Στο προηγούμενο σημείωμα της στήλης (με αφορμή τη συζήτηση που οργάνωσε ο Νίκος Χατζηνικολάου στον «Ενικό» για το ρόλο των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων), αναφερθήκαμε στο γεγονός ότι πέρα και πάνω από την «αντικειμενικότητα» των συνολικά 25.000 δημοσιογράφων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, δηλαδή πέρα και πάνω από την ειλικρίνεια και την ευθύτητα με την οποία καταθέτουν την υποκειμενική τους άποψη, βρίσκεται η ισχύς και η διαπλοκή μεταξύ των τριών πλευρών του τριγώνου: «Οικονομική ελίτ – πολιτική εξουσία – μιντιακό κατεστημένο».
Η πρώτη, η οικονομική ελίτ, είναι αυτή που, αφενός, ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τα ΜΜΕ και βασικά την τηλεόραση (σσ: επιμένουμε στην τηλεόραση επειδή ακριβώς αποτελεί το σύγχρονο «εικονοστάσι» σε κάθε σαλόνι). Αφετέρου βρίσκεται σε σχέση απόλυτης συνάφειας με το καθεστωτικό πολιτικό σύστημα.
Η παρακμή των «αθανάτων»
Κάπου εδώ φτάνουμε στη ρίζα της υπόθεσης: Η ενημέρωση είναι δημόσιο αγαθό. Αυτό το αγαθό δεν ανήκει στους καναλάρχες. Ανήκει στο λαό, και σε αυτόν πρέπει να επιστρέφει. Οι τηλεοπτικές συχνότητες είναι περιουσία του λαού, που απλώς έχει παραχωρηθεί στους καναλάρχες, με την προϋπόθεση ότι θα φροντίσουν στα ΜΜΕ που κατέχουν για «την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου…» (Σύνταγμα, άρθρο 15).
Όμως, οι διατάξεις του Συντάγματος, μαζί με τα ηχηρά περί «πλουραλισμού», «αντικειμενικότητας» κλπ, δεν είναι παρά ο «φερετζές. Aποδεικνύεται καθημερινά και επί δεκαετίες. Τόσο από τα φέσια των καναλαρχών προς το δημόσιο ταμείο, όσο και από το πρόγραμμά τους:
* Η πλειοψηφία της κοινωνίας εκφράζεται (και εκλογικά) ενάντια στην πολιτική του Μνημονίου, αλλά τηλεοπτικά το Μνημόνιο στηρίζεται σχεδόν κατά 100%.
* «Θεσμοί» όπως η ΕΕ κατακρημνίζονται σε αξιοπιστία, αλλά στην τηλεόραση εκείνο που βασιλεύει είναι η τρομοκρατία του «Ευρωπαϊκή Ένωση ή χάος».
Όσο για την «ποιότητα» του προγράμματος, εδώ είναι που το «τρίγωνο»… μεγαλουργεί επί 24ώρου βάσεως:
* Το ξημέρωμα, όταν ξεφτιλίζεται η ανθρώπινη ύπαρξη στα «πρωινάδικα».
* Το μεσημέρι, όταν την ξεφτιλίζουν στα «μεσημεριανάδικα».
* Το βράδυ, όταν την αλέθουν στα κάθε λογής «μπιγκ-μπραδεράδικα».
* Και μεταμεσονύκτια, όταν την εκπορνεύουν στα «090»!
Οι ίδιοι που προΐστανται Μεγάρων, που εκπροσωπούν το Ολυμπιακό ιδεώδες ως «αθάνατοι», οι καναλάρχες που πρωταγωνιστούν στον αθλητισμό και στον… Πολιτισμό, είναι αυτοί που μάθανε το τηλεοπτικό κοινό να θεωρεί «είδηση» το… μενού της Συνόδου των ηγετών της ΕΕ. Που κατοχύρωσαν σαν προϊόντα …«του λόγου και της Τέχνης» τα κάθε λογής τηλε-ξεκατινιάσματα . Και που κατά καιρούς αναθέτουν την πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας και την «ψυχαγωγία» του λαού από τον Μαστοράκη, τον Ψινάκη και την Πάνια μέχρι τις… αγελάδες που αφοδεύουν στα στούντιο.
