Χρειάστηκαν τρεις μήνες. Τρεις μήνες με τα μεγαλύτερα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας κλειστά, με πολλές μικρές και μεγαλύτερες μάχες να δίνονται καθημερινά. Αφενός απέναντι στις εκστρατείες απαξίωσης εκ μέρους της κυβέρνησης και των ΜΜΕ και τα αρνητικά αντανακλαστικά ενός σημαντικού κομματιού της κοινωνίας –πολλές φορές βασισμένα σε πραγματικές παθογένειες και περισσότερες σε χοντροκομμένα ψέματα και συκοφαντίες· αφετέρου στο εσωτερικό των σχολών. Άλλωστε «οι καθηγητές», «οι φοιτητές», όπως και όλες οι επαγγελματικές και κοινωνικές ομάδες, δεν είναι και δεν ήταν ποτέ ένα αμιγές και συμπαγές σύνολο με κοινή αντίληψη ως προς την ανάλυση της συγκυρίας, τις αντοχές, τις προσδοκίες και τα συμφέροντά τους. Τέλος, μάχες απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό, όσων κρίνουμε την προσπάθεια απόκρουσης του μέτρου του Υπουργείου Παιδείας ως αναγκαιότητα, πέρα από τις προσωπικές ή συλλογικές προσεγγίσεις για το σημερινό πανεπιστήμιο.
Ασφαλώς δεν είμαστε ικανοποιημένοι με το πανεπιστήμιο ως έχει. Όπως έγραφε ο Στέφαν Κολίνι σε ένα άρθρο του στο London Review of Books, για την ιδιωτικοποίηση των βρετανικών πανεπιστημίων (αποσπάσματα του οποίου δημοσίευσαν τα «Ενθέματα», 17.11.2013), «το να ασκούμε κριτική στην πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα στα πανεπιστήμια δεν σημαίνει ότι πιστεύουμε πως παλιότερα όλα είχαν καλώς ή πως αναπολούμε κάποια χρυσή εποχή στην οποία πρέπει να επιστρέψουμε, ούτε, τέλος πως τα πανεπιστήμια δεν είναι υπόλογα στην κοινωνία».
Γνωρίζουμε πόσο δύσκολο είναι να κρατηθούν οι σπουδές και η έρευνα σε υψηλό επίπεδο με την υπάρχουσα υποδομή και το διαθέσιμο μπάτζετ. Έχουμε συναίσθηση των σχέσεων εξουσίας που αναπτύσσονται εντός των ιδρυμάτων, αλλά και της δυσκαμψίας, αρκετές φορές, στην ανανέωση ή διαχείριση των προγραμμάτων σπουδών από το διδακτικό προσωπικό. Καταλαβαίνουμε τα αδιέξοδα του φοιτητικού συνδικαλισμού και του τρόπου με τον οποίο οι φοιτητές συχνά αντιμετωπίζουν τη φοίτησή τους και το ίδιο το πανεπιστήμιο. Μας ταλαιπωρούν οι περιπτώσεις προβληματικής λειτουργίας των διοικητικών υπηρεσιών. Τα ζούμε όλα αυτά, τα σκεφτόμαστε· είμαστε όλα αυτά. Κι έχουμε ευθύνη. Όπως έχουμε και δικαίωμα να χαιρόμαστε και να υπερηφανευόμαστε για τα προτερήματα και τα επιτεύγματα του ελληνικού πανεπιστημίου, μικρά και μεγάλα (μια καλή γεύση δίνει το άρθρο του Νίκου Μπελαβίλα για το ΕΜΠ, «Ενθέματα», 15.9.2013).
Έτσι, κανένας υπουργός Παιδείας και καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να μας πείσει ότι η μαζική απόλυση διοικητικών υπαλλήλων (και εν συνεχεία διδακτικού προσωπικού;), καθώς και τα μέτρα περαιτέρω υποβάθμισης του δημόσιου πανεπιστημίου, αποτελούν «εξορθολογισμό» της λειτουργίας του και βήμα προς μια αναγκαία «μεταρρύθμιση». Το θέμα όμως είναι πως κανένας δεν προσπάθησε να μας πείσει, έτσι κι αλλιώς. Γιατί απλούστατα, αυτός είναι ο τρόπος με το οποίον έχει αποφασίσει να διοικεί τη χώρα η αυταρχική κυβέρνηση που, πάντως, εκλέχθηκε ενάμιση χρόνο πριν και συνεχίζει να διαθέτει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Με «μηδενική ανοχή» και μηδενικό σεβασμό σε οποιαδήποτε διαδικασία κοινωνικού δημοκρατικού διαλόγου — έστω και κατ’ επίφαση. Με μαστίγιο και μαστίγιο· χωρίς καν καρότο. Ή όπως θα έλεγαν αυτάρεσκα κι οι ίδιοι, «χωρίς να υπολογίζει το πολιτικό κόστος». Μια πολιτική πρακτική που εικονοποίησε παραστατικά ο ίδιος ο πρωθυπουργός στην ομιλία του στη Βουλή στο πλαίσιο της συζήτησης για την πρόταση μομφής, μερικές εβδομάδες νωρίτερα.
