“Είναι η γιορτή της μητέρας όμως και στο ζητάω χάρη”

wpid-20150417085416

Ήταν ένα Κυριακάτικο απόγευμα, μουντό και δακρυσμένο. Στο σπίτι της Αντιγόνης επικρατούσε απόλυτη τάξη και ησυχία, τόση, που άρχισε να ανησυχεί. Σκούπισε νευρικά το τελευταίο πιάτο από το μεσημεριανό τραπέζι και το τακτοποίησε στο ντουλάπι. Αναζήτησε το γιό της στην τραπεζαρία, αλλά βρήκε την τηλεόραση να παίζει το μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων, μπροστά σε έναν άδειο καναπέ. Επιχείρησε να ανοίξει την πόρτα του παιδικού δωματίου, μα τη βρήκε κλειδωμένη.

“Φάνη, άνοιξε…”

“Άσε με μαμά, κάτι κάνω, θα ανοίξω όταν τελειώσω”

“Τί κάνεις;”

“Θα δεις όταν τελειώσω”

“Φάνη..”

“Άστον!”

Η Αντιγόνη τινάχτηκε έκπληκτη. Ο μπάρμπα Φίλος, είχε τεντώσει το γέρικο λαιμό του προς το μέρος της και την κοίταζε επιβλητικά.

“Άστον, ξέρω τί κάνει, μη στεναχωριέσαι. Θα σου δείξει αργότερα”

“Έχει σχολείο αύριο, πρέπει να διαβάσει παππού.”

“Και μεις πολλά πρέπει να κάνουμε, αλλά δεν τα κάνουμε. Άστον ξέρει αυτός, θα δεις”.

Στην τηλεόραση κάτι έλεγαν για τις νέες επιτυχίες της κυβέρνησης, πως προσπάθησαν να πείσουν τους επιβλέποντες της τρόικας να τους επιτρέψουν μία ρύθμιση, που θα ανακούφιζε κάποιες κοινωνικές ομάδες, τις αντιδράσεις τους, πώς τα κατάφεραν τελικά.

“Τί πρέπει να κάνουμε; Γι’αυτούς λες παππού;”

Ο παππούς δεν αποκρίθηκε. Έγειρε το κορμί του μπροστά, στην φθαρμένη πολυθρόνα, τη μόνιμη θέση του τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του. Ήταν ενενήντα επτά ετών ήδη ο μπαρμπα Φίλος, γερό σκαρί, αν και φθαρμένο από τις φλόγες και τα βάσανα του λαού του, ένα ζωντανό μνημείο της ιστορίας μονάχος του. Άπλωσε τα χέρια του στη σβησμένη σόμπα και τα έτριψε, λες και θα έβγαιναν με αυτόν τον τρόπο οι φλόγες.

“Κρυώνω”, είπε. “Νωρίς τις κλείσαμε φέτος τις σόμπες”

“Μπήκε ο Μάιος παππού! Πώς γίνεται να κρυώνεις;”

“Νωρίς τις κλείσαμε. Κρυώνει η ράχη μου”, ξανάπε ανέκφραστος ο γέρος.

Πράγματι, τα ξύλα τους τελείωσαν εδώ και δύο μήνες κι αποφάσισαν να μην ξαναγοράσουν. Δεν περίμεναν ότι ο χειμώνας θα έκανε τόσα νάζια και το κρύο θα κρατούσε γερά μέχρι τις πρώτες μέρες του Μαΐου. Και πάγωσαν έτσι τα γέρικα κόκκκαλα του μπάρμπα Φίλου, που επέμενε να κάθεται στην πολυθρόνα του, μπροστά στη σόμπα και να προσπαθεί να ζεσταθεί, τρίβοντας τα χέρια του. Η Αντιγόνη χαμογέλασε θλιμμένα. Και αυτή είχε πιάσει πολλές φορές τον εαυτό της να απλώνει τα χέρια της στα καλοριφέρ, που τα είχαν εδώ και δύο χρόνια ανενεργά. Η δύναμη της συνήθειας.

