Μπορεί για τις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης να εκκρεμεί η δεύτερη Κυριακή, αλλά αυτό το μπραντεφέρ μεταξύ των δύο πρώτων στην κάθε περίπτωση, το μόνο που κάνει είναι να μεταφέρει στις περιφέρειες και τους δήμους την άθλια ενισχυμένη αναλογική και το μπόνους εδρών που παίρνει ο πρώτος. Όπως και με το πρώτο κόμμα στη βουλή. Συνεπώς, αυτοδιοικητικές εκλογές με την κλασσική μορφή του πλουραλισμού που υποχρεούνται να δίνουν οι εκλογές, θα ξαναδούμε σε πέντε χρόνια. Τα αποτελέσματα της πρώτης Κυριακής όμως, μας δίνουν τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε τι είναι “αυτό το κάτι που θέλει” ο Έλληνας ψηφοφόρος για να σταυρώσει τον υποψήφιο της καρδιάς του.
Καταρχάς τίποτα δεν συγκρίνεται με τη γνωριμία του πρώτου ξάδερφου του μπατζανάκη της κομμώτριας που κατεβαίνει υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με τον Γκόρτσο στον δήμο Κάτω Κολοπετινίτσας. Ή ακόμα πιο κλασσικό, τον μακρινό ξάδερφο ή θείο ή νονό ή κάτι τέτοιο. Σε κάθε περίπτωση, “ο γνωστός” είναι ένας υποψήφιος που στις εκλογικές αναμετρήσεις, και δη στις αυτοδιοικητικές, προτιμάται συχνά. Για παν ενδεχόμενο…
Ένας άλλος “γνωστός”, αλλά πέρα από τα στενά πλαίσια της γειτονιάς ή του χωριού, είναι “ο διάσημος”. Δεν έχει σημασία αν ποτέ του έχει ασχοληθεί με τα κοινά. Ούτε αν ποτέ του δεν έχει δείξει την παραμικρή διάθεση να προσφέρει ή να ενδιαφερθεί για τα όσα συμβαίνουν στον τόπο του. Αρκεί να έχει εμφανιστεί σε μια τηλεοπτική σειρά ή εκπομπή ή σόου, να είναι γνωστός ηθοποιός ή μοντέλο ή γλάστρα και να τον βλέπουν στον δρόμο και να ψιθυρίζουν “περνάει κάποιος διάσημος”. Από το Ποτάμι του Θεοδωράκη στο κόμμα που αύριο φέρνει ο Γκλέτσος στην πολιτική σκηνή, οι Έλληνες έχουν αποδείξει πως λατρεύουν την showbiz. Και πολλοί θα ήθελαν ακόμα και να τους κυβερνήσει.
Με την παραπάνω κατηγορία συγγενεύει και η κατηγορία “του ωραίου κώλου”, που θα μπορούσε να χαρακτηρίζει το σύνολο των υπολοίπων κριτηρίων που χρησιμοποιεί ο Έλληνας ψηφοφόρος σήμερα. Αν έχει ωραίο κώλο, λαμπερά δόντια, όμορφα μαλλιά, περίεργα γυαλιά, φανταχτερά ρούχα ή οτιδήποτε τέλος πάντων είναι αρκετό για να απασχολεί το μάτι, ο υποψήφιος μπορεί να βάλει πλώρη μέχρι και για δήμαρχος. Και γιατί όχι και πρωθυπουργός, κύριε Σταύρο μου…
Ένα προφίλ υποψηφίου που τα προηγούμενα χρόνια δεν ήταν και πολύ της μόδας, σε πλήρη αντίθεση με την σημερινή κατάσταση, είναι “ο υπόδικος”. Από τον Μπέο στο Βόλο μέχρι τον δήμαρχο της Ζαχάρως, όλοι τους ευγνωμονούν τον Αντώνη Σαμαρά και τους χειρισμούς του ακροδεξιού τους επιτελείου, που έκαναν μαζί με τη Χρυσή Αυγή τις υποψηφιότητες υπόδικων και κατηγορούμενων για ποινικά αδικήματα, την μόδα της εποχής. Ο μόνος που δεν κατέβηκε υποψήφιος στις εκλογές αυτές είναι ο Μάκης Ψωμιάδης, αν και κάτι μου λέει πως ο Άρειος Πάγος δεν θα διαφωνούσε καθόλου ούτε με την δική του υποψηφιότητα.
