Daily Archives: Μαΐου 13, 2015

Χαμηλά ένστικτα, υψηλές τηλεθεάσεις

wpid-20150417085416

Ο καθένας από μας έχει μέσα του τα ένστικτα του κτήνους. Τα λειαίνει το αξιακό σύστημα που ενσταλάζει στην συγκρότηση του χαρακτήρα η οικογένεια, η παιδεία, η θρησκευτική πίστη για κάποιους, τα όρια που θέτουν οι νόμοι, άγραφοι και μη, όμως το κτήνος πάντα λανθάνει. Κοιμάται κάτω από τις στοιβάδες της κοινωνικής θέσης, τα πτυχία, τον καθωσπρεπισμό, τον φόβο του αστυνόμου. Σε αυτά τα ένστικτα, το γενετήσιο, της βίας και την περιέργεια για κάθε τι παράξενο, εξωφρενικό, σοκαριστικό, ερεθιστικό, απευθύνονται οι διαφημιστές και οι προπαγανδιστές της «ενημέρωσης».

Άμα πίνεις το αναψυκτικό της γκόμενας στη διαφήμιση, θα γίνεις ωραία σαν αυτήν ή αν είσαι άντρας, θα βρεις γκόμενα σαν αυτήν που έχει ο άντρας που το πίνει. Πόσιμα, εδώδιμα, αυτοκίνητα, υπηρεσίες, τα πάντα πλασάρονται παίζοντας την επικοινωνιακή μπάλα κάτω από τη μέση ή άντε στο ύψος ξέχειλου πλαστικού μπούστου. Και ο όχλος αγοράζει, διότι ο όχλος είναι το συλλογικό κτήνος, του οποίου ερεθίζουν το γενετήσιο ένστικτο για να τραβήξουν την προσοχή του και να αγοράσει ό,τι πουλιέται.

Έτσι πλασάρονται και οι ειδήσεις, γιατί ο όχλος θα τις υπερκαταναλώσει, τα χαμηλά ένστικτα θ’ ανεβάσουν τα νούμερα και τις κυκλοφορίες, θα μπορούν να πάνε στους διαφημιστές και να πουλήσουν τηλεοπτικό χρόνο και πόντους στις σελίδες, για να πουληθούν όσα αγοράζει το πλήθος. Δεν αρκεί η είδηση, ποιος σκότωσε ποιον και ίσως γιατί. Πρέπει να μάθουμε όλες τις λεπτομέρειες και να εφευρεθούν κι άλλες. Αστυνομικοί, δικηγόροι, δικαστικοί υπάλληλοι, όποιος θεσμικά λαμβάνει γνώση, διαρρέει έγγραφα, ανατριχιαστικές πληροφορίες, υπαρκτές ή μη. Το απόρρητο της ανάκρισης, η υποχρέωση εχεμύθειας είναι σεσηπότα πτώματα που σέρνονται ως λάφυρα σε οθόνες κι εξώφυλλα και τα θεσμικά όργανα αναχαράζουν σαν γελάδια στο λιβάδι. Καμώνονται πως υπάρχουν, άλλα όρθια πτώματα κι αυτά. Τα γεγονότα ντύνονται με τίτλους που κόβουν την ανάσα, υποβλητική μουσική, ακόμη και φανταστικές αναπαραστάσεις. Οι ειδήσεις εδώ και χρόνια πλέον δεν μεταδίδονται. Σκηνοθετούνται. Ξεχειλώνονται. Κακοποιούνται.

Το συλλογικό κτήνος γουστάρει αίμα, σεξουαλικές διαστροφές, διαμελισμούς, κτηνωδία κι ύστερα αρχίζει ο χορός των κραυγών, γι’ αυτό που έχει εδώ και δεκαετίες αποβάλλει ο ευρωπαϊκός νομικός πολιτισμός: την θανατική ποινή. Γιατί την απέβαλε; Γιατί υπάρχει πάντα αυτό που λέγεται δικαστική πλάνη, το ανθρώπινο λάθος. Κι αν τον άλλο τον στήσεις στα έξι μέτρα ή ανοίξει η καταπακτή και κλωτσήσει με σπασμούς τον αέρα, την ώρα που θα σπάσει τον αυχένα το βάρος του σώματος κρεμασμένο στον βρόγχο, δεν έχει επιστροφή. Δεν μπορείς μετά να τους πεις, σόρρυ φίλε, να του κλείσεις τις ματωμένες κουμπότρυπες στο στήθος, να του ισιώσεις το λαιμό και να αποκαταστήσεις την οξυγόνωση του εγκεφάλου, να τον ξεσκονίσεις και να του δώσεις και μερικά φράγκα για την ψυχική οδύνη.

