Ενας Κινέζος στην Κωνσταντινούπολη

wpid-wp-1475212773299.jpeg

1. Ο Χριστιανισμός έτσι όπως τον γνωρίζουμε σήμερα (στις εκδοχές που τον ενώνουν και τον χωρίζουν) διαμορφώθηκε (ως κοινός παρονομαστής αυτών των εκδοχών) δυο-τρεις αιώνες μετά τη ζωή (πραγματική ή υποτιθέμενη) του Ιησού Χριστού. Ο Χριστιανισμός ίσως να παρέμενε μια εβραϊκή αίρεση, αν ο Παύλος δεν διέδιδε το μήνυμά του στα έθνη εκείνης της εποχής.

Αυτό που προκάλεσε το ενδιαφέρον των εθνών, εν πρώτοις των φτωχών μαζών σε όλες τις κοινωνίες, ήταν η ιδέα της αγάπης και κυρίως η πρακτική της αποτύπωση, δηλαδή η αλληλεγγύη που οι πρώτες χριστιανικές κοινότητες καλλιέργησαν. Πάνω σε αυτές τις κοινότητες ιδρύθηκαν οι πρώτες εκκλησίες – ως κανονιστικές της λειτουργίας τους (ακόμα και σήμερα το δίκαιο της Εκκλησίας φέρει το όνομα Κανονικό, όπως και Κανούν ονομάζουν οι Μουσουλμάνοι τους δικούς τους τρόπους).

Η έννοια της αγάπης προς το πρόσωπο του άλλου (του Αλλου, αν θέλετε) υπήρξε επαναστατική για τον αρχαίο τρόπο σκέψης, στο πλαίσιο του οποίου η αγάπη, όταν δεν έδειχνε αδυναμία (Ρωμαίοι), περιοριζόταν στην αναφορά της στον έρωτα και στην αρετή (Ελληνες) . Η αγάπη στο πλαίσιο της οικογένειας δεν συνιστούσε, τότε, ιδεολογία, ούτε είχε αναφορά στον δημόσιο βίο, στον βαθμό που οι συγγενικές σχέσεις δεν αφορούσαν στην εξουσία (στη Ρώμη, για παράδειγμα, που οι συγγενικές σχέσεις ήταν εξουσία, το τελευταίο που τις καθόριζε ήταν η αγάπη).

Η διάδοση (κυρίως λόγω της αλληλεγγύης μεταξύ των φτωχών, που αργότερα στο Βυζάντιο διαμορφώθηκε στο «αλληλέγγυον» των πλουσίων προς τους φτωχούς ή προς τα κοινωφελή ιδρύματα – μορφή χορηγίας), η διάδοση λοιπόν του Χριστιανισμού στους φτωχούς άρχισε να ενδιαφέρει τους διανοούμενους. Από το σημείο αυτό και μετά ο εξελληνισμός του Χριστιανισμού ήταν αναπόφευκτος.

Οχι μόνον από την πλευρά των διανοουμένων, αλλά και των Χριστιανών. Οι «πατέρες» των οποίων (όπως αποκλήθηκαν αργότερα) όχι μόνον ελάμβαναν την ελληνική παιδεία (είτε για να την υιοθετήσουν, είτε για να την αντικρούσουν), αλλά προσέτι (ως εκκλησίες πλέον) κορφολογούσαν και υιοθετούσαν ό,τι καλύτερο διέθεταν οι αρχαίες θρησκείες και οι φιλοσοφικές σχολές.

2. Η Ρώμη κατά την αρχή κατεδίωξε τους Χριστιανούς, αφού επληθύνθησαν για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος αφορούσε τον κίνδυνο που συνιστούσε για την εξουσία η αυτοοργάνωση των φτωχών μαζών. Και ο δεύτερος ήταν η επαναστατική συμπεριφορά (για τη Ρώμη), αλλά θρησκευτική υποχρέωση για τους Χριστιανούς να μην αποδίδουν τιμές στον Αυτοκράτορα.

