Η μοναξιά του ονειροπόλου

nd

Μπροστά στα μάτια του απλωνόταν η θάλασσα, ένα κενό, μία άβυσσος. Μπροστά στα μάτια του, τα άγουρα και παιδικά αυτά μάτια, παρέλαυναν όλες του οι στιγμές. Ένα χαμόγελο πικρίας ζωγραφιζόταν στο πρόσωπο που τόσο είχε ταλαιπωρηθεί. Στα χείλη ανέβαινε ένα τραγούδι που του τραγούδαγαν τα βράδια για να κοιμηθεί. Σιγομουρμούριζε τον σκοπό όμως δεν τολμούσε να συλλαβίσει τα λόγια. Δεν είχε όρεξη να υμνήσει τον ήλιο και την αγάπη. Αυτή η στιγμή ήταν μόνο γι’αυτόν και την απεραντότητα της θάλασσας. Η θάλασσα…γλυκιά ερωμένη! Ποτέ δεν μιλούσε, μόνο άκουγε. Άλλωτε γαλήνια, άλλωτε φουρτουνιασμένη. Ήταν η αφέντρα της ψυχής του, η αγαπημένη που έβλεπε στα όνειρα του. Γεμάτες κατάνυξη ήταν αυτές οι επισκέψεις του στις παραλίες. Δεν μιλούσε, μόνο σκεφτόταν. Άφηνε το αεράκι να τον τυλίξει και την αλμύρα να διαπεράσει το δέρμα του και να φωλιάσει μέσα του. Ώρες ώρες ένιωθε ότι θα τον πέθαινε αυτή η υγρασία αλλά με τον καιρό συνήθισε και τώρα την αποζητούσε. Τα κύματα χτυπούσαν στα βράχια, τα έτρωγαν, τα έσκαβαν. Ξέσπαγαν πάνω τους όλους τους καημούς και τις λύπες που έκρυβε μέσα του ο βυθός. Κάποιος του είχε πει κάποτε ότι η θάλασσα φτιάχτηκε από τους ίδιους τους ανθρώπους. Τα δάκρυα είναι το νερό, η λύπη είναι η αλμύρα, τα κύματα είναι οι στεναγμοί και η ηρεμία είναι η ισορροπία. Χρόνια πέρασαν από τότε που το πρωτοάκουσε αυτό. Ήταν παιδί τότε. Τώρα είχε μεγαλώσει, είχε σκοτεινιάσει, είχε χάσει την όρεξη για τραγούδι. Κοίταξε νευρικά το ρολόι του. Γιατί το έπαιρνε μαζί του; Δεν χρησίμευε σε τίποτα, μόνο στο να του υπενθυμίζει ότι ήταν αιώνιος δούλος του χρόνου. Βράδιαζε…ο ήλιος έπεφτε…και αυτός έπρεπε να γυρίσει σπίτι…πίσω σε ό,τι πετάχτηκε μπροστά του, σε ό,τι ξεπήδησε από βωμούς κολάσεως και ρίζωσε μια για πάντα δίπλα του… Βράδια σαν κι αυτά νοσταλγούσε τότε που ήταν μικρός και η θάλασσα φάνταζε ακόμα πιο απέραντη. Τότε την κοίταγε με φόβο. Τώρα την κοίταζε απλά από συνήθεια…και το παιδί που έκρυβε μέσα του συνέχιζε ατάραχο τον αιώνιό του ύπνο…

εγραψε το πιτσιρικι