Ήταν λοιπόν περιττές οι λεπτομέρειες των πωλητών «ενημέρωσης» για το παιδάκι. Κτηνώδεις όσο και το έγκλημα. Κτηνώδεις κι οι κραυγές του όχλου, που ζητάει αίμα. Του ίδιου όχλου, που κάνει την πάπια όταν μέσα στην οικογένεια του, στο διπλανό σπίτι, στα όρια της όρασης και της ακοής του, βλέπει κι ακούει, ξέρει, κάποιον που συστηματικά κακοποιεί κάποιον άλλο και δεν μιλάει, δεν παρεμβαίνει δυναμικά, δεν απευθύνεται στους αρμοδίους. Είναι το ίδιο πλήθος που περνάει χωρίς να σταματήσει δίπλα από το τροχαίο ατύχημα και βλέπει εκστασιασμένο το σώμα κάποιου συνανθρώπου να σφαδάζει και δεν σταματάει να βοηθήσει, ούτε διευκολύνει. Κόβει την κυκλοφορία για να δει καλύτερα, εμποδίζοντας το φρακαρισμένο πίσω του ασθενοφόρο…

Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί

wpid-20150417085416

Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί γεννήθηκε μια νύχτα με βροχή. Είχε μεγάλα μάτια, διάφανα, και μακριά μαλλιά. Ο γιατρός είπε στη λεχώνα ότι είχε γεννήσει ένα ξωτικό. Εκείνη το “ξερε.

Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί κοιμόταν μ” ανοιχτά μάτια τη μέρα και ξυπνούσε τα βράδια, για να κλάψει. Ο γάτος της οικογένειας, ένας αργόσχολος σιαμέζος, καθόταν στο προσκεφάλι του, για να διώχνει τ” άσχημα όνειρα και τ” ανόσια πνεύματα.

Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί άργησε να μιλήσει και δυσκολεύτηκε να μάθει να περπατά. Προτιμούσε να κοιμάται, αγκαλιά με τον γάτο. Κι όταν ξυπνούσε περνούσε ώρες πολλές κοιτώντας τις σκιές στο ταβάνι ή έφτιαχνε αλλόκοτα πλάσματα από πλαστελίνη. Τους έδινε κι ονόματα, λέξεις μπερδεμένες που ακούγονταν σαν Κουένυα και Σίνταριν και Φαλάνια και Σύρινθαλ.

Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί πήγε σχολείο, αλλά έγραφε τα γράμματα ανάποδα. Την ώρα του μαθήματος ζωγράφιζε αγγέλους στο τετράδιο του και στο διάλειμμα έμενε να παρατηρεί πώς οι σφήκες έτρωγαν τ” αχλάδια που πέφταν απ” το δέντρο. Οι δάσκαλοι δεν τον μάλωναν, γιατί ήταν ήσυχος κι είχε μεγάλα μάτια. Τ” άλλα παιδιά τον άφηναν στην ησυχία του, γιατί καταλάβαιναν ότι δεν είναι εκεί.

Ένα βράδυ οι γονείς του τον έχασαν. Τον έψαξαν, ξεσήκωσαν τη γειτονιά, φώναξαν την αστυνομία. Τελικά τον βρήκαν στο πανηγύρι, δίπλα στον πάγκο ενός πλανόδιου καλλιτέχνη.

Ο πλανόδιος έφτιαχνε λέξεις από σύρμα, ονόματα ανθρώπων και ζώων και ονείρων. Δεν χρησιμοποιούσε εργαλεία. Έπιανε το σύρμα και το “στριβε, το γυρνούσε, το ίσιωνε, το στίλβωνε, μέχρι που κρατούσε το όνομα κάποιου ή -μερικές φορές- έναν στίχο.

Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί είχε ξεχαστεί να κοιτάει τα επιδέξια χέρια του καλλιτέχνη, όλη νύχτα.

Οι γονείς του τον μάλωσαν, αλλά εκείνος δεν ήταν εκεί. Μόλις έφτασαν σπίτι ξεκίνησε να φτιάχνει τις δικές του λέξεις από σύρμα.