“Να σου κάνω μια εντριβή με οινόπνευμα παππού”

Ο μπάρμπα Φίλος πάλι δεν απάντησε, δεν είχε συνεχή επαφή με το περιβάλλον. Βυθισμένος στις σκέψεις του ή στο κενό, κανείς δεν ήξερε, καθόταν στην πολυθρόνα του με σβησμένο βλέμμα κι έδειχνε ότι ούτε καν τους αναγνώριζε. Κάπου κάπου συνερχόταν για λίγο, ιδίως όταν του μιλούσε ο δισέγγονός του, ο Φανούρης ή άκουγε κάτι ενδιαφέρον στις ειδήσεις. Αυτό πάντα προξενούσε μεγάλη εντύπωση στην οικογένεια, πώς αυτός ο γέρος, με την προχωρημένη άνοια και την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος για ο,τιδήποτε συνέβαινε γύρω του, για δύο λόγους έβγαινε από το λήθαργο: το δισέγγονό του και την πολιτική.

Η Αντιγόνη κοίταξε το ρολόι. Ήταν μία παράξενη μέρα η σημερινή. Ο μικρός Φάνης σηκώθηκε νωρίς, κλείστηκε στο δωμάτιό του, βγήκε το μεσημέρι για φαγητό και μετά ξανακλειδώθηκε, χωρίς να εξηγήσει το λόγο. Ο Αντώνης, ο άντρας της, έφυγε το πρωί και δεν γύρισε ούτε για φαγητό, Πού να ήταν άραγε; Μήπως τον είχε πιέσει πολύ;

Ήταν κουρασμένη, πολύ κουρασμένη. Τελείωσε το πανεπιστήμιο πριν δεκατρία χρόνια, αλλά το όνειρο να εργαστεί ως δασκάλα έσβησε άδοξα. Υποχρεώθηκε να δουλέψει σε σούπερ μάρκετ, μα κι αυτό έκλεισε πριν δύο χρόνια. Έμεινε άνεργη κι άρχισε να καθαρίζει σπίτια για να τα βγάλουν πέρα. Ο άντρας της ο Αντώνης οδηγούσε το ταξί. Τα δρομολόγια ήταν πλέον ελάχιστα, ίσα που έβγαζε τα έξοδά του. Το παιδί μεγάλωνε. Ευτυχώς ήταν έξυπνο και δεν χρειαζόταν ακόμη φροντιστήρια (χαμογέλασε ελαφρώς αλαζονικά σε αυτήν την σκέψη), κάποτε όμως έπρεπε ν’αρχίσουν κι αυτά. Ήταν και το ταλέντο στη ζωγραφική, η δασκάλα της είχε πει πως δεν έπρεπε να το αμελήσει, ο Φάνης ήταν ιδιαίτερη περίπτωση, πολύ χαρισματικό παιδί. Ωραία τα έλεγε η δασκάλα, αλλά πού να περισσέψουν λεφτά για μαθήματα! Για την ίδια ούτε λόγος: τα όμορφα ρούχα της από τις καλές εποχές είχαν ήδη αρχίσει να φθείρονται, οι έξοδοι αναψυχής είχαν σταματήσει από καιρό, καμιά φορά το μήνα έβγαινε για καφέ με τη φίλη της τη Λίνα και αυτή ήταν η μόνη της απόλαυση. Ο Αντώνης δούλευε όλη μέρα, έως αργά τη νύχτα, μόνο τις Κυριακές έμενε σπίτι τα απογεύματα. Εκτός από σήμερα.

“Να φύγουμε”, του είχε πει το προηγούμενο βράδυ, πάνω στο ξέσπασμά της.

“Δεν έχει μελλον εδώ, να φύγουμε”

“Και πού να πάμε Αντιγόνη; Εδώ είναι το σπίτι μας, ο τόπος μας, οι άνθρωποί μας…”

“Δεν αντέχω άλλο, κουράστηκα. Κι άλλοι έφυγαν, να η Τασούλα με τον άντρα της πήγαν στη Γερμανία και γράφουν στην αδερφή της ότι είναι πολύ καλά. Βρήκαν δουλειά σε μία βιοτεχνία και πληρώνονται αξιοπρεπώς. “Όπου γης, πατρίς”, ανέσυρε από τη μνήμη της μία φράση που της έλεγε η μακαρίτισσα η γιαγιά της, όταν ήταν μικρή και της διηγούταν τις περιπέτειες της προσφυγιάς.

