Προσεχώς οι «Άθλιοι»

wpid-wp-1450033672839.png

Ήταν όλα τόσο περίεργα. Ακόμα κι ο ίδιος απορούσε με τον εαυτό του. Δεν είχαν περάσει παρά μονάχα λίγοι μήνες από τότε που έχασε και το σπίτι του. Δυο κουβέρτες και μια σακούλα ρούχα τώρα πια η περιουσία του. Περιφέρονταν μαζί της στους σκοτεινούς δρόμους της πρωτεύουσας, ψάχνοντας μια γωνιά για να περάσει το βράδυ του. Το κάθε βράδυ του. Στην αρχή φοβόνταν πολύ. Δεν είχε συνηθίσει, βλέπεις. Δεν ήξερε τίποτα. Τώρα χαμογελά και μόνο που σκέφτεται αυτές τις πρώτες του μέρες στον δρόμο. Δεν φοβάται πια. Δεν υπάρχει, άλλωστε, τίποτα να χάσει. Τα έχουν πάρει όλα πια.

Τώρα κινείται σαν τους τυφλούς στα σκοτεινά τους δωμάτια. Σίγουρα κι αθόρυβα. Διαλέγει με προσοχή την γωνιά που θα διανυκτερεύσει. Χάνεται μέσα στην νύχτα και γίνεται αόρατος.

Δεν περνάνε παρά λίγα λεπτά και τον βλέπει. Προχωρά λίγο βιαστικά και πατά το κλειδί λίγα μέτρα πριν φτάσει στην πόρτα του αυτοκινήτου του. Τα φώτα ανάβουν για λίγο.


     style="display:inline-block;width:250px;height:250px"
     data-ad-client="ca-pub-9897597435333950"
     data-ad-slot="5336220628">


Τους βλέπει κρυμμένους, γονατιστούς ανάμεσα στην πίσω πόρτα και στο πορτ-μπαγκάζ. Του την έχουν στημένη. Εκείνος δεν έχει πάρει χαμπάρι τίποτα.

Πλησιάζει το αμάξι και τότε δέχεται την αναπάντεχη επίθεση μέσα στην νύχτα.

Δεν κρατάει πολύ. Σκιές μονάχα που κινούνται παράξενα, λες και εκτελούν μια χορογραφία θανάτου. Ούτε καν φωνές.

Απομακρύνονται γρήγορα έχοντας πάρει μαζί τους το πορτοφόλι κι ένα χαρτοφύλακα που κρατούσε στο χέρι του πριν από λίγα λεπτά.

Εκείνος στο πεζοδρόμιο. Βογκάει. Με τα δύο του χέρια κρατάει το στομάχι. Το πουκάμισο και το σακάκι βουτηγμένα στο αίμα. Στο δικό του αίμα.

Έχοντας βεβαιωθεί πως δεν υπάρχει πια κανένας τριγύρω, τον πλησιάζει αθόρυβα.

«Βοήθεια» του ψιθυρίζει ο άλλος με δυσκολία. Τον βλέπει πεσμένο κάτω. Ανέκφραστος φορτώνει στην πλάτη τις δύο κουβέρτες και την πλαστική σακούλα με τα λίγα του υπάρχοντα.

«Βοήθησε με» ψελλίζει ξανά ο άλλος. Γυρνάει απότομα και τον κοιτά στα μάτια. «Κάποτε ήμουν άνθρωπος» του λέει. «Ζούσα την ίδια ζωή με την δική σου και κάποια στιγμή χωρίς να το πάρει κανείς πρέφα, πέθανα. Τώρα από άλλο δρόμο έρχεσαι κι εσύ εκεί που βρίσκομαι εγώ. Πιο εύκολο δρόμο παίρνεις από μένα».

Και σαν τον τυφλό που βρίσκει τα χνάρια της καθημερινής του διαδρομής μέσα στο σκοτάδι, χάθηκε ξανά μες τα στενά της πόλης.

Κάποτε η διαρρηγμένη συνείδηση της κοινωνίας υπήρχε στα κόμιξ που περιέγραφαν ένα μέλλον αλλόκοτο και ζοφερό. Τώρα το μέλλον αυτό κυριαρχεί στο παρόν.

Η τελευταία ευκαιρία που έχουμε είναι η αλληλεγγύη. Αν σηκώσουμε για μια ακόμα φορά αδιάφορα τους ώμους στην προαναγγελία του επόμενου θανάτου, αγοράζουμε το εισιτήριο για το επόμενο μας ταξίδι.

Φιλιά από την βασιλευομένη Εσπερία

Ηλίας

ΥΓ Στους «Άθλιους», ο Ιαβέρης κυνηγά μέχρι το τέλος της ζωής του, τον Γιάννη Αγιάννη. Για ένα καρβέλι ψωμί. Η εξουσία δεν χαρίζεται ποτέ στους φτωχούς και η κυβέρνηση της πρωτο-δεύτερης αριστεράς θα αποδειχθεί χειρότερη από όλες. Μια ματιά στα νομοσχέδια που έχουν καταθέσει στη Βουλή, αρκεί για να αντιληφθεί κανείς το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Η επόμενοι μήνες δεν θα κρίνουν απλά τις πολιτικές εξελίξεις αλλά την συνοχή της Ελληνικής κοινωνίας. Στους «Άθλιους» του Ουγκώ στο τέλος της ιστορίας σηκωθήκαν στους δρόμους και κάποια οδοφράγματα.

Για τον φίλο από την Κέρκυρα. Παντού η ασχήμια είναι ασχήμια. Το μοναδικό παραπάνω που έχει η Ελλάδα -και η κάθε πατρίδα για τον καθένα υποθέτω- είναι το ότι υπάρχουν διαλείμματα, υπάρχουν ανάσες. Γυρνάς το κεφάλι και εγκλωβίζεις μια όμορφη εικόνα που θα σε κάνει να χαμογελάσεις. Στην Αγγλία δεν θα το βρεις αυτό. Θα βρεις, βέβαια, ασύλληπτα καλύτερες επαγγελματικές ευκαιρίες. Εύχομαι καλό ξεκίνημα, καλή τύχη. Και πιάσου από τα όνειρα όσο μπορείς πιο σφικτά. Δεν υπάρχουν εύκολα πια.

(Αγαπητέ Ηλία, το αναλύσαμε πάρα πολύ όλα αυτά τα χρόνια. Αν ήταν να αντιδράσουν οι Έλληνες θα είχαν αντιδράσει τόσα χρόνια. Αν ήθελαν να δείξουν αλληλεγγύη οι Έλληνες, θα την είχαν δείξει. Αν ήθελαν να ενωθούν οι προλετάριοι όλου του κόσμου -κατά την εμβληματική φράση του Μαρξ από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο-, θα είχαν ενωθεί τόσες δεκαετίες. Δεν θα περίμεναν να βρεθούν ξεβράκωτοι στον δρόμο, για να το κάνουν. Άρα, δεν θέλουν. Οπότε, αφού δεν θέλουν, θα πάρουν αυτό που τους αξίζει. Τουλάχιστον να φαγωθούν μεταξύ τους, και να αφήσουν όλους εμάς -που φωνάζουμε τόσα χρόνια «ενωθείτε»- ήσυχους. Να είσαι καλά, Ηλία.)
image

http://feedproxy.google.com/~r/pitsirikos/uPfN/~3/36r1bKcycYw/