Ο Αυτοκράτορας εκπροσωπούσε τους θεούς-θεσμούς (τους οποίους η Ρώμη είχε στο χέρι) και η παραγνώρισή τους αποτελούσε έγκλημα καθοσιώσεως (στην κυριολεξία που μαρτυρά η λέξη). Κι έτσι άρχισαν οι Διωγμοί.

Αν η εισαγωγή της έννοιας της αγάπης υπήρξε μια επανάσταση που συνεπήρε φτωχούς και διανοούμενους, οι διωγμοί ανέτρεψαν ένα από τα πιο βασικά αυτονόητα του αρχαίου ελληνορωμαϊκού κόσμου: τη συνύπαρξη και ενίοτε την ώσμωση φιλοσοφιών και θρησκειών. Η έννοια του διαλόγου αντικαταστάθηκε από την έννοια της επικράτησης.

Αυτό έγινε έντονα φανερό όταν μετά την παύση των Διωγμών (με το Διάταγμα των Μεδιολάνων περί Ανεξιθρησκίας) ο Φλάβιος Κωνσταντίνος, γνωστός και ως Μέγας (ου μην αλλά και Αγιος της Εκκλησίας), προχώρησε στην υιοθέτηση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους (πράγμα που επισημοποιήθηκε με την Α’ Οικουμενική Σύνοδο).

Αυτό έγινε για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, το μέγα πλέον πλήθος των Χριστιανών (ιδιαιτέρως στο στράτευμα, όπου ο Χριστός εκτόπιζε τον Μίθρα) και, δεύτερον, ότι άλλαζε το πολίτευμα. Η Νέα Ρώμη απομακρυνόταν από την ασθενή πια δημοκρατική παράδοση της ολιγαρχικής Ρώμης και υιοθετούσε το ελληνιστικό πρότυπο της μοναρχίας ενός «θεϊκού ανδρός», οποίος, εν προκειμένω, υπερασπίζεται τα συμφέροντα του λαού (με την εντολή πλέον και την ευλογία του Θεού).

Το δόγμα του νέου πολιτεύματος «ένας λαός, ένας αυτοκράτορας, ένας Θεός» χρειάσθηκε δύο αιώνες περίπου για να διαμορφωθεί. Εως τα χρόνια του Ιουστινιανού, όταν καταφέρθηκαν τα τελευταία πλήγματα στα απομεινάρια του αρχαίου κόσμου (κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων, κλείσιμο των Σχολών της Αθήνας και άλλα)…

Στο διάστημα αυτών των αιώνων ο Χριστιανισμός ωριμάζει υπό την αιγίδα του κράτους. Ξεκαθαρίζει την ταυτότητά του. Κυρίως διά των Συνόδων. Ο,τι δεν επικρατεί θεωρείται αίρεση. Αρειανοί, Νεστοριανοί, Μονοφυσίτες και άλλοι είναι εκδοχές του Χριστιανισμού που δεν επικράτησαν (αλλά και δεν χάθηκαν). Την ίδια εποχή, της σφύζουσας επικράτησής του, ο Χριστιανισμός παίρνει την εκδίκησή του (όχι τόσον για τους Διωγμούς, αλλά) από τα ελληνικά γράμματα. Ο,τι δεν έχει οικειοποιηθεί απ’ αυτά το αποκηρύσσει. Και το καταστρέφει. Οι «μιαροί Ελληνες» κάνουν την εμφάνισή τους στην Ιστορία. Το οξύμωρο μιας εξελληνισμένης θρησκείας, που αποστρέφεται εν τω συνόλω τους τα ελληνικά γράμματα για να απορρίψει ό,τι δεν έλαβε απ’ αυτά, δεν είναι παράδοξο.

