Ο καθένας από μας έχει μέσα του τα ένστικτα του κτήνους. Τα λειαίνει το αξιακό σύστημα που ενσταλάζει στην συγκρότηση του χαρακτήρα η οικογένεια, η παιδεία, η θρησκευτική πίστη για κάποιους, τα όρια που θέτουν οι νόμοι, άγραφοι και μη, όμως το κτήνος πάντα λανθάνει. Κοιμάται κάτω από τις στοιβάδες της κοινωνικής θέσης, τα πτυχία, τον καθωσπρεπισμό, τον φόβο του αστυνόμου. Σε αυτά τα ένστικτα, το γενετήσιο, της βίας και την περιέργεια για κάθε τι παράξενο, εξωφρενικό, σοκαριστικό, ερεθιστικό, απευθύνονται οι διαφημιστές και οι προπαγανδιστές της «ενημέρωσης».
Άμα πίνεις το αναψυκτικό της γκόμενας στη διαφήμιση, θα γίνεις ωραία σαν αυτήν ή αν είσαι άντρας, θα βρεις γκόμενα σαν αυτήν που έχει ο άντρας που το πίνει. Πόσιμα, εδώδιμα, αυτοκίνητα, υπηρεσίες, τα πάντα πλασάρονται παίζοντας την επικοινωνιακή μπάλα κάτω από τη μέση ή άντε στο ύψος ξέχειλου πλαστικού μπούστου. Και ο όχλος αγοράζει, διότι ο όχλος είναι το συλλογικό κτήνος, του οποίου ερεθίζουν το γενετήσιο ένστικτο για να τραβήξουν την προσοχή του και να αγοράσει ό,τι πουλιέται.
Έτσι πλασάρονται και οι ειδήσεις, γιατί ο όχλος θα τις υπερκαταναλώσει, τα χαμηλά ένστικτα θ’ ανεβάσουν τα νούμερα και τις κυκλοφορίες, θα μπορούν να πάνε στους διαφημιστές και να πουλήσουν τηλεοπτικό χρόνο και πόντους στις σελίδες, για να πουληθούν όσα αγοράζει το πλήθος. Δεν αρκεί η είδηση, ποιος σκότωσε ποιον και ίσως γιατί. Πρέπει να μάθουμε όλες τις λεπτομέρειες και να εφευρεθούν κι άλλες. Αστυνομικοί, δικηγόροι, δικαστικοί υπάλληλοι, όποιος θεσμικά λαμβάνει γνώση, διαρρέει έγγραφα, ανατριχιαστικές πληροφορίες, υπαρκτές ή μη. Το απόρρητο της ανάκρισης, η υποχρέωση εχεμύθειας είναι σεσηπότα πτώματα που σέρνονται ως λάφυρα σε οθόνες κι εξώφυλλα και τα θεσμικά όργανα αναχαράζουν σαν γελάδια στο λιβάδι. Καμώνονται πως υπάρχουν, άλλα όρθια πτώματα κι αυτά. Τα γεγονότα ντύνονται με τίτλους που κόβουν την ανάσα, υποβλητική μουσική, ακόμη και φανταστικές αναπαραστάσεις. Οι ειδήσεις εδώ και χρόνια πλέον δεν μεταδίδονται. Σκηνοθετούνται. Ξεχειλώνονται. Κακοποιούνται.
Το συλλογικό κτήνος γουστάρει αίμα, σεξουαλικές διαστροφές, διαμελισμούς, κτηνωδία κι ύστερα αρχίζει ο χορός των κραυγών, γι’ αυτό που έχει εδώ και δεκαετίες αποβάλλει ο ευρωπαϊκός νομικός πολιτισμός: την θανατική ποινή. Γιατί την απέβαλε; Γιατί υπάρχει πάντα αυτό που λέγεται δικαστική πλάνη, το ανθρώπινο λάθος. Κι αν τον άλλο τον στήσεις στα έξι μέτρα ή ανοίξει η καταπακτή και κλωτσήσει με σπασμούς τον αέρα, την ώρα που θα σπάσει τον αυχένα το βάρος του σώματος κρεμασμένο στον βρόγχο, δεν έχει επιστροφή. Δεν μπορείς μετά να τους πεις, σόρρυ φίλε, να του κλείσεις τις ματωμένες κουμπότρυπες στο στήθος, να του ισιώσεις το λαιμό και να αποκαταστήσεις την οξυγόνωση του εγκεφάλου, να τον ξεσκονίσεις και να του δώσεις και μερικά φράγκα για την ψυχική οδύνη.
Ήταν λοιπόν περιττές οι λεπτομέρειες των πωλητών «ενημέρωσης» για το παιδάκι. Κτηνώδεις όσο και το έγκλημα. Κτηνώδεις κι οι κραυγές του όχλου, που ζητάει αίμα. Του ίδιου όχλου, που κάνει την πάπια όταν μέσα στην οικογένεια του, στο διπλανό σπίτι, στα όρια της όρασης και της ακοής του, βλέπει κι ακούει, ξέρει, κάποιον που συστηματικά κακοποιεί κάποιον άλλο και δεν μιλάει, δεν παρεμβαίνει δυναμικά, δεν απευθύνεται στους αρμοδίους. Είναι το ίδιο πλήθος που περνάει χωρίς να σταματήσει δίπλα από το τροχαίο ατύχημα και βλέπει εκστασιασμένο το σώμα κάποιου συνανθρώπου να σφαδάζει και δεν σταματάει να βοηθήσει, ούτε διευκολύνει. Κόβει την κυκλοφορία για να δει καλύτερα, εμποδίζοντας το φρακαρισμένο πίσω του ασθενοφόρο…