Με το που γυρίζουμε από την επίσκεψή μας στο σούπερ μάρκετ, η γυναίκα μου αναρτά μια κόλλα χαρτί στην πόρτα του ψυγείο, όπου καθημερινά σημειώνει τις ελλείψεις στα εφόδια του νοικοκυριού της μέχρι την επόμενη επίσκεψή μας στο σούπερ μάρκετ. Ο κατάλογος τηρείται απαρέγκλιτα, με θρησκευτική ευλάβεια θα μπορούσα να πω. Κι επειδή εγώ είμαι επιρρεπής στις παραβιάσεις, το μόνο που μου επιτρέπει είναι να τσουλάω το καρότσι. Μόνη εξαίρεση, όταν ο κατάλογος περιλαμβάνει ψάρια, τα οποία είμαι ελεύθερος να επιλέξω εγώ…
Την ίδια πρακτική, πιστεύω, ακολουθούν πλέον χιλιάδες επί χιλιάδων ελληνικά νοικοκυριά. Η ύφεση, τα μνημόνια, η οικονομική καχεξία και η κατά προτεραιότητα εξόφληση των απίστευτων φόρων που έχουν φορτωθεί οι οικογένειες, ‘’για να μην μας πάρουν οι τράπεζες ή το κράτος το σπίτι μας’’ (άλλωστε, τόσο το κράτος όσο και οι τράπεζες φροντίζουν εκ των προτέρων να τακτοποιούν τις ανοιχτές υποχρεώσεις των νοικοκυριών με τη μέθοδο της κατάσχεσης των τραπεζικών λογαριασμών), έχουν επιφέρει ριζικές αλλαγές στα καταναλωτικά πρότυπα που είχαν δημιουργηθεί τα χρόνια της ‘’ευημερίας’’, των… διακοποδανείων, των εορτοδανειων και του επιδοτούμενου υπερκαταναλωτισμού.
Τελικά, η ελληνίδα νοικοκυρά αποδεικνύεται εξόχως πολυμήχανη στους χαλεπούς καιρούς της μεγάλης ύφεσης και των μνημονίων. Επτά χρόνια αποδείχθηκαν υπεραρκετά για να μετατραπεί το ‘’καλάθι της νοικοκυράς’’ σε ‘’καλαθάκι’’, αλλά και πάλι για να το γεμίσει όπως- όπως, η νοικοκυρά χρειάζεται να επιστρατεύσει όλη την επινοητικότητά της για να αποφασίσει τι θα αφήσει απέξω, τις θα ψαλιδίσει, τι θα ‘’μακελέψει’’…
Σύμφωνα με την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2015, που δημοσιοποίησε πρόσφατα η ΕΛΣΤΑΤ, το ‘’καλάθι της νοικοκυράς’’ πέρσι είχε χάσει πάνω από το 37% του περιεχομένου του σε σταθερές τιμές σε σύγκριση με το 2008, ενώ σε τρέχουσες τιμές οι απώλειες ‘’περιορίζονται’’ στο 33% λόγω του αποπληθωρισμού. Και για να το ξεκαθαρίσουμε, πρόκειται για το μέσο ‘’καλάθι της νοικοκυράς’’, γιατί το ‘’καλάθι’’ των ανέργων και των απλήρωτων εργαζόμενων γεμίσει όπως- όπως χάρη στην αλληλεγγύη των γενεών (βλέπε γλίσχρες συντάξεις των γερόντων) και τις στοιχειώδεις παροχές των δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης.
Οι ελληνικές οικογένειες έχουν περικόψει δραστικά όλες τις δαπάνες τους προκειμένου να ισοσκελίσουν τους προϋπολογισμούς τους, ακόμη και τις δαπάνες για αγορά τροφίμων, για την υγεία και την εκπαίδευση των παιδιών τους. Όμως, κυριολεκτικά θηριώδεις είναι οι περικοπές των λεγόμενων ‘’ελαστικών δαπανών’’, όπως είναι τα διαρκή αγαθά (έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές, οικιακός εξοπλισμός), η ένδυση και υπόδηση, η ψυχαγωγία, οι διακοπές και η κατανάλωση φαγητών και ποτών εκτός σπιτιού κλπ.
Το 2008 η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών σε τρέχουσες τιμές ανερχόταν σε 2.117,67 ευρώ. Το 2015 είχε συρρικνωθεί σε 1.419,56 ευρώ. Δηλαδή, από το ‘’καλαθάκι’’ πλέον της νοικοκυράς έχουν αφαιρεθεί αγαθά και υπηρεσίες συνολική αξίας 698,11 ευρώ σε τρέχουσες τιμές. Το ποσοστό μείωσης φθάνει το 33%, ενώ σε ετήσια βάση η μέση δαπάνη έχει συρρικνωθεί κατά 8.377,32 ευρώ.
