Τα χρώματα που έγιναν στιχάκια

wpid-wp-1480626333079.jpeg

Ξύπνησε μ’ ένα επίμονο στιχάκι στο κεφάλι του. Εντάξει, σκέφτηκε, δεν είναι και τόσο παράξενο. Μέσα στα στιχάκια και τις μουσικές ζω.

Μικρός, κάτω από εννιά χρονών. Μικρός, σοφός, φευγάτος λιγάκι. Μα πώς μπορούσε να ‘ναι αλλιώς; Σόι πάει το βασίλειο, λένε.

Δίπλα στο σπίτι του, το σπίτι της Ευγενούλας. Λίγο μικρότερη αυτή, αλλοπαρμένη, λιγομίλητη – ξωτικό λες. Μπορεί και να ‘φταιγε η ορφάνια.

Μ’ ένα φως να την κυκλώνει, να την τυλίγει όπως το κουκούλι τυλίγει τον μεταξοσκώληκα, πιο διάφανο όμως και πιο κρουστό.

Γαλάζιο, λιλά, ροζ, πράσινο, σμαραγδί, να ξεδιπλώνει και να μαζεύεται ανάλογα με τη διάθεσή της είτε περπατούσε είτε ησύχαζε.

Ο πατέρας της είχε πάντα λίγα τα λόγια του. Μα τώρα, μετά την απώλεια, ένας τραχύς πόνος είχε μπλέξει στα γένια του. Έγνοιες πολλές τον τριγυρίζανε.

-Πώς θα μεγαλώσει το κακορίζικο;

Μια μάνα χρειαζότανε.

Με τα πολλά, έγιναν τα προξενιά, έγινε και ο γάμος. Μπήκε καινούρια νοικοκυρά στο σπίτι, να κλείσει όσες πληγές γινότανε να κλείσουν, να μαλακώσει το σφίξιμο του χαμού.

Ο Αντώνης, στο διπλανό σπίτι, ξύπνησε με ένα καινούριο στιχάκι στο κεφάλι του. Παράξενο. Αυτός, χορτασμένος από τα παιχνίδια και τα τρεχαλητά, κοιμήθηκε χαρούμενος. Γιατί να’ ναι το στιχάκι του λυπητερό;

Στην αρχή, χάθηκε το ροζ της Ευγενούλας. Ώρες – ώρες μια σκιά σα να τη σκέπαζε. Για λίγο. Όταν χάθηκε και το πράσινο, όλοι άρχισαν να το προσέχουν.

Ο Αντώνης, όλο και πιο συχνά ξυπνούσε με ένα καινούριο στιχάκι να τον βασανίζει.

Χάθηκε και το γαλάζιο. Η σκιά όλο και συχνότερα την τύλιγε και την άφηνε.

Δυνάμωσαν οι ψίθυροι. Κακοπερνά η Ευγενούλα, σέρνονταν σαν φίδια οι σκέψεις από παράθυρα σε πόρτες, και στο καφενείο στις μισές κουβέντες και τα συννεφιασμένα μάτια, έσμιγαν τα φρύδια και ανατρίχιαζαν οι καρδιές. Μοναδική τους απόδειξη, τα χρώματα και οι σκιές.

Κι ο πατέρας όλο και να ξεμακραίνει. Αυτόν τον έπαιρνε μακριά ο πόνος που κατηφόριζε, σταματούσε την καρδιά και μούδιαζε τις πατούσες. Και ύστερα ανηφόριζε και καθότανε στο κεφάλι, σφιχτός σκούρος σκούφος.

Ο Αντώνης που από μικρός βασάνιζε και δοκίμαζε τη λύρα του πατέρα του, είχε αρχίσει να γεννά ήχους που είχαν νόημα, λέγανε λόγια και γλύκαιναν κούτελα.

Έφυγε και το λιλά. Το σμαραγδί, να παλεύει με τη σκιά, που τώρα αυτή, χοντρό παλτό σκέπαζε την Ευγενούλα. Επίμονα άνοιγε ρωγμές, τρύπωνε στις χαραμάδες και ξεπήδαγε πότε από το γιακά και πότε από το μανίκι, να τη σώσει.

Ο Αντώνης σα να γινότανε πιο τραχύς και αψύς, κάθε πρωί να ξυπνά με καινούρια στιχάκια. Δεν τα ήθελε πια, τον πόναγαν, πάσχιζε να τους κρυφτεί, να ξεφύγει.

Τα τραγουδούσε σιγανά, κρυφά τη νύχτα, μόνος του αγκαλιά με τη λύρα του, που ανταποκρινότανε με απαλούς τρυφερούς σπαραγμούς.

Το τέλειωσε το τραγούδι του. Τότε, στα δεκάξι του. Το τραγούδησε ξανά και ξανά, για χρόνια, κρυφά, μόνος αυτός η λύρα του, και τα μυστικά τους.

°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
<< ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ GOOGLE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ >>
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°









Πηγή