ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΓΡΑΦΕΙ … Η Σφεντόνα

nd

Ο κατηγορούμενος βρισκόταν, στην πλατεία της πόλης, καρφωμένοι σαν βέλη πάνω του, τον κοιτούσαν όλοι.
Σιδηροδέσμιος, και χωρίς τσιμουδιά τα ψυχρά του μάτια σάρωναν τα μικρά παιδιά. Οι περγαμηνές πύκνωναν από τις κατηγορίες, τα νομοθετήματα ούρλιαζαν, στ’ αυτιά του ηχούσαν μακρινές, τόσες δημηγορίες. Αυτός κοιτούσε αμίλητος, το μεγάλο πανηγύρι το ανθρωποφάγο πλήθος κινούνταν σαν δηλητηριώδες έντομο που ψάχνει την γύρη. Η ατμόσφαιρα μύριζε, σαν να ερχόταν καταιγίδα τα δημόσια έγγραφα επικύρωνε, τελεσίδικη σφραγίδα από μια ζωή, που είχε πια σβήσει σαν τον ήλιο που αργά, βούλιαζε προς την δύση. Ο κατηγορούμενος βρισκόταν, στην πλατεία της πόλης, απ’ τα φριχτά του μάτια πέρασε, η ζωή του όλη. Την νύχτα εκείνη είχε κι αυτός, όπως πολλοί, σιωπήσει για την φιλάργυρη ψυχή, είχε εγκληματήσει τα δάχτυλα απλώνονταν στο εφήμερο χρυσάφι η Ύβρις του ψιθύριζε στ’ αυτί για τόσα πάθη που ‘χαν χιλιάδες άνθρωποι για χίλια πλούτη πάθει όμως εκείνος τσιμουδιά, δεν ήθελε να μάθει ότι αργά ή γρήγορα, πληρώνονται τα λάθη. Την νύχτα εκείνη είχε κι αυτός, όπως πολλοί, πλουτίσει σιγά – σιγά, στα σιωπηλά, κανείς να μην ξυπνήσει όμως εντός του ορκίστηκε ποτέ να μην μιλήσει : για τα λουκούλλεια γεύματα, των λίγων πειναλέων για τα ανομολόγητα όργια των αγοραίων και για τον πλούτο των σεπτών, των λίγων αναγκαίων. Πως έθρεψε τόσα ερπετά, ο ύπνος των δικαίων.- Ο κατηγορούμενος βρισκόταν, στο κέντρο της πόλης, η αδικία είχε απλωθεί στα κεφάλια μας, με ταχύτητα πανώλης οι δίκαιοι ουρλιάζαμε εναντίον του, και φτύναμε σάλια τυχόν συνένοχοι λάκισαν, σε μακρινή ασφάλεια. Μοναχός του, στο κέντρο του κόσμου· στ’ αυτιά του άκουγε τους στίχους,
ενός παιδικού ρυθμού αποκόσμου. Καθώς η δίκη τέλειωσε, του δόθηκε να εκλέξει, την αρχέγονη κάθαρση ή το νηφάλιο δίκαιο, σαν τον αρχαίο Ορέστη: στο αδηφάγο ν’ αφεθεί, το πλήθος της πλατείας ή να παραδοθεί στην σιδηρά τανάλια της Πολιτείας. Ο ήλιος ανατέλλει πια, και έχει απλωθεί μια πάχνη γύρω του οι νόμοι έπλεξαν, έναν ιστό απ’ αράχνη. Ο ίδιος, κυκλοδίωκτος, σαν λεία που ανασαίνει με τρόμο ακούει την πνοή του θύτη που αναμένει, την πεταλούδα να πιαστεί στο λαμπερό υφάδι η άπληστη, θα λάμπει πια, μονάχα στο σκοτάδι….

εγραψε το πιτσιρικι