3. Στα χρόνια του Ηράκλειου (ο Αυτοκράτορας που πέτυχε τα πάντα και απέτυχε σε όλα) η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εξελληνίζεται πλήρως κατά τη διοίκηση και τη γλώσσα. Χάνει μεν τις ελληνόφωνες επαρχίες της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης και της Συρίας (όσον και τις Λατινότροπες της Αφρικής και μεγάλου μέρους της Ιταλίας), αλλά το εναπομείναν κράτος (των Ελλήνων, όπως θα το ονομάζουν στο εξής οι πάντες) γίνεται πιο συνεκτικό και ομοιόμορφο. Το ίδιο και η Εκκλησία του. Πιο ομοιόμορφη και πιο ισχυρή. Οι προσπάθειες του αρμενικής καταγωγής Ηράκλειου να συνενώσει τους Χριστιανούς σε ένα δόγμα απέτυχαν και λόγω της αραβικής κατάκτησης, αλλά και λόγω της αύξουσας ισχύος της Εκκλησίας σε αυτό που συμβατικώς σήμερα ονομάζουμε Βυζάντιο – και που για τον εαυτό του ήταν πάντα κι ως την τελευταία του ημέρα το βασίλειο (πλέον) των Ρωμαίων ή η Ρωμανία.

Βεβαίως, για τους επόμενους δύο («σκοτεινούς» κατά συνθήκην) αιώνες, παρά την αύξουσα ισχύ της η Εκκλησία παρέμεινε υπό το κράτος των Καισάρων (το νυν βασιλέων), οι οποίοι τη χρησιμοποιούσαν είτε ως Υπουργείο Ιδεολογίας για το εσωτερικό, είτε ως Υπουργείο Προσηλυτισμού και Πρεσβειών για το εξωτερικό – όπως μπορούν να μαρτυρήσουν (και για το εσωτερικό και για το εξωτερικό) όλοι οι σλαβικοί λαοί, αλλά και άλλοι, πιο μακρινοί.

4. Την ίδια εποχή στη Δύση (και μετά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου που επισκέφθηκε για τελευταία φορά -στην ουσία λεηλάτησε- την Ιταλία) η επιρροή της Νέας Ρώμης στην Πρεσβύτερη εξασθενούσε. Η χειραφέτηση του Πάπα, δειλή στην αρχή, έδωσε τη θέση της στον Καισαροπαπισμό, στη φιλοδοξία δηλαδή της Εκκλησίας όχι μόνον να επέχει θέση κράτους, αλλά να ρυθμίζει και τις εξελίξεις στα αναδυόμενα από τις στάχτες της ρωμαϊκής διοίκησης νέα (εθνικά εν πολλοίς) κράτη. Η εμφάνιση Επισκόπων που κρατούσαν στο χέρι σπαθί αντί σταυρό έγινε στη Δύση «κοινός τόπος». Ο Καισαροπαπισμός σφράγισε την πορεία της Καθολικής Εκκλησίας (όπως στη συνέχεια ονομάσθηκε) και υπήρξε η αιτία του πρώτου και, εν τέλει, του δεύτερου και οριστικού Σχίσματος (το 1054 μ.Χ.). Παρ’ ότι τότε το Βυζάντιο είχε ανακάμψει και διήρχετο μια νέα περίοδο παγκόσμιας ισχύος, το μακρύ χέρι της Κωνσταντινούπολης αποκόπηκε οριστικώς (1071) από την Ιταλία, όπως και συνετρίβη η δύναμή του στην Ανατολία την ίδια εποχή (Ματζικέρτ).

Στο εξής οι δύο Εκκλησίες, Ορθόδοξη και Καθολική, θα βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ τους.

5. Είχαμε αφήσει τη Βυζαντινή Εκκλησία (το νυν Ορθόδοξη) στην εποχή των «σκοτεινών αιώνων», τότε που διά της Εικονομαχίας και της Εικονολατρίας η ταυτότητα του Χριστιανισμού όπως την ξέρουμε σήμερα στερεοποιήθηκε. Οι τελευταίες αναλαμπές της ύστερης αρχαιότητας άρχισαν να ωσμώνονται με την κατίσχυση των Δυνατών (εικονολάτρες) και στην Ανατολή και στη Δύση. Ενώ, αντιθέτως, οι διεκδικήσεις των γεωργών σε συμμαχία με τη στρατιωτική αριστοκρατία (κυρίως στην Ανατολία) περνούσαν σε δεύτερη μοίρα. Μαζί με την Εικονομαχία πιθανόν να υποχώρησε και η απειλή της μετατροπής του Βυζαντίου σε θεοκρατικό κράτος. Καθότι οι εικονομάχοι, απολογητές μεν των φτωχών, κήρυσσαν ταυτοχρόνως μια «επιστροφή του Χριστιανισμού στις ρίζες του», σε μια απλοϊκότητα δηλαδή που αποστρεφόταν τις τέχνες και τα γράμματα, καταφεύγοντας στον φανατισμό και την αυταρχικότητα.