Οικογενειοκρατία. Σε όλη την Ελλάδα ο γιος του τάδε, ο εγγονός του δείνα, ο τριτοξάδερφος του άλλου εκλέγονται με τα τσαρούχια. Δεν έχει σημασία ποιος είναι, τι είναι, τι απόψεις έχει και τι πρεσβεύει. Δεν έχει σημασία καν εάν όταν ανοίγει το στόμα του πετάγονται από μέσα βατράχια. Από τον γιο του Μπακογιάννη μέχρι τον ανιψιό του πολιτευτή, ο συγγενής ενός γνωστού πολιτικού εκλέγεται πάντα και παντού. Και με “Α” και με “Ου”.
Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα που η βαριά της βιομηχανία πατάει και με τα δύο της πόδια πάνω στην εξυπηρέτηση, η “χαρούλα” κάνει πάταγο στις εκλογές. Και από τη μία, και από την άλλη πλευρά της κάλπης. Όλοι μαζί μπορεί να μη τα φάγαμε, αλλά τι μας νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι. Η κοιλίτσα να γεμίζει, κι ας πάει και το παλιάμπελο.
Τέλος, το πενηντάρικο και τα μακαρόνια έκαναν ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους στις εκλογές αυτές. Κι αν το πενηντάρικο πάντα υπήρχε, από τα οδοιπορικά μέχρι τα γνωστά “μικρά δωράκια”, τα μακαρόνια δεν συγκινούσαν κανέναν τα προηγούμενα χρόνια. Αυτό είναι ένα πεδίο στο οποίο οι υποψήφιοι εν μέσω οικονομικής κρίσης μετρούν τη μεγαλοψυχία τους. Σαν καλοί χριστιανοί που είναι συνήθως οι παραπάνω, όχι μόνο διαφημίζουν “το μεγαλείο της ψυχής τους”, αλλά συχνά το προσφέρουν σε αντάλλαγμα με την ίδια την ψυχή του ψηφοφόρου.
Είναι πολύ τιμητικό για έναν υποψήφιο να κάνει συσσίτια για απόρους που δεν έχουν να φάνε, και ταυτόχρονα να τους βάζει στην τσέπη το ψηφοδέλτιο του. Πράγματι, δείχνει μεγαλείο ανδρός και πολύ αγνές προθέσεις. Έτσι δεν είναι φίλοι πειραιώτες;
Υπάρχουν βέβαια και μερικές εξαιρέσεις, ανθρώπων που πολιτεύονται με πολιτικό πρόγραμμα και σχεδιασμό, τονίζοντας το ιδεολογικό πρόσημο της καμπάνιας τους. Είτε δεξιοί, είτε αριστεροί. Για το ευρύ κοινό, οι τύποι αυτοί είναι γραφικοί και βαρετοί. Και χαλάνε τη γιορτή. Κάτι σαν το γείτονα που μπουκάρει στο πάρτι και ζητάει να χαμηλώσουν τη μουσική.
Στην Ελλάδα του μνημονίου και της λιτότητας, των νεοναζί και των μπράβων, του ρουσφετιού και του ιλουστρασιόν, το επίπεδο του πολιτικού διαλόγου και των κριτηρίων με τα οποία φαίνεται να ψηφίζει μια ευρεία μάζα της κοινωνίας αποδεικνύεται αυτό που είναι.
Επίπεδο.
Δυστυχώς όμως, έχει και πιο κάτω. Και θα αναγκαστούμε να το διαπιστώσουμε, και μάλιστα σύντομα.