Εργαζόμενο κορίτσι

cebdcf84ceb9cebdcebfcf80cebfcf85cebbcebfcf83-ceb1cf81ceb8cf81cebf-ceb2ceb5cebdceb9ceb6ceb5cebbcebfcf83-ceb1cebaceb7cf83

Αρχές Γενάρη, βράδυ, εννιά η ώρα. Το σκοτάδι βαθύ, απλωμένο παντού γύρω. Ένα βαρέλι που έκαιγε μαδέρια από νωρίς, είχε σβήσει από τη δυνατή νεροποντή. Μέσα στο σπίτι είχε ολοκληρωθεί ο «στολισμός». Κάτι τελευταία βουρτσίσματα από τη μάνα, την ώρα που ο πατέρας σιγοψιθύριζε συμβουλές στ’ αυτί, φωνές και φασαρία από τα μικρότερα αδέλφια. Τα μεγαλύτερα ήσαν ήδη στις «δουλειές» τους. Τους καληνύχτισε, πήρε το «εμπόρευμα» και έφυγε.

Βγήκε από το σπίτι κλείνοντας πίσω της με προσοχή μια ετοιμόρροπη ξεχαρβαλωμένη πόρτα από τάβλες και νάιλον που όταν φυσούσε έκανε διαολεμένο θόρυβο. Δυό γειτόνισσες που την είδαν να βγαίνει ούτε που τής έδωσαν σημασία. Μόνο ο φίλος της ο Γιαννάκης την χαιρέτησε από μακριά και τής φώναξε «καλές δουλειές». Εκείνη με το χέρι στο στόμα του πέταξε ένα φιλί.

Είχε αργήσει περιμένοντας να κοπάσει η βροχή. Ευτυχώς σταμάτησε να βρέχει και τα σύννεφα άρχισαν να φανερώνουν τα κρυμμένα αστέρια. Είχε πολύ δρόμο να κάνει και έπρεπε να βιαστεί. Επιτάχυνε το βήμα –όσο μπορούσε με τα μικρά της ποδαράκια- προσπαθώντας με μικρές δρασκελιές να αποφύγει τις λάσπες, μη και λερώσει τα μοναδικά της παπούτσια.

Ντυμένη με ένα σκούρο μπλε παντελόνι και ένα κόκκινο μπουφανάκι με μεγάλα κουμπιά, μέρες που ήταν έμοιαζε με Αγιοβασίλης. Τα μαλλιά μαύρα μακριά πλεξούδες, έντονα βαμμένο ματάκι να σκαμπίζει και δυο μεγάλα σκουλαρίκια κρίκους που την μεγάλωναν. Έπαιρνε από μικρή το μεγαλίστικο. Το προστάζουν αυτό οι παραδόσεις της φυλής. Άλλωστε, σε λίγα χρόνια θα την πάντρευαν.

Κοντοστάθηκε αρκετές φορές. Δεν μπορούσε να μη χαζέψει τις βιτρίνες με τις ομορφοντυμένες κούκλες και τα στολίδια, ή τις άλλες τις φορτωμένες με παιχνίδια. Δεν μπορούσε να αντισταθεί στη φάτνη της πλατείας και τις χριστουγεννιάτικες μελωδίες που ακούγονταν από τα μεγάφωνα. Ο κόσμος λιγοστός και όλοι τους βιαστικοί για το σπίτι ή για την έξοδο και τη διασκέδαση. Ο νεογέννητος Χριστός ήταν όλος δικός της να τον απολαύσει όσο ήθελε, χωρίς να παλεύει να τον διακρίνει ανάμεσα από τα πόδια των μεγαλύτερων που της τον έκρυβαν.

Χαιρέτησε τις μικροκαμωμένες κούκλες γιατί το κρύο δυνάμωνε και η δουλειά την περίμενε. Μπήκε σε πολλά από τα μαγαζιά που γνώριζε. Ράθυμοι οι περισσότεροι δεν ψώνιζαν. Δεν τους άρεσε το θέαμα, είχαν και κάτι βερεσέδια με το ρατσισμό που πότιζαν μέσα τους, την απέφευγαν άλλοι ευγενικά και άλλοι με το «φύγε!».

Τα περισσότερα ήσαν ακόμη απούλητα, κάτι κέρματα κουδούνιζαν στη τσέπη, μα αυτή ήταν χαρούμενη. Μπορούσε να ξεκλέψει λίγη από τη ζεστασιά των ημερών, να νιώσει παιδικά κι ας δούλευε. Είχε πια συνηθίσει και το περπάτημα και την απόρριψη και τις μαγκιές. Το κρύο δεν άντεχε. Γι’ αυτό έμπαινε σε όσα περισσότερα μαγαζιά μπορούσε, όπου δεν την περίμενε κάποιος στην πόρτα να την διώξει μ’ ένα άγριο βλέμμα.

Ήταν περασμένες μία όταν μπήκε στο μπαράκι που έπαιζε ζωντανή μουσική. Άκουσε από μακριά το μπουζούκι και το ντέφι και τα τραγούδια όλα γνώριμα. Ένιωσε στο στοιχείο της. Έμεινε αρκετή ώρα δίπλα στην πόρτα σιγοτραγουδώντας Μανώλη Αγγελόπουλο και Πόλυ Πάνου. Οι πελάτες την κοιτούσαν απορώντας γιατί δεν τους πλησιάζει με τα λουλούδια της, κάτι που έγινε μόλις η ορχήστρα έκανε διάλειμμα.

Σε δύο λεπτά τα είχε πουλήσει όλα. Είχε τόσο γλυκιά φατσούλα που όλοι τής έδιναν περισσότερα απ’ όσα ζητούσε. Μερικοί ούτε καν την ρώταγαν! Έχωνε τα πεντάευρα γρήγορα γρήγορα στην τσέπη με ένα τεράστιο χαμόγελο. Μπορεί από τα παραπανίσια να ζήταγε απ’ τον πατέρα της εκείνα τα μποτάκια που τα “βλεπε από μέρες.

Η ορχήστρα ξανάρχισε. Δεν είχε να πουλήσει άλλα (θα πούλαγε άλλα τόσα σε τούτες τις παρέες) αλλά δεν έφευγε. Στήθηκε μπροστά στο μπουζούκι και άρχισε το χορό. Οι πελάτες από κάτω, που είχαν γίνει όλη μια παρέα, άρχισαν το χειροκρότημα στο τσιφτετέλι της. Και αυτή να λικνίζεται σαν επαγγελματίας.

Τα τριαντάφυλλα δεν έζησαν για πολύ. Τα πέταλά τους μπήκανε στις χούφτες και ρίχτηκαν στα πόδια της. Ένας μάδησε κάμποσα και τις έρανε με αυτά το κεφαλάκι. Χόρεψε και το επόμενο τραγούδι. Και το επόμενο…

Το χειροκρότημα ήταν παρατεταμένο. Έκανε μια βαθιά υπόκλιση, φώναξε «ευχαριστώ πολύ» με το ίδιο πάντα πλατινένιο χαμόγελο, πέταξε ένα δυνατό φιλί σε όλους και χαιρέτησε ανοίγοντας την πόρτα.

Εκείνο το βράδυ την γνώρισα κι εγώ.
Την έλεγαν Μαρία.
ΠΗΓΗ