Φαίνεται παράδοξο, αλλά δεν είναι, το ότι μεταγενέστερα χριστιανικά κινήματα με κοινωνικό (σχεδόν επαναστατικό) χαρακτήρα, όπως οι «Πένητες διάγετε» (γνωστοί και ως Βογόμιλοι), έλκουν την καταγωγή τους απ’ τα ιδανικά των εικονομάχων και συνετέλεσαν (στη Δύση) στην εμφάνιση ριζοσπαστικών κινημάτων καθώς και των μεταρρυθμιστών του Λούθηρου.

Μετά την υποχώρηση της Εικονομαχίας το ενδιαφέρον για τα κλασσικά γράμματα επανήλθε στο Βυζάντιο. Τα αρχαία χειρόγραφα (πολλά απ’ τα οποία είχαν καταστρέψει οι Χριστιανοί) άρχισαν (όσα σώθηκαν, αλλά όχι όλα) να αντιγράφονται και να σχολιάζονται από τους Χριστιανούς. Στα χρόνια της Μακεδονικής Δυναστείας και επί Κομνηνών έχουμε μια πρώτη αναγέννηση των τεχνών και των γραμμάτων, η οποία θα φθάσει στον κολοφώνα της την περίοδο της Παλαιολόγειας Αναγέννησης ή του Πρώιμου Βυζαντινού Ανθρωπισμού όπως λέγεται αλλιώς.

6. Εως το μοιραίο 1204 η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχε αναλάβει πολιτικό ρόλο στο Βυζάντιο, παρά μόνον σε στιγμές κρίσης. Μετά την ανείπωτη σε βαρβαρότητα και φρίκη πρώτη Αλωση της Πόλης (μπροστά στην οποία η Οθωμανική ήταν απλώς πταίσμα), η Εκκλησία γίνεται στοιχείο της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων όσο πριν ήταν η Ορθοδοξία στοιχείο της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων, των Αρμενίων, των Βουλγάρων, των Ρώσων και πολλών άλλων.

Για πρώτη φόρα το Οικουμενικό Πατρειαρχείο εκλαμβάνεται από τον λαό ως φυλαχτό το ίδιο ισχυρό με το κράτος που είχε κάποτε. Μπροστά σε αυτό το «καθήκον» της πολιτικοποίησης, η Εκκλησία αντιδρά ποικιλοτρόπως. Εμφανίζονται οι Ησυχαστές, οι Ενωτικοί, οι Ανθενωτικοί – και, μέσα σε μια μακροχρόνια κρίση, οι θρησκευτικές δοξασίες καθορίζουν την πολιτική περισσότερο απ’ όσον καθορίζονται απ’ αυτήν.

«Ελληνες εσμέν το γένος, καθώς η γλώσσα και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί» έλεγε ο Πλήθωνας και, καθώς πλησίαζε η τελική Αλωση, πλήθος ελληνιστών όπως ο Καρδινάλιος (πλέον) Βησσαρίων έφευγαν στη Δύση μεταφέροντας χειρόγραφα (Μαρκιανή Βιβλιοθήκη στη Βενετία), που συνέβαλαν με τη σειρά τους στην Αναγέννηση, ενώ πλήθος άλλων «ησύχαζε» ή στο «τουρκικό φακιόλι» έβλεπε τη δίκαιη τιμωρία του Θεού για τις αμαρτίες του ή μια «εγκάρδια» και αμοιβαίως επωφελή συνεννόηση.