«Πολιορκητικός κριός»
Η περίφημη «επαγγελματική δημοσιογραφία» που, σύμφωνα με τους Αμερικανούς στις αρχές του 20ού αιώνα, θα αποτελούσε την ασφαλιστική δικλείδα ανάμεσα στον ιδιοκτήτη του Μέσου και τον αναγνώστη, ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και τον ακροατή, ανάμεσα στο κράτος και τον τηλεθεατή, ώστε ο πολίτης να μαθαίνει την αλήθεια «αντικειμενικά και ολόπλευρα» από τον τάχα μου ανεπηρέαστο από πιέσεις δημοσιογράφο, αποδείχτηκε ένα παραμύθι, που οι εξαιρέσεις του επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Για παράδειγμα: Άλλη είναι η «αλήθεια» που μεταδίδουν τα ΜΜΕ της Ρωσίας κι άλλη η «αλήθεια» που μεταδίδουν τα ΜΜΕ της Δύσης για τα γεγονότα της Ουκρανίας. Άλλη ήταν η αλήθεια όσον αφορά τις δολοφονίες είτε του βασιλιά Γεώργιου, είτε του Γιάννη Ζεύγου, είτε του Πολκ, κι άλλη η «αλήθεια» του καθεστωτικού Τύπου στην Ελλάδα που μηρύκαζε τα «ρεπορτάζ» της Ασφάλειας ότι τα εγκλήματα τελέστηκαν «υπό των κομμουνιστών». Άλλη είναι η αλήθεια για το Μνημόνιο και το δημόσιο χρέος, κι άλλη η «αλήθεια» που τρομοκρατούσε την κοινή γνώμη, που υποδυόταν «το θέατρο ότι το χρέος είναι βιώσιμο» και που φώναζε «‘‘Λύκος’’ περισσότερες φορές από όσες έπρεπε (από) τα μέσα ενημέρωσης» (Γιάννης Πρετεντέρης, iefimerida.gr, 25/1/2013)…
Η δημοσιογραφία – ή τουλάχιστον εκείνη η εκδοχή της που εκλαμβάνεται ως κυρίαρχη μορφή δημοσιογραφίας από τον μέσο τηλεθεατή και αναγνώστη – θα λειτουργεί όλο και περισσότερο σαν «αλήτισσα και ρουφιάνα», σαν δακτυλογράφος, σαν «παπαγαλάκι», σαν ιδεολογικός «μαντατοφόρος» και σαν πολιτικός προπαγανδιστής για λογαριασμό των οικονομικών ελίτ που κατέχουν τα ΜΜΕ και των κυβερνώντων που ελέγχουν τα ΜΜΕ. Για πόσο θα συμβαίνει αυτό; Μα, ακριβώς, για όσο η εξουσία θα είναι υπόθεση των ελίτ που κατέχουν και ελέγχουν τα ΜΜΕ.
Αυτή η «ενσωματωμένη δημοσιογραφία» θα αναπαράγεται, θα προβάλλεται και θα λανσάρεται ως φορέας της «απόλυτης αλήθειας», όσο θα διατηρείται η ενσωμάτωση των ΜΜΕ ως οικονομικού, πολιτικού (ή ακόμα και επίλεκτου «στρατιωτικού») πολιορκητικού κριού στη φαρέτρα των μονοπωλίων και του κράτους.
«Ενημέρωση – εμπόρευμα»
Η ουσία της υπόθεσης έχει να κάνει με το γεγονός ότι η διαπλοκή του μεγάλου κεφαλαίου με τα ΜΜΕ αγγίζει την καρδιά του πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Δηλαδή, είναι ένα ζήτημα που, τελικά, αγγίζει την καρδιά του καπιταλισμού, διότι άπτεται του θέματος της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας.