Σε σταθερές τιμές, δηλαδή σε πραγματικούς όρους, οι απώλειες είναι ακόμη μεγαλύτερες. Η μέση μηνιαία δαπάνη σε αυτή την περίπτωση περιορίστηκε από 2.262,47 σε 1.419,56 ευρώ, με τις απώλειες να ανέρχονται σε 842,90 ευρώ ή ποσοστό μείωσης 37,3%. Σε ετήσια βάση, η πραγματική μέση συρρίκνωση των δαπανών ανέρχεται σε 10.114,80 ευρώ.
Οι τρομακτικές διαστάσεις του προβλήματος που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία από τη μείωση των οικογενειακών προϋπολογισμών, γίνονται ολοφάνερες αν υπολογίσουμε τα δισεκατομμύρια ευρώ που δεν φτάνουν πλέον στην αγορά λόγω της μετατροπής του ‘’καλαθιού’’ σε ‘’καλαθάκι’’. Με βοηθό τον αριθμό των νοικοκυριών του 2008 και του 2015, που παραθέτει η ΕΛΣΤΑΤ, από τη μείωση της συνολικής ετήσιας δαπάνης όλων των νοικοκυριών, προκύπτουν τα εξής:
Οι προϋπολογισμοί τω νοικοκυριών έχουν μειωθεί μεταξύ του 2008 και του 2015 κατά 33 δις ευρώ.
Το μερίδιο του λιανικού εμπορίου στη ‘’χασούρα’’ ανέρχεται σε 8,6 δις ευρώ.
Ο κλάδος των τροφίμων, ποτών και καπνού έχει χάσει 2,9 δις ευρώ.
Μόνο ο κλάδος της διατροφής έχασε 2,4 δις και μισό δις ευρώ ο κλάδος των ποτών και του καπνού.
Όπως προαναφέραμε, τα ‘’σπασμένα’’ της ύφεσης πλήρωσαν πολύ ακριβά οι λεγόμενες ‘’ελαστικές δαπάνες’’. Έτσι, η μέση δαπάνη για αγορές διαρκών αγαθών μειώθηκαν κατά 55,5% και αμέσως μετά ακολουθεί η ένδυση και η υπόδηση με μείωση 52,3%. Στο 40,1% έφτασε το ποσοστό μείωσης των δαπανών στην κατηγορία ‘’διάφορα αγαθά και υπηρεσίες’’, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ξεπερνά το 30% στον κλάδο του τουρισμού και της εστίασης, στις επικοινωνίες, στις μεταφορές, στον κλάδο της αναψυχής και του πολιτισμού.
Την μικρότερη ποσοστιαία ‘’χασούρα’’ υπέστη ο κλάδος της διατροφής (-15,6%), λόγω της ανελαστικότητας των συγκεκριμένων δαπανών. Ακολουθούν τα ποτά και τα τσιγάρα με -16,3%, εξαιτίας της μεγάλης αύξησης των φόρων στα συγκεκριμένα προϊόντα. Λίγο κάτω από το -25% κυμαίνεται η μείωση στις δαπάνες στέγασης και υγείας, ενώ έχουν περικοπεί κατά 28% οι δαπάνες εκπαίδευσης.
Όμως, το ύψος των δαπανών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τη διακύμανση των τιμών. Για το λόγο αυτό, μπορούμε να σχηματίσουμε μια καλύτερη εικόνα για τη μεταβολή των καταναλωτικών συνηθειών αν οι συγκρίσεις γίνουν σε ποσότητες, ειδικά σε αγαθά που ζυγίζονται ή μπορούν να μετρηθούν σε τεμάχια.
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα τρόφιμα. Για τις αλλαγές των ποσοτήτων των ειδών διατροφής που αγόρασε η ελληνική οικογένεια το 2015 σε σύγκριση με το 2008 (μέση μηνιαία ποσότητα) προκύπτουν τα εξής:
Αυξήθηκαν οι ποσότητες των φτηνών αμυλούχων τροφίμων, κατά 16,7% των ζυμαρικών και κατά 14,4% του ρυζιού.
Μείωση 6,6% σημειώνεται στην ποσότητα ψωμιού και ειδών αρτοποιίας, που οφείλεται όμως αποκλειστικά στη πτώση της κατανάλωσης των πιο ακριβών αρτοσκευασμάτων, γλυκισμάτων κλπ.