7. Μετά την Αλωση του 1453 η Ορθόδοξη Εκκλησία, και συγκεκριμένα το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανέλαβε (με ανάθεση απ’ τον Σουλτάνο) για τους Ελληνες και εν γένει τους Ορθοδόξους (Ρουμ) την εκπροσώπησή τους στην Υψηλή Πύλη. Ετσι η Εκκλησία γίνεται μέρος της Οθωμανικής Διοίκησης, αλλά και καταφυγή (πάντα επισφαλής) των Ορθόδοξων όλων των εθνικοτήτων (ώσπου να εμφανισθούν οι επιμέρους εθνικές Ορθόδοξες Εκκλησίες των νεότερων χρόνων).

Ετσι, για τον φτωχό ραγιά ο παπάς της κοινότητας και η Εκκλησία που εκπροσωπεί αποτελούν κιβωτό μύθων, αναμνήσεων, γλώσσας και προσδοκιών. Το ίδιο και για τον πλούσιο, ο οποίος όμως σιγά-σιγά διευρύνει τους ορίζοντές του. Οσο για την ίδια την Εκκλησία, άλλοι δεσποτάδες σκέπουν τον λαό τους και άλλοι τρωγοπίνουν απ’ το αίμα του. Αλλοι ανοίγουν Οικοτροφεία Θηλέων(!) στην Καππαδοκία (του 18ου αιώνα παρακαλώ) κι άλλοι αφορίζουν τα μαθηματικά. Αλλοι γυρίζουν στα χωριά και ζητάνε γράμματα όπως ο Πατροκοσμάς ο Αιτωλός κι άλλοι βλέπουν στα γράμματα τη βλασφημία και την αίρεση. Ετσι γινόταν πάντα, έτσι γίνεται παντού, έτσι έγινε και κατά την Τουρκοκρατία – την πιο θηριώδη κι άνομη εξουσία που γνώρισαν ποτέ όσοι λαοί την υπέστησαν. Ομως, την τελική έκβαση των πραγμάτων καθόρισαν οι Νεομάρτυρες, οι βαθύτερες θεωρήσεις της Ορθοδοξίας για την ελευθερία των προσώπων και συνεπώς των κοινοτήτων όπου ανήκουν, η αίσθηση της καθιέρωσης του δικαίου (που διαπερνά τη χριστιανική διδασκαλία) και το δικαίωμα της επανάστασης όταν άρχει η τυραννία (όπως βαθιά πίστευε ο Βυζαντινός άνθρωπος). Η Γαλλική Επανάσταση λειτούργησε καταλυτικά στη σκέψη και στα αισθήματα εκείνων των Ελλήνων που μετείχαν στα νάματα του Διαφωτισμού, φέρνοντας ταυτοχρόνως ελπίδες και στο μεγάλο εκείνο μέρος του απλού λαού που ως τότε επαναστατούσε αλλά χαΐρι δεν έβλεπε. Η οργάνωση της Επανάστασης έγινε η Οργάνωση ενός Επαναστατικού Ονείρου (όπως έλεγε ο Μοσκώφ) που ένωσε (κι αργότερα δίχασε) τον αστό με τον γεωργό, τον Παπαφλέσσα με τον Υψηλάντη, τον ψαρά με τον πειρατή, τον σταυρό με το σπαθί, τα γράμματα με τα όνειρα.

Αν για κάποιους Χριστιανούς ο εθνισμός ήταν αίρεση, για άλλους η ανάκτηση της ελευθερίας για τον λαό και το έθνος ήταν η δικαίωση της ύπαρξής τους.

8. Μετά το 1821 η Εκκλησία διεκδίκησε την οθωμανική παράδοση και το κράτος δεν διεκδίκησε τη βυζαντινή παράδοση (του κοσμικού κράτους) και πολύ περισσότερο το λαϊκό (κοσμικό) κράτος που μας κληροδότησε η Γαλλική Επανάσταση.

