Δεν τον τράβηξε ο θεός, τον έδιωξαν οι άνθρωποι.

wpid-wp-image-1824028663jpeg.jpeg

Ένας νεαρός αποφάσισε να γίνει ερημίτης.
Δεν τον τράβηξε ο θεός, τον έδιωξαν οι άνθρωποι.

Τα πήγαινε καλά με τα ζώα, τα πήγαινε καλά και με τα παιδιά των ανθρώπων. Αλλά τους μεγάλους δεν μπορούσε να τους καταλάβει.

Τα ζώα δεν μιλούσαν, αλλά ήξερε τι ήθελαν. Τα παιδιά μιλούσαν, αλλά έλεγαν αυτό που σκέφτονταν.

Οι μεγάλοι ήταν παράξενοι. Όχι μόνο ότι έκρυβαν τις σκέψεις τους. Ήταν κάτι άλλο, χειρότερο: Δεν καταλάβαιναν τις σκέψεις τους.

Το σκυλί έλεγε «γαβ» και εννοούσε γαβ. Το παιδί έλεγε «δεν θέλω» και σήμαινε ότι δεν ήθελε. Οι μεγάλοι άνθρωποι έλεγαν λόγια κι εννοούσαν άλλα.

Ο νεαρός της ιστορίας μας δεν μπορούσε να τους καταλάβει.

Όσο ήταν παιδί κι είχε να επικοινωνήσει με παιδιά όλα ήταν καλά. Καθώς μεγάλωνε τα παιδιά που γνώριζε μεγάλωναν κι εκείνα. Και κάποια μέρα δεν μπορούσε να τα αναγνωρίσει.

Δεν έφταιγε που είχαν ψηλώσει, που είχαν γίνει πιο γεροδεμένα, που είχαν αποκτήσει βυζιά, που βγάλαν τρίχες.

Δεν ήταν πια παιδιά, αυτό ήταν το πρόβλημα. Άλλα έλεγαν κι άλλα εννοούσαν, κι εκείνα τα ίδια δεν ήξεραν τι ακριβώς ήθελαν να πουν.

Για λίγο καιρό ο νεαρός δούλεψε στα ζώα (που έλεγαν «μου» και εννοούσαν μου). Ώσπου ο επιστάτης του ζήτησε να σφάξει κάποιο. Εκείνος αρνήθηκε κι έφυγε.

Μάζεψε κεράσια για μια σεζόν κι ήταν καλός σ’ αυτό που έκανε. Αλλά μόλις είδε να πετάνε τα καφάσια που είχε γεμίσει, για ν’ ανεβάσουν την τιμή του προϊόντος, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να ζει ανάμεσα στους ανθρώπους.

Πήρε τον μπόγο του και ξεκίνησε για να πάει στο βουνό, όπου ζούσαν άνθρωποι άγιοι κι ολομόναχοι.

Εκεί βρήκε μια καλύβα άδεια. Ο προκάτοχος της είχε γίνει σκόνη πια -και κάτι λιγότερο. Ο νεαρός τη σκούπισε προσεκτικά και την αγάπησε. Τη θεώρησε δική του. Έπειτα βγήκε έξω και κοιτούσε το φεγγάρι.

Πριν να το καταλάβει γέρασε και μαζί με τις άσπρες τρίχες απέκτησε και τη φήμη του σοφού. Κόσμος πήγαινε απ’ τα κοντινά χωριά για να τον ακούσει να μιλάει. Ο νεαρός -που πια ήταν γέρος- τους άκουγε με τις ώρες, μετά τους έβγαζε έξω και τους έδειχνε το φεγγάρι.

«Ο σοφός του φεγγαριού», έτσι τον αποκαλούσαν οι κοσμικοί.

Κάποιο βράδυ τον επισκέφτηκε ένα κορίτσι. Του είπε όσα σκεφτόταν, πως οι γονείς της ήθελαν να την παντρέψουν με κάποιο γέρο, πως εκείνη προτιμούσε να μένει μόνη, πως ήθελε να αφοσιωθεί σε κάτι, αλλά δεν ήξερε σε τι.

Ο σοφός του φεγγαριού την πήρε έξω για να της δείξει το φεγγάρι. Αλλά ήταν νέα σελήνη και μόνο άστρα έφεγγαν. Έδειξε με το δάκτυλο τον ουρανό.

«Δεν έχει φεγγάρι», είπε το κορίτσι.

Ο σοφός μπήκε στην καλύβα, μάζεψε τα λιγοστά του πράγματα κι έφυγε. Το κορίτσι πήρε τη θέση του.


Πηγή