Επίσης, αυξημένη είναι η κατανάλωση αυγών (15,4%), γιαουρτιού (14,4%) και ελαιολάδου (6,6%.
Η μεγαλύτερη μείωση καταγράφεται στις ποσότητες τυριών που αγοράζουν τα νοικοκυριά (-19,3%), καθώς και στα ψάρια (-16,6%), ενώ πολύ σημαντική είναι η μείωση κατά 11,3% στα κρέατα και κατά 8% στο γάλα.
Τα φρούτα περνούν σιγά- σιγά στα ‘’είδη πολυτελείας’’, καθώς οι νοικοκυρές μείωσαν κατά 8,3% τις ποσότητες που αγοράζουν, ενώ ‘’αντιστέκονται’’ ακόμη τα λαχανικά, όπου η μείωση περιορίστηκε μόλις στο 1,9%.
Ιδιαίτερη κατηγορία, λόγω της υψηλής φορολόγησής τους, αποτελούν τα ποτά και τα τσιγάρα. Στα μεν ποτά η δαπάνη εμφανίζεται αυξημένη κατά 22,9% ενώ οι ποσότητες έχουν μειωθεί κατά 1,6%, ενώ στα τσιγάρα η μείωση της κατανάλωσης κατά 54,1% μεταφράζεται σε μείωση της δαπάνης μόνο κατά 26,5%.
Η άγρια φορολόγηση των καυσίμων έχει μειώσει το διάστημα 2009-2015 κατά 58,4% τη μέση κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης για κύρια κατοικία, ενώ αντίθετα έχει αυξηθεί κατά 110,9% η κατανάλωση καυσόξυλων.
Το διάστημα 2008-2015 το μερίδιο του λιανεμπορίου στις δαπάνες του οικογενειακού προϋπολογισμού μειώθηκε κατά μέσο όρο κατά 182,54 ευρώ το μήνα ή ποσοστό 27,3%. Οι δαπάνες αυτές απορροφούν το 34,2% του οικογενειακού προϋπολογισμού. Σε ότι αφορά τα είδη διατροφής, οι καταναλωτές έχουν περικόψει 54,10 ευρώ ή ποσοστό 15,6%, αλλά λόγω του ότι η συρρίκνωση του ‘’καλαθιού’’ είναι υπερδιπλάσια (33%), το μερίδιο των τροφίμων στον οικογενειακό προϋπολογισμό αυξήθηκε από 16,4% το 2008 σε 20,7% το 2015, γεγονός που αποτελεί σαφές δείγμα της επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου του λαού.
Η δημοσιοποίηση της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2015, απλώς επιβεβαίωσε ότι συνεχίστηκε και πέρσι για έβδομη κατά σειρά χρονιά η συρρίκνωση του ‘’καλαθιού της νοικοκυράς’’. Όπως προκύπτει από τα ευρήματα της έρευνας, το 2015 η μέση δαπάνη των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 2,8% ή 40,95 ευρώ σε σύγκριση με το 2014. Σε πραγματικούς όρους, η μέση μηνιαία δαπάνη μειώθηκε κατά 1,2% ή 16,82 ευρώ, λόγω του αποπληθωρισμού.
Σε σχέση με το 2014, η μεγαλύτερη μείωση δαπανών (-8,6%) παρατηρείται στα διαρκή αγαθά και ακολουθούν η δαπάνη για εκπαίδευση με -8,1% και τα διάφορα αγαθά και υπηρεσίες με -8,1%. Στα είδη διατροφής η δαπάνη μειώθηκε κατά 2,2%, ενώ μόνο σε μία από τις 12 κατηγορίες σημειώθηκε αύξηση (δαπάνες υγείας 1,1%).
Ας δούμε όμως μερικά ακόμη ευρήματα της έρευνας τα οποία θεωρούνται από πολλούς απλώς ‘’λεπτομέρειες’’.
Ένας ηλικιωμένος άνω των 65 ετών που ζει μόνος του, δαπανά το 26,5% του προϋπολογισμού του για αγορά ειδών διατροφής, το 18,9% για τη στέγασή του και το 13,5% για λόγους υγείας. Δηλαδή, μόνο αυτές οι τρεις κατηγορίες απορροφούν το 58,9% των δαπανών του.
Αντίστοιχα, ένα ζευγάρι με 2 παιδιά κάτω των 16 ετών διαθέτει το 18,6% του προϋπολογισμού του για είδη διατροφής, το 12,4% για στέγαση και το 15,4% για μεταφορές (σύνολο 46,4%).