Με αυτό ως δεδομένο, η αντίδραση των πληττόμενων κοινωνικών ομάδων και των εκπροσώπων τους δεν μπορεί να παραμένει η ίδια με το παρελθόν. Στα χρόνια της πασοκικής αυτοκρατορίας οι «κοινωνικοί εταίροι» γνώριζαν πως οποιαδήποτε κυβερνητική απόφαση ήταν πολύ δύσκολο να τελεσφορήσει χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες είχαν σε μεγάλο βαθμό εξασφαλισμένη μια αναπαυτική θέση στο τραπέζι του «κοινωνικού διαλόγου» ή τουλάχιστον την εξασφάλιζαν, ύστερα από μερικές πιστολιές στον αέρα, αναίμακτα. Στη διαπραγμάτευση αυτή συνήθως κέρδιζε μάλλον η διαπλοκή και η παραπέρα απαξίωση του συνδικαλισμού, παρά οι εργαζόμενοι και οι κοινωνικοί αγώνες (χωρίς να ισχυρίζομαι ότι δεν υπήρχαν και πραγματικά κερδισμένες μάχες που υπερέβησαν τον κανόνα), αλλά η ζωή συνεχιζόταν λίγο πολύ όπως την ξέραμε. Πρόκειται για τη μεταφορά του consensus της μεταπολεμική δυτικής δημοκρατίας στα καθ’ ημάς, που επί ΠΑΣΟΚ δοξάστηκε και συγχρόνως ευτελίστηκε. Τώρα, η ζωή δεν συνεχίζεται. Τώρα, χωρίς πολλά λόγια, οι δάσκαλοι επιστρατεύονται διαπομπευμένοι πριν καν ξεκινήσουν την απεργία τους, η ΕΡΤ σβήνει απ’ τους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς δέκτες σε μία νύχτα και το Πανεπιστήμιο Αθηνών χάνει τους μισούς του διοικητικούς υπαλλήλους.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο έχει σημασία το γεγονός ότι για πρώτη φορά αυτήν την εβδομάδα ο υπουργός ψέλλισε τη λέξη «διάλογος», παρότι την Πέμπτη, σε μια ακόμα παλινωδία του, δήλωσε ότι «δεν συζητάει όσο συνεχίζεται η απεργία» (δεν μπαίνω στη κουβέντα για το τι πρέπει να πράξουν οι απεργοί, αυτό θα το αποφασίσουν οι ίδιοι στις μαζικότατες, μέχρι τώρα, γενικές τους συνελεύσεις). Χρειάστηκαν τρεις μήνες για να υποχρεωθεί να κάτσει σ’ ένα τραπέζι, αδιάλλαχτος ακόμα κι απρόθυμος να συζητήσει ουσιαστικά. Σ’ αυτό το διάστημα χρησιμοποίησε επανειλημμένα τη «δύναμη της πειθούς» που γνωρίζει: ΜΑΤ, προσφυγές στη δικαιοσύνη, απειλές και προπαγάνδα, ξήλωμα στελεχών και μια αχαρακτήριστη υπουργική απόφαση. Ανεπιτυχώς για την ώρα. Αυτή η επιτυχία, αυτή η μερική, υποκριτική ή πρόσκαιρη έστω υποχώρηση, πρέπει να πιστωθεί σε όσες και όσους δεν έκαναν και δεν θα κάνουν πίσω. Με την ελπίδα ότι μέσα από τους συλλογικούς αγώνες δεν αλλάζουν μόνο τα νομοσχέδια και οι υπουργικές αποφάσεις, αλλάζουν και οι νοοτροπίες. Γιατί χρειαζόμαστε πραγματικά ανοιχτές και λειτουργικές σχολές, που δεν μοιάζουν, βέβαια, με αυτές που έχουν στο μυαλό τους οι εμπνευστές της ομώνυμης καμπάνιας· και γιατί είναι ανάγκη πια να συζητήσουμε για το πανεπιστήμιο που θέλουμε και μπορούμε να φτιάξουμε.
Σημαίες στις κορφές μας, λοιπόν, για κάθε μικρή νίκη που βοηθάει να συνεχίσουμε, αλλά και «για να φαίνονται οι αντοχές μας». Δεν έχουμε, άλλωστε, να κρύψουμε τίποτα.
ΥΓ. Ανοιχτή μπορεί να είναι μια σχολή και εν μέσω απεργίας και υπό κατάληψη. Αν απεργία και κατάληψη σημαίνουν τη δημιουργική επανοικειοποίηση του δημόσιου χώρου και όχι λουκέτο. Αυτό ως μικρό σχόλιο για το παρελθόν αλλά και το μέλλον των σχετικών κινητοποιήσεων.
http://wp.me/p1pa1c-jsA Από τα Ενθέματα του Μάνου Αυγερίδη