«Ελευθερία του Τύπου στην καπιταλιστική κοινωνία – αυτό σημαίνει να εμπορεύεσαι τον Τύπο και να ασκείς επίδραση πάνω στις λαϊκές μάζες. Ελευθερία του Τύπου – είναι η συντήρηση του Τύπου, πανίσχυρου μέσου επίδρασης πάνω στις λαϊκές μάζες, με έξοδα του κεφαλαίου». Για να αλλάξει αυτή η κατάσταση θα πρέπει να περιμένουμε τη στιγμή όπου «δε θα υπάρχει η αντικειμενική δυνατότητα να υποτάσσεται ο Τύπος ούτε άμεσα ούτε έμμεσα στην εξουσία του χρήματος και τίποτε δε θα εμποδίζει τον κάθε εργαζόμενο – ή ομάδα εργαζομένων ανεξάρτητα από τον αριθμό της – να έχει και να ασκεί το δικαίωμα χρησιμοποίησης των κοινωνικοποιημένων τυπογραφείων και του κοινωνικοποιημένου χαρτιού» (Λένιν, «Άπαντα», τόμος 37, σελ. 495-496, ομιλία στο 1ο Συνέδριο της 3ης Διεθνούς).
Μέχρι να γίνουν αυτά (αλλά να διευκρινιστούν και τα άλλα, που θέλουν τα ΜΜΕ να λειτουργούν ως ιμάντας μεταφοράς της κρατούσας ιδεολογίας υπό οποιοδήποτε καθεστώς), ισχύει ότι: Όπως οι δρόμοι και οι τηλεπικοινωνίες, ο ορυκτός πλούτος και οι παραλίες, η ενέργεια και τα πάντα που ως «εμπορεύματα» ανήκουν στην ιδιοκτησία των εργολάβων – τραπεζιτών – βιομήχανων, έτσι και η είδηση μετατρέπεται σε «εμπόρευμα» στα χέρια των καναλαρχών. Ένα «εμπόρευμα» που βρίσκεται διαρκώς στη διατίμηση της συναλλαγής μεταξύ πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.
Με άλλα λόγια: Εφόσον ο κεφαλαιοκράτης έχει τη δυνατότητα να κατέχει ΜΜΕ, τίποτα δεν μπορεί να του απαγορέψει να χρησιμοποιεί τα ΜΜΕ σαν «όπλο» για τις μπίζνες του ή τις πολιτικές του επιλογές. Όσο θα συνεχίζεται το καθεστώς της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ και της ιδιοποίησης του δημόσιου αγαθού που λέγεται «τηλεοπτική συχνότητα», τότε η διαπλοκή, τα μιντιακά πολιτικο-οικονομικά παιχνίδια, η υπαγωγή του δικαιώματος στην πληροφόρηση σε εργαλείο επιχειρηματικών και πολιτικών συναλλαγών, είναι δεδομένα.
Το «Α» και το «Ω» της διαπλοκής
Το θεμέλιο πάνω στο οποίο έχει οικοδομηθεί η κατάσταση στα ΜΜΕ, το δικαίωμα δηλαδή της οικονομικής ολιγαρχίας να μεταχειρίζεται ως «κτήμα» της ένα κοινωνικό αγαθό, όπως (θα έπρεπε να) είναι η ενημέρωση, η δυνατότητα των «αφεντικών» να ρυθμίζουν την πληροφόρηση πέρα από κάθε κοινωνικό έλεγχο και κοινωνική λογοδοσία, αποτελεί το «Α» και το Ω» τόσο της διαπλοκής, όσο και της μονοδιάστατης εκπομπής της δικής τους ταξικής και πολιτικής «αλήθειας».
Όποιος, επομένως, λέει ότι μπορεί να επιτευχθεί η δημοκρατία ή έστω να μπουν όρια στην ασυδοσία στο χώρο των ΜΜΕ, αλλά την ίδια ώρα εξυμνεί, υπηρετεί ή συμβιβάζεται με την λειτουργία των ΜΜΕ υπό το καθεστώς των «κανόνων της ελεύθερης αγοράς» (του καθεστώτος, δηλαδή, που συνιστά τη βάση της ασυδοσίας των ολιγαρχών που τα ελέγχουν), τότε, είτε είναι πολιτικά αφελής, είτε είναι καθαρός ψεύτης, είτε – εφόσον υπό οποιαδήποτε ιδιότητα κινείται στο χώρο του Τύπου – θα αναγκαστεί να λειτουργεί ως πανταχόθεν βαλλόμενη «νησίδα».