Τα χρόνια κυλούσαν κι ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί περνούσε όλο και περισσότερο καιρό με τα μικρά του καλλιτεχνήματα. Όσοι τον συναντούσαν νόμιζαν ότι ήταν εκεί. Έτσι φαινόταν. Και συχνά ήταν. Όμως όσοι τον γνώριζαν καλύτερα ήξεραν ότι δεν ήταν εκεί.

Όταν μεγάλωσε ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί γνώρισε ένα κορίτσι που του έμοιαζε. Είχε μεγάλα διάφανα μάτια και μακριά μαλλιά. Ζωγράφιζε θλιμμένα πρόσωπα και περπατούσε σαν γάτα. Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί γοητεύτηκε απ” το κορίτσι.

Μια θερινή νύχτα, σ” ένα παγκάκι πάνω απ” το Αιγαίο, τη ρώτησε αν θα τον παντρευόταν κάποτε. Εκείνη δέχτηκε. Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί της φόρεσε στο δάχτυλο ένα κρίκο από αναψυκτικό.

Έκαναν ένα παιδί με μεγάλα διάφανα μάτια.

Τα χρόνια συνέχισαν να περνάνε, έτσι όπως συνηθίζουν να κάνουν απ” την αρχή του κόσμου.

Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί είχε στήσει έναν πάγκο με τις λέξεις του, πλανόδιος κι εκείνος όπως ο δάσκαλος του. Σπάνια όμως πουλούσε κάποια λέξη από σύρμα. Τις περισσότερες τις χάριζε και χαιρόταν όταν έβλεπε τους ανθρώπους να τις φοράνε στο στήθος, πάνω στην καρδιά.

Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί αγαπούσε τις νύχτες και τις βροχές. Αγαπούσε το γέλιο των παιδιών και τα μπαλόνια με ήλιο που το “σκαγαν και “φτάναν ως τον ήλιο.

Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί είχε και κάποιους φίλους, ελάχιστους, μετρημένους στα δάκτυλα του χεριού ενός πάντα. Όταν βρισκόταν με τους φίλους του κανείς δεν ήταν εκεί. Κι ένιωθαν ωραία να μην είναι εκεί παρέα.

Κάποιες μέρες ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί ζήλευε τους ανθρώπους που μπορούσαν να είναι εκεί, τους ανθρώπους που τα κατάφερναν τόσο καλά εκεί.

Κάποιες νύχτες ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί ευχόταν να ήταν κι αυτός εκεί, κι ας μην είχε φτιάξει ούτε μια λέξη από σύρμα.

Δεν το είχε επιλέξει να μην είναι εκεί. Είχε συμβεί, έτσι όπως γεννήθηκε με μεγάλα διάφανα μάτια, ίσως επειδή κι η μητέρα του δεν ήταν εκεί.

Το κορίτσι με το δακτυλίδι από κρίκο αναψυκτικού προσπάθησε να τον βοηθήσει, να είναι εκεί. Κι εκείνος το ήθελε, όταν όμως βρισκόταν εκεί ξεθώριαζε, γινόταν διάφανος, τόσο που μπορούσες να δεις από μέσα του.

Και κάθε μέρα που περνούσε εκεί, ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί ένιωθε να χάνει ένα ακόμα κομμάτι του.

Μόνο οι λέξεις από σύρμα τον βοηθούσαν να ενώνει τα κομμάτια του.

Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί κάποτε κατάλαβε ότι υπήρχαν πολλοί ακόμα άνθρωποι που δεν ήταν εκεί. Κι αν κάτι έφταιγε γι” αυτό δεν ήταν οι άνθρωποι, ήταν το εκεί.

Οι άνθρωποι που δεν ήταν εκεί δεν ήταν ηλίθιοι, δεν ήταν δειλοί, δεν ήταν ανίκανοι. Είχαν γεννηθεί με κάποια αποστροφή για το εκεί ή μπορεί να ήταν μόνο αλλεργία, αλλεργία σε όλα όσα τους δίνονταν έτοιμα, σε όλα όσα δεν ήταν δικά τους.

Οι άνθρωποι που δεν ήταν εκεί ήθελαν να δημιουργούν το εκεί τους.

Έφτιαχναν λέξεις, μουσικές, χορούς, πίνακες, σπίτια, φαγητά, ιδέες, εφευρέσεις, εξισώσεις, φάρμακα, σχολεία, επιστήμες.

Οι άνθρωποι που δεν ήταν εκεί έφτιαχναν τον κόσμο απ” την αρχή, έτσι όπως θα ήθελαν να είναι.