Το μέγεθος του μέσου οικογενειακού προϋπολογισμού βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την επαγγελματική κατάσταση του υπεύθυνου του νοικοκυριού. Έτσι, το μεγαλύτερο μέσο μηνιαίο ‘’καλάθι’’ εντοπίζεται στα νοικοκυριά με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο εργοδότη και ανέρχεται σε 2.972,72 ευρώ. Έπονται τα νοικοκυριά με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο χωρίς μισθωτούς με 1.775,48 ευρώ, τα νοικοκυριά των μισθωτών με 1.752,92 ευρώ και σε μεγάλη απόσταση τα νοικοκυριά των ανέργων και των οικονομικά μη ενεργών με μόλις 1.102,32 ευρώ.
Όταν ως μέτρο σύγκρισης ληφθεί η ηλικία του υπεύθυνου του νοικοκυριού, ο μικρότερος προϋπολογισμός είναι των νοικοκυριών με υπεύθυνο άνω των 75 ετών (817,4 ευρώ, μόλις το 57,6% του συνόλου) και ακολουθούν τα νοικοκυριά με υπεύθυνο 65-74 ετών (1.173,01 ευρώ) και αυτών με υπεύθυνο κάτω των 34 ετών (1.279,60 ευρώ). Τα πιο εύρωστα νοικοκυριά είναι αυτά με υπεύθυνο 45-54 ετών, με μέσο προϋπολογισμό 1.778,64 ευρώ.
Το φτωχότερο 20% του πληθυσμού διαθέτει το 31,3% του προϋπολογισμού για αγορά ειδών διατροφής και το 20,4% για δαπάνες που σχετίζονται με τη στέγαση. Δηλαδή, μόνο οι δύο αυτές κατηγορίες απορροφούν το 51,7% του προϋπολογισμού τους. Αντίθετα, το αντίστοιχο ποσοστό στο πλουσιότερο 20% του πληθυσμού φτάνει μόλις το 24,6% (14,2% διατροφή και 10,4% στέγαση). Στην κατηγορία αυτή το μεγαλύτερο κονδύλι διατίθεται για δαπάνες που σχετίζονται με τις μεταφορές (αυτοκίνητα, καύσιμα κλπ) που φθάνει στο 15,4%, ενώ πάνω από το10% κυμαίνονται οι δαπάνες για ξενοδοχεία και εστίαση (11,2%) και διάφορα αγαθά και υπηρεσίες (11%).
Σε απόλυτους αριθμούς, ο φτωχός πληθυσμός ξοδεύει 98,89 ευρώ το μήνα για είδη διατροφής και ο μη φτωχός πληθυσμός 191.37 ευρώ κατά μέσο όρο. Για είδη ένδυσης ο προϋπολογισμός των φτωχών διαθέτει μόλις 9,28 ευρώ και των μη φτωχών 58,25 ευρώ. Για τις μεταφορές τα αντίστοιχα ποσά είναι 25,81 και 122,16 ευρώ και για τη στέγαση 64,47 και 132,14 ευρώ.
Το όριο της φτώχεια ορίστηκε για το 2015 τα 4.985,50 ευρώ το έτος και κάτω από αυτό το όριο βρίσκεται το 19,7% του πληθυσμού.
Η ΕΛΣΤΑΤ παραθέτει και συγκριτικά στοιχεία αναφορικά με τη σύνθεση του ‘’καλαθιού της νοικοκυράς’’ σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες (Βουλγαρία, Δανία, Ιταλία, Νορβηγία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο). Όπως προκύπτει, στη Βουλγαρία οι οικογένειες διαθέτουν το 36,7% του προϋπολογισμού τους για είδη διατροφής, με την Ελλάδα να ακολουθεί με 20,7% και τελευταία τη Δανία με μόλις 10,7%.
Την πρωτιά διατηρεί η Βουλγαρία στα ποτά και τα τσιγάρα με 5,3%, ακολουθούμενη από την Ελλάδα με 4%. Στη στέγαση σε τρεις χώρες (Νορβηγία, Δανία και Ισπανία) οι δαπάνες ξεπερνούν το 30% του οικογενειακού προϋπολογισμού, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην προτελευταία θέση με 13,3% και την Ιταλία στην τελευταία με 13%.
Η Ελλάδα κρατά την πρωτιά στις δαπάνες υγείας (7,5%), ακολουθούμενη από τη Βουλγαρία (6,5%), στις δαπάνες εκπαίδευσης με 3,3% και στις δαπάνες για ξενοδοχεία και εστίαση με 9,9%.
Πηγή