Ένα «πατριωτάκι» για όλες τις δουλειές….

1157457_10200410165725818_1850123352_n
Λίγες ώρες ήταν που είχε έρθει στον κόσμο ο πρώτος του γιος και άρχισαν να έρχονται οι ευχές και τα συχαρίκια. Μέσα στις τόσες κράτησε και εκείνη την κάρτα του βουλευτή του χωριού. Την ξεχώρισε από τις άλλες, την έβαλε δίπλα στο εικονοστάσι, ήθελε λέει, άμα κατέβαινε στην Χώρα να την κορνιζώσει…του ‘γραφε λίγα λόγια και σταράτα. Όπως και να χει το πράμα τον θυμήθηκε και του’χε υποχρέωση, ήξερε πως δίπλα του θα είχε έναν μορφωμένο άνθρωπο, «πατριωτάκι» από τα λίγα.
Και όπως το μελέτησε έτσι κι έγινε … Δεν άργησε να τον χρειαστεί -με το αζημίωτο βέβαια-, μια ψήφος η δική του, μία της γυναίκας του και δύο τριών συγγενών υπέργηρων.
Όμως δεν το μετάνιωνε, τι ήταν μία ψήφος; Τι ψυχή έχει ρε αδερφέ η ψήφος ενός αγράμματου χωρικού και μερικών νοματαίων; 

Στην ανάγκη όμως δίπλα του θα είχε πάντα ένα «πατριωτάκι» για όλες τις δουλειές. Έτσι και αυτός τον υπερασπιζόταν, πότε για τον δρόμο που τους είχε ταμένο δύο τρεις τετραετίες, πότε για το χιλιοειπωμένο γήπεδο, πότε για τις κοινοτικές τουαλέτες του χωριού.

Έβαζε λοιπόν τα δυνατά του, στο μαγαζί ήταν το αυτί και το μάτι του, άκουγε και σημείωνε τα παράπονα, τις ανησυχίες, τα αιτήματα και τα έκανε «ραπόρτο» συχνά πυκνά εις τας Αθήνας.

Ο βουλευτής νοιάζονταν μόνο για τα παράπονα, ιδίως των μεγάλων οικογενειών, για τα αιτήματα αδιαφορούσε, αυτά τα φρόντιζε όπως όπως τις τελευταίες μέρες των εκλογών, έτσι έλεγε θυμούνται καλύτερα οι ψηφοφόροι. 

Είχε σχέδια ο μπάρμπα Γιάννης για τον γιο του και επένδυσε στο πατριωτάκι. Όταν πρωτοπήγε στρατό του μήνυσε να φέρει το κοπέλι κατά δω για να τον βοηθάει στα αγροτικά. Η μετάθεση αργούσε και ο πατέρας πήρε το λεωφορείο και κατέβηκε στην Χώρα για να βρει το «πατριωτάκι», είχε γίνει υπουργός, αγνώριστος. Του έκανε εντύπωση στην χειραψία τους τα απαλά χέρια του που έβγαιναν από το κάτασπρο πουκάμισό του, τα σύγκρινε με τα δικά του που είχαν γράψει τόσα και τόσα ανορθόγραφα ραβασάκια για την «πατρίδα» δίχως να πάρουν απάντηση.

Η μετάθεση έγινε, το κοπέλι ήρθε κοντά του αλλά τελικά δεν τον βοήθησε σε καμιά αγροτική εργασία. Τέλειωσε το στρατιωτικό και ο πατέρας είδε από καιρό πως το κοπέλι δεν έκανε για σπουδές, μήνυσε στο πατριωτάκι αν υπάρχει καμιά «τρύπα» να το βολέψει. Κι αυτός το έκανε, πάντα με το αζημίωτο για το καλό της «πατρίδας» και των καλοκάγαθων υπηκόων της. 

Το «πατριωτάκι» ήξερε καλά πως οι γυναίκες και οι πολιτικοί έπρεπε να προσέχουν τις περιφέρειές τους έτσι όσο πλησίαζαν οι εκλογές, οι επισκέψεις στα καφενεία, τις δεξαμενές ψηφοφόρων όπως τις έλεγε, πλήθαιναν, ώρες ατέλειωτες διηγούνταν ιστορίες από τα μαθητικά του χρόνια, τότε που πεινούσαν οι περισσότεροι, τότε που στοιβάζονταν καμιά 60αριά σε κάθε τάξη και ο καθένας κουβαλούσε το κουτσουράκι του από το σπίτι του για να ζεσταθούν. Τότε που έπιναν το γάλα στην αυλή του σχολείου….

Τα χρόνια όμως πέρασαν, τα ραβασάκια αυξάνονταν το ίδιο και τα ρουσφέτια όσο πλησίαζαν οι εκλογές, το πατριωτάκι -που είχε κάνει και ένα φεγγάρι υπουργός- γινόταν πιο απλόχερο στα λόγια, υπενθυμίζοντας με τον τρόπο του τα καλά που είχε κάνει για την «πατρίδα», κλείνοντας το μάτι στον καθένα.
Μα ο δρόμος παρέμενε άφτιαχτος, το χωριό ερήμωνε και οι περιουσίες ρήμαζαν, μέχρι και ο γέρο πλάτανος που στα πόδια του έβγαζε τους λόγους του, είχε απομείνει απεριποίητος έτοιμος να ξεραθεί, αλλά βλέπεις αυτός δεν είχε μιλιά μα ούτε έσερνε πίσω του ψήφους.

Τι θυμάται όμως ο άνθρωπος; Είδες;….

Γέρος πια κοντά στα 80, με τον γιο «βολεμένο» αλλά υποχρεωμένο και υπερχρεωμένο ισόβια, διάβασε στην εφημερίδα για τις νέες απολύσεις του προσωπικού χωρίς τα τυπικά προσόντα. 

Στην κατάσταση με τους απολυμένους ήταν μέσα και ο γιός του. Τώρα όμως το πατριωτάκι δεν σήκωνε πια το τηλέφωνό του η ώρα της πατρίδας και των καλοκάγαθων υπηκόων της είχε περάσει…    του Κωνσταντίνου Γκαντάτσιου    RAMNOUSIA