Ένα τασάκι με αποτσίγαρα και μερικές τσαλακωμένες λέξεις

Με την ποίηση μιλά τη νύχτα, τη μέρα ταξινομεί το αλφάβητο. Θα φτιάχνε λοιπόν μόνος, την τελευταία του προσπάθεια. Απόψε! Που ο ουρανός έμοιαζε μολυβί. Το πρωί λούστηκε. Ύστερα, χτένισε τα μαλλιά και ψαλίδισε τα γένια του. Μετά φόρεσε τα φτερά που είχε κρεμασμένα πίσω από την πόρτα. Στον δρόμο στέκονταν και τον κοίταζαν. Ο τροχονόμος διέκοψε την κυκλοφορία. Οι μαγαζάτορες βγήκαν απ’ τα καταστήματά τους. Τα παιδιά τον κοίταζαν απορημένα. Κι αυτός, ανάμεσα στους μεγάλους δρόμους με μια αγκαλιά κατακόκκινα τριαντάφυλλα, να πορεύεται κάτω απ’ το θρόισμα των κατάλευκων φτερών του.. Ένα τασάκι μ” αποτσίγαρα
μερικές κόλλες σκόρπιες
μισογραμμένες κάποιες κι άλλες τσαλακωμένες κι εκείνος, μια σκιά στο παράθυρο.τις νύχτες που σφυρίζανε τα τρένα. Γι” αυτόν τα τρένα έφτασαν κι έφυγαν ένα πρωινό μετά από πολλή βροχή που γέμισαν χόρτα οι ράγες.
Κι έμεινε τότε με τις παλάμες σφιγμένες, κρατώντας δυο σταγόνες δάκρυ..Δυο σταγόνες που πλήθαιναν τις ατέλειωτες νύχτες μέσα στο σωρό από τις κόλλες, πλάι στο κλειστό παράθυρο…..