Δεν γνωρίζω πώς τελειώνει αυτή η ιστορία. Μου τη διηγήθηκε ένας καλλιτέχνης του δρόμου με μεγάλα μάτια. Είχε ινδιάνικο αίμα και τ” όνομα του ήταν Πλανόδιο Βουνό.

Κάποια στιγμή χαμογέλασε και σταμάτησε να είναι εκεί. Το χαμόγελο του άργησε να σβήσει, σαν να ήταν ο γάτος του Τσέσαϊρ.

Μου άφησε μόνο αυτές τις λέξεις, καμωμένες από σύρμα.

Έτσι δεν γνωρίζω πώς τελειώνει αυτή η ιστορία.

Ίσως και να μην τελειώνει.

http://sanejoker.info/2015/02/the-man-who-wasnt-there.html

Πόθεν άν λάβοιμι βύσμα τώ πρωκτώ φλέων;

wpid-20150417085416

«Το θέμα της ρευστότητας είναι ένα φλέγον ζήτημα», ανέφερε ο υπουργός Οικονομικών, ενώ απαντώντας σε ερώτηση γιατί δεν υπήρχε αναφορά στο θέμα στην ανακοίνωση του Eurogroup είπε:

«Σε αυτή την ανακοίνωση ο λόγος για τον οποίο δεν αναφέρθηκε είναι ότι θεωρήθηκε ότι δεν είναι κατάλληλο να γίνει μνεία σε αυτό.»

Έτσι λοιπόν ένα «φλέγον ζήτημα» για την Ελλάδα, θεωρείται από τους εταίρους ότι «δεν είναι κατάλληλο να γίνει μνεία σε αυτό»

Και τι είναι κατάλληλο;

Τι θα ήταν κατάλληλο, τι θα άρμοζε για την Υψηλότητά του, του Eurogroup των Ευνούχων, να ασχοληθεί και να γίνει μνεία για αυτό;

Ο ΣΥΡΙΖΑ αφέθηκε να διαφθαρεί από τον τρόπο σκέψης της Τρόικα.

Άφησε να μπουν στο τραπέζι και στην συζήτηση θέματα για τα οποία η φράση «Ριζοσπαστική Αριστερά» στον τίτλο του μάλλον δείχνει παράταιρη.

Όμως για το Ιερατείο των Βρυξελλών και του Βερολίνου τίποτε λιγότερο δεν είναι αρκετό εκτός της πλήρους ταπείνωσης και την χωρίς όρους παράδοση της Ελληνικής κυβέρνησης.

Ακόμα και στα βαφτίσια που η κυβέρνηση αναγκάζεται από καιρού εις καιρόν να καταφύγει εισπράττει από την άλλη πλευρά ειρωνεία και τίποτε περισσότερο.

Θέλουν να δείξουν πως άσχετα της θέλησης ή της γνώμης ενός λαού, υπάρχουν αυτοί και οι αποφάσεις τους.

Και η Ελληνική κυβέρνηση, άσχετα με τις κορώνες για εσωτερική κατανάλωση, συνεχίζει να το παίζει καλό παιδί.

Από όποιο συρτάρι, όποιο χρονοντούλαπο, όποια χαραμάδα μπορεί να βρει χρήματα το κάνει και τους πληρώνει.

Το «μέχρι τελευταία δεκάρα» που υποσχέθηκε ο Βαρουφάκης στο ΔΝΤ γίνεται πράξη με αίμα.

Είναι εύκολο να κυβερνάς όταν δεν ενοχλείς τους ισχυρούς.

Και φύγανε τα χρήματα από τα νοσοκομεία, από τα Πανεπιστήμια, απ’ τους Δήμους, αλλά το Eurogroup των Ευνούχων, θεωρεί ότι δεν είναι κατάλληλο θέμα ώστε να γίνει μνεία σε αυτό το θέμα, της ρευστότητας δηλαδή στην Ελλάδα.

Και πήραμε, τα τελευταία 5 χρόνια χρήματα, από νοσοκομεία, σχολεία, ασφαλιστικά ταμεία, από μισθούς, από συντάξεις, από δημόσια περιουσία, πληρώσαμε με την ζωή και την αξιοπρέπεια συνανθρώπων μας, για να βρεθούμε σε πολύ χειρότερη θέση από ότι είμασταν το 2010.

Και όμως ακόμα ζητιανεύουμε μια Δόση.

Τι άλλο να πουλήσουμε; Τι άλλον να δώσουμε;

Πόσο ποιο χαμηλά;

http://wp.me/p1h3Tw-Io 

© HeadWaiter

Posted by