Αυτός ο διχασμός της (πολιτικής) καταγωγής των Ελλήνων αποτυπώθηκε σε πολλά προβλήματα, όπως το γλωσσικό, και χρωμάτισε τις ταξικές αντιθέσεις που διαμόρφωσαν την πορεία του έθνους, του λαού και του κράτους στα νεότερα χρόνια. Ο Χριστιανισμός δεν αποτελούσε και δεν αποτελεί πια κοινό εθνικό χαρακτηριστικό, αλλά προσδιορίζεται ο ίδιος από τις ταξικές αντιθέσεις. Ηταν, δηλαδή, άλλο πράγμα οι Αγιορείτες που ύμνησαν τον Χίτλερ και οι δεσποτάδες που χαιρετούσαν ναζιστικά κι άλλο οι δεσποτάδες που βγήκαν στην Εθνική Αντίσταση ή οι παπάδες που πήραν τα βουνά με τον γκρα στο χέρι. Αλλο οι Χριστιανοί που έδιναν Εβραίους κι άλλο οι Χριστιανοί που τους έσωζαν.

Ο απλοϊκός (πόσω μάλλον ο φανατισμένος) αντικληρικαλισμός δεν απαντά σε τίποτα. Ούτε και η διαιώνιση μιας σχέσης κράτους – εκκλησίας που προϋποθέτει Οθωμανικό Κράτος και Καισαροπαπική Εκκλησία οδηγεί πουθενά…

Η τυχοδιωκτική προσέγγιση αυτού του προβλήματος μόνον στην πόλωση και -ακόμα χειρότερα- στον διχασμό μπορεί να οδηγήσει. Η Εκκλησία είναι για τους Ορθόδοξους το ίδιο σημαντική με τη θρησκεία τους (ο Στάλιν ο ίδιος κατέφυγε στην Εκκλησία της Τρίτης Ρώμης κατά τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο). Αλλά η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος (όπως άλλωστε το Πατριαρχείο διδάσκει) δεν μπορεί να διεκδικεί ρόλο Εθνάρχη, ρόλο κοσμικό, ρόλο κομματικό. Ούτε δικά της σχολεία μπορεί να φτιάξει η Εκκλησία (όπως κακώς η Γαλλική Δημοκρατία επέτρεψε στους Καθολικούς να φτιάξουν), διότι η θρησκεία αφορά στις ψυχές των ανθρώπων -όσων πιστεύουν- στις μεταφυσικές τους αγωνίες. Αφορά στις τέχνες και τα γράμματα, όχι στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή στην κατάρτιση του Προϋπολογισμού. Η Εκκλησία μπορεί να ζητά την ισότητα, ακόμα και τον κομμουνισμό, αλλά δεν μπορεί να τα επιβάλλει, εκτός κι αν κάνει τους παπάδες, μουλάδες. Ή Επισκόπους με το σπαθί στο χέρι. Η Εκκλησία,

όσο κι αν θέλουν μερικοί να το πιστεύουν, δεν είναι κάτι αναλλοίωτο και διαχρονικό, κάτι το εξώκοσμο -φέρ’ ειπείν το σώμα του Χριστού- ό,τι κι αν λέει η θρησκεία που υπηρετεί. Εντάσσεται κι αυτή μέσα στην ιστορία των ανθρώπων. Μπορεί ένας Χριστιανός να εννοεί αυτό το «σώμα του Χριστού» ως «σώμα του λαού», αλλά μπορεί να μην το εννοεί έτσι ένας άλλος Χριστιανός. Πόσω μάλλον ένας αλλόθρησκος.

Οσο λοιπόν η Εκκλησία δεν μπορεί να υποβάλει τη δογματική της στη βάσανο της δημοκρατίας, καλόν είναι να ακούει τον Καίσαρα για τα του κράτους και τον Θεό για τα του Θεού. Αλλιώς θα ξεπέφτει πάντα στις Σταυροφορίες και την Ιερά Εξέταση…

Αυτά μου είπε ένας Κινέζος στην Κωνσταντινούπολη κι είπα να σας τα γράψω για την κουβέντα και το καλό Σαββατοκύριακο…

Πηγή