Κάλαντα

wpid-wp-1450471336717.jpeg

Καλήν εσπέραν άρχοντες, κι αν είναι ορισμός σας… Από νωρίς το πρωί αντιλαλούσανε οι ρούγες κάθε παραμονή Χριστουγέννων. Πηγαίνανε πάνω κάτω τα κοπέλια, μόνα τους ή σε ομάδες, να πούνε τα κάλαντα και να βρούνε δικαιολογία να γυρίζουνε ολημερίς μες στο χωριό χωρίς να τα μαλώσει κανένας που αργήσανε. Αλλος κρατούσε τρίγωνο, άλλος λαγούτο, άλλος μια λύρα ή ένα σφυροχάμπιολο κι άλλος μονάχα τη φωνή του.


     style="display:inline-block;width:250px;height:250px"
     data-ad-client="ca-pub-9897597435333950"
     data-ad-slot="5336220628">


Σόμπες και παραστιές ανάβανε απ’ το χάραμα κι αχνίζανε παντού οι καμινάδες. Είχανε σφάξει οι νοικοκύρηδες τον χοίρο, φτιάχνανε κι οι κυράδες τα γλυκά τους κι ανοίγανε φύλλο για τα καλιτσούνια τους, τα παραγεμισμένα με αγριόχορτα. Μοσκοβολούσε η γειτονιά μάραθο και τσιγαρισμένο ξύγκι.

Χτυπάγανε τις πόρτες οι πιτσιρικάδες, λέγανε το τραγούδι τους –άλλοι με πάθος κι άλλοι βαριεστημένα, ανάλογα τα κέφια, μα και το σπιτικό που τους υποδεχότανε– και περιμένανε το κέρασμα μες στο καλάθι που κρατούσε ο πιο μικρός απ’ την παρέα.

Μελομακάρουνα και κουραμπιέδες, ρόγδια και καλιτσούνια, μανταρινοπορτόκαλα, ό,τι βρισκόταν στον καθένα. Κι αν τύχαινε ανέλπιστα να πέσει και κανένα δίφραγκο, προμήνυε γερό καβγά για το μοιράσι· συνήθως ο συμβιβασμός κατέληγε σε σβούρες ή σε γλειφιτζούρια για όλη την ομάδα.

Κι άμα μεσόστρατα ανταμώνανε μ’ άλλους καλαντριστάδες, καμάρωνε ο καθένας για τα κεράσματά του και αντάλλασσαν πληροφορίες για το ποιοι νοικοκύρηδες φάνηκαν φέτος κουβαρντάδες και ποιοι τσιφούτηδες.

Κάθε που σιμώνουνε χρονιάρες μέρες, αναπολεί ο καθένας μας τα κάλαντα των παιδικάτων του. Δεν ξέρω πια αν η ανάμνηση είναι ολάκερη δική μου ή αν με τον καιρό μπερδεύτηκε με αφηγήσεις κι ανιστορήματα άλλων, μα και με επιθυμίες ανεκπλήρωτες.

Στ’ αλήθεια, πια δεν έχει σημασία· το μόνο που μετράει είναι η ζεστασιά μες στην ψυχή που φέρνουνε τούτες οι εικόνες.

Πολλές φορές παλεύουμε να θυμηθούμε ποια ήταν τα καλύτερα Χριστούγεννά μας. Εγώ θυμούμαι ποια ήταν τα χειρότερα· ήταν αυτά που δεν φάνηκε στην πόρτα μου κανείς να μου πει τα κάλαντα.

Ας τους δεχτούμε τους πιτσιρικάδες φέτος, με στοργή και με αγάπη. Κι άμα δεν έχουμε λεφτά, ας τους κεράσουμε ένα γλυκό κι ένα χαμόγελο. Μην τους χαλάσουμε τη δική τους παιδική ανάμνηση από τα κάλαντά τους, την αξίζουν. Κι ας σιγοτραγουδήσουμε κι εμείς μαζί τους τα κάλαντα των παιδικών μας χρόνων:

(…) και κάτσε και ντουχιούντιζε ήντα θα μασε βγάλεις/ απάκι, γή λουκάνικο, γή χοιρινό κομμάτι;/ κι από την άσπρην όρνιθα κιανένα αυγουλάκι/ Φέρε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεπτοκάρυα/ και φέρε και γλυκό κρασί, να πιουν τα παλικάρια/ κι αν είναι με το θέλημα, άσπρη μου περιστέρα/ ανοίξετε την πόρτα σας, να πούμε καλημέρα!

http://www.efsyn.gr/arthro/kalanta