Στην τελευταία περίπτωση, ακόμα κι αν τα καταφέρει να επιβιώσει, το μέτρο της δικής του αξιοπρέπειας δεν θα είναι αυτό που θα αλλάξει τους «κανόνες της αγοράς», ούτε θα καθορίσει το είδος της πληροφόρησης που, γενικά, θα εκπέμπεται προς την κοινωνία.
* Σημείωση 1η : Πριν από 70 χρόνια μια εκπομπή του Ορσον Ουέλς από τα ερτζιανά ήταν αρκετή να δημιουργήσει πανδαιμόνιο στην Αμερική. Χιλιάδες Αμερικανοί έτρεχαν πανικόβλητοι να σωθούν, καθώς είχαν πιστέψει ότι άρχισε η επίθεση …των εξωγήινων. Από την εποχή του ραδιοφώνου ακόμα, ένας Αυστριακός εθιμογράφος έλεγε: «Δώστε μας τους ραδιοφωνικούς σταθμούς του κόσμου και 100 ανθρώπους ικανούς στην προπαγάνδα και μέσα σε 2 μήνες θα έχουμε κάνει την Ελβετία κομμουνιστική και τους κατοίκους της Ονδούρας να βάφουν τα μαλλιά τους πράσινα». Η δύναμη, η επιρροή και η επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων είναι τόσο μεγάλη που οι κάτοχοι της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας δεν είναι φυσικά ανόητοι ώστε να αφήσουν αυτή τη δύναμη, αυτό το «όπλο», να περάσει στα χέρια εκείνων που θα “θελαν να δουν την Ελβετία κομμουνιστική… *
Σημείωση 2η : Η δύναμη των ηλεκτρονικών ΜΜΕ είναι θηριώδης. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί με έμφαση: Όσο μεγάλη κι αν είναι η επιρροή και η δύναμη των ΜΜΕ και του Τύπου να κατευθύνουν, να προπαγανδίζουν, να τρομοκρατούν, ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για μια δύναμη σχετική, μια δύναμη που έχει όρια, μια δύναμη που δεν είναι ανυπέρβλητη. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, όσο κι αν ακούμε ότι εκδοτικά συγκροτήματα «ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις», αλλά τόσο ισχύει πως δεν καθόρισε τη στάση του ελληνικού λαού η τακτική «οι Γερμανοί είναι φίλοι μας» που επέδειξε ο καθεστωτικός Τύπος στην Κατοχή. Ένα ακόμα παράδειγμα: Ένας Πρόεδρος που το 2000 ήρθε δεύτερος και κέρδισε «πραξικοπηματικά» τις εκλογές στις ΗΠΑ, ο Μπους, κατάφερε στις εκλογές του 2004, και με τη βοήθεια των ΜΜΕ, να υπερσκελίσει τον αντίπαλό του κατά 3 εκατ. ψήφους και να επανεκλεγεί. Την ίδια ώρα, στη Βενεζουέλα, παρότι όλα σχεδόν τα ΜΜΕ ήταν εναντίον του, ο Τσάβες κατάφερε να επικρατήσει σε 10 εκλογικές αναμετρήσεις. Επαναλαμβάνουμε, λοιπόν: Η δύναμη των ΜΜΕ είναι τεράστια. Αλλά δεν είναι ανίκητη.
Σημείωση 3η : Ο δημοσιογράφος, στο πλαίσιο της ιδεολογίας του, της πολιτικής του άποψης, της προσωπικής του γνώμης, είναι το αδύναμο μέρος στη σχέση του με τον κάτοχο του ΜΜΕ. Αλλά αυτό δεν τον καθιστά ούτε άβουλο, ούτε πολύ περισσότερο τον απαλλάσσει της ευθύνης του. Θα είναι πάντα υπεύθυνος και υπόλογος κάθε φορά και κάθε στιγμή που θα συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω να τον αφορούν οι στίχοι του Βάρναλη: «Και συ, τσούλα των δήμιων, Επιστήμη, της Αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα, και συ πρόστυχη Πένα και ψοφίμι, του βούρκου λιβανίζετε την μπόχα»…Πηγή: Νίκος Μπογιόπουλος – enikos.gr