Τα κεφάλαια της ζωής μου..

20151226122406

Τα κεφάλαια της ζωής της τα έγραψε νύχτα, λες και δεν έπρεπε να τα δει το φως του ήλιου την ώρα που γράφονταν και φωτίζοντάς τα, μη χάσουν εκείνη την μαυρίλα που κάνει τις ιδιαίτερες στιγμές του καθενός μας, να δείχνουν περισσότερο τραγικές απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα.

Έτσι και τον Χ. Νύχτα τον γνώρισε, σε ένα bar του συρμού, ανάμεσα σε παρέες από ανέραστες νεαρές και άνοστους νεαρούς. Ανάμεσα σε εκκωφαντικούς θορύβους και κορμιά λικνιζόμενα με μαεστρία σ’ αυτούς. Νύχτα τον χώρισε, πάλι σε ένα τέτοιο bar, όταν τον είδε να χαριεντίζεται με μία από αυτές τις ανέραστες νεαρές. Χάρη της έκανε βέβαια, αλλά αυτό δεν επρόκειτο να του το ξεστομίσει ποτέ. Θυμάται να την ακολουθεί στα σκαλιά της εισόδου εκείνου του bar, αλλά εκείνη σταθερά αμετάπειστη στην απόφασή της, προχωρούσε τον δρόμο μακριά του, με ένα χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη της. Χαμόγελο νίκης και ξαλαφρώματος. Μπήκε στο πρώτο taxi που βρήκε μπροστά της και έφυγε. Δεν ξαναγύρισε.

Με τον Χ είχε περάσει πολύ όμορφες στιγμές. Στιγμές όμως. Τίποτε περισσότερο. Στιγμές ασύνδετες και αποσπασματικές. Σαν στιγμιότυπα από ‘ταινία προσεχώς’. Που προσπαθείς να καταλάβεις την πλοκή, αλλά σου λείπουν τόσα κομμάτια, που κουράζεσαι και παρατάς την προσπάθεια. Είχε όμως να παραδεχθεί, ότι στον ερωτικό τομέα, ο Χ ήταν άπαικτος. Άπαικτος και πέντε χρόνια μικρότερος. Δεν την χάλαγε. Ίσα-ίσα. Μια χαρά ο Χ. Στα πάνω της κι’ αυτή. Τρομερός εραστής, τουλάχιστον για τα δικά της δεδομένα. Ένοιωθε τον πόθο να ξεχειλίζει μέσα της όποτε έκαναν έρωτα. Και όχι μόνο τότε. Κι’ όταν τον σκεφτόταν. Ανταριαζόταν, όπως συνήθιζε να λέει, μόνο και μόνο στην σκέψη του.

Από τότε που είχε χωρίσει, δεν υπήρξε άντρας να την κάνει να νοιώσει έτσι. Για την ακρίβεια, ελάχιστες φορές στη ζωή της είχε να νοιώσει έτσι. Και με τον άντρα της, στις αρχές μόνο υπήρχε εκείνο το ‘πάρε με και φτάσε με στα άκρα’. Τον τελευταίο καιρό της κοινής τους συμβίωσης, είχε μετατραπεί σε αγγαρεία παρά σε ευχαρίστηση. Τον αγαπούσε βέβαια. Πολύ. Έτσι πίστευε. Είχαν παντρευτεί σε νεαρή ηλικία, μη γνωρίζοντας από δυσκολίες και προβλήματα. Δεν ήξεραν τίποτε για την ζωή, μα ήλπιζαν τα πάντα. Και αυτό τους πέθανε. Και εκείνους και την ζωή τους.

Ανάλαφρη από τα δεσμά του γάμου, είχε ξεκινήσει την αναζήτησή της για την σχέση εκείνη που θα της δώσει το ‘κάτι’ διαφορετικό. Όχι άλλον έναν γάμο. Μέσα από πολλές προσπάθειες, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι το ‘κάτι’ δεν υπάρχει. Τουλάχιστον, έτσι όπως αυτή ήθελε να το ζήσει. Επίσης, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι ‘άντρες έχουν μεταξύ τους τόσες διαφορές όσες σου χρειάζονται για να ερεθιστείς και να αναζητήσεις τον καινούργιο, και τόσες ομοιότητες όσες σου χρειάζονται για να παραμείνεις στον παλιό’. Συγκλονιστικά συμπεράσματα, αλλά έπρεπε να πορευτεί με αυτά.

Όταν γνώρισε τον Χ, εντυπωσιάστηκε. Ένας καλοβαλμένος νεαρός, σαν τόσους που κυκλοφορούν. Την προσέγγισε διακριτικά, παράξενο για άντρα της εποχής της. Όχι το ‘διακριτικά’ αλλά το ‘προσέγγισε’. Της άρεσε. Και ενέδωσε. Και πέρναγε καλά. Ώσπου ο Χ άρχισε να απαιτεί περισσότερα. Όταν ο Χ άρχισε να την νοιώθει σαν απόκτημά του και σαν κεκτημένο του. Τότε, οι διακόπτες ασφαλείας που υπάρχουν στο μυαλό της, άρχισαν να πέφτουν. Βραχυκύκλωσε. Δεν μπορούσε πια να λειτουργήσει μέσα στην σχέση αυτή. Του το είπε, μήπως και άλλαζε στάση. Τον προειδοποίησε. Εκείνος όμως, δεν καταλάβαινε. Συνέχιζε. Εκείνη, πνιγόταν. Έπρεπε να τον αφήσει. Έπρεπε να φύγει μακριά, για να μπορέσει να αναπνεύσει.

Και της την πρόσφερε στο πιάτο. Και το εκμεταλλεύτηκε. Της πρόσφερε αφορμή, διαμορφώνοντας την αιτία στα μέτρα του Χ για να το καταλάβει εκείνος και να το αποδεχτεί. Θα της έλλειπαν βέβαια εκείνα τα βράδια του αξεπέραστου ερωτισμού που περνούσαν επάνω στο κρεβάτι του Χ, αλλά ήταν ένα αντίτιμο που ήταν διατεθειμένη να πληρώσει για να βρει την ψυχική της ηρεμία. Θα υπέφερε την πολιορκία του Χ τις επόμενες ημέρες, αλλά θα το άντεχε κι’ αυτό. Εξάλλου, τι άντρας θα ήταν αν δεν την κυνηγούσε και λίγο για να ικανοποιήσει τον εγωισμό του; Για να ικανοποιήσει το γεγονός ότι είναι ‘άντρας’;

‘Πάμε γι’ άλλα’ αναφώνησε και ο ταξιτζής την κοίταξε παράξενα χωρίς να πει κουβέντα. ‘Εγώ να είμαι καλά’ ξαναείπε, αυτή την φορά χαμηλόφωνα, μη θέλοντας να ενοχλήσει τον ταξιτζή.