. ετρεξαν ανάμεσα στα δέντρα,
έπαιξαν κρυφτό και κυνηγητό, μα πιο πολύ, κοίταζαν με μισοσφάλιστα μάτια τον ήλιο, ώσπου δάκρυα κυλούσαν στα πρόσωπά τους, σήκωναν τα χέρια τους ψηλά σ” αυτή την κιτρινάδα και σ” αυτό το υπέροχο γαλάζωμα, ανέπνεαν το φρέσκο, φρέσκο αέρα, άκουγαν,
άκουγαν την ησυχία που τα περιέκλειε σε μια ευλογημένη θάλασσα της ανηχότητας και της ακινησίας. κοίταζαν τα πάντα και γεύονταν τα πάντα. υστερα, άγρια σαν θηρία που το “σκασαν απ” τις σπηλιές τους έτρεξαν, έτρεξαν σε ζωηρούς κύκλους.
κι έπειτα; αρχισε και παλι να βρεχει…

έγραψε το πιτσιρίκι