“Και τί θα κάνεις εσύ στα ξένα Αντιγόνη; Άντε εγώ κάτι θα βρω. Εσύ εκεί μόνη σου, θα μένεις όλην τη μέρα κλεισμένη στο σπίτι σου, σε ένα μέρος με αγνώστους;”

“Κι εδώ τί κάνω; Δουλεύω σα σκλάβα, καθαρίζοντας σπίτια. Και μετά; Κλείνομαι στο σπίτι και βλέπω τηλεόραση. Ο μικρός διαβάζει και κοιμάται νωρίς, εσύ λείπεις ως αργά. Κι έπειτα, ίσως βρω κι εγώ δουλειά. Δασκάλα είμαι, ίσως βρω κάτι σε κανένα ελληνικό σχολείο”

“ Δεν ξέρω Αντιγόνη… Κι ο παππούς;”

Ο παππούς! Πόσες φορές δεν το είχε σκεφτεί. Ο παππούς, με τις ιστορίες, ο παππούς με τα παραμύθια, ο παππούς με τα ζαχαρωτά και τις βόλτες, ο λεβεντάνθρωπος με την χρυσή καρδιά και τις σοφές συμβουλές. Από τότε που έμεινε μόνος του αποφάσισε να τον πάρει στο σπίτι της. Του το χρωστούσε για όλες τις αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια, για τη ζεστασιά που άφηνε στην καρδιά της το καλοσυνάτο του χαμόγελο, για τη βοήθεια που τους προσέφερε πάντα, όταν είχαν ανάγκη.

“Δεν ξέρω… αν τον πάρουμε μαζί μας;”

“Τί λες τώρα Αντιγόνη;”

“Ίσως τον αναλάβει η θεία Ευδοκία”

“Δε νομίζω, δεν έδειξε ποτέ τέτοια διάθεση”

“Τότε…”

Έτρεμε και μόνο στη σκέψη πως θα του έλεγε κάτι τέτοιο. Ο παππούς της σε ίδρυμα! Ο δικός της παππούς! Αλλά και πάλι, ήταν τόσο κουρασμένη!

Γονάτισε μπροστά του κι έβαλε το κεφάλι της στα γόνατά του, όπως όταν ήταν παιδάκι.

“Αν φεύγαμε παππού; Αν φεύγαμε; Η Ελλάδα δεν μας θέλει πια. Ούτε κι εγώ την θέλω παππού. Μας πληγώνει, μας διώχνει. Θέλω να φύγω από εδώ, να φύγω…”

“Οι Έλληνες παιδί μου..”

Τίναξε το κεφάλι της έκπληκτη και αντίκρυσε τα βαθειά, γαλάζια, λυπημένα του μάτια. Ήταν πάλι εκεί, κοντά της.

“… Οι Έλληνες έχουμε τρεις μάνες: Τη μάνα που μας γέννησε, τη μάνα μας την Παναγιά και τη μάνα μας την πατρίδα. Η μάνα μας η Παναγιά είναι άγια, τέλεια. Οι άλλες δύο μάνες όμως έχουν και τα καλά τους και τ’άσχημά τους, έχουν τις τρυφεράδες τους και τις σκληράδες τους, έχουν τις ευγένειες και τα νεύρα τους, την ομορφιά και τα πάθη τους. Αλλά εμείς τις αγαπάμε παιδί μου, όπως κι αν είναι κι έτσι μας αγαπούν κι αυτές, όπως κι αν είμαστε και με όλα τα λάθη που κάνουμε. Έτσι είναι η φτειάξη του ανθρώπου παιδί μου κι έτσι πρέπει να είναι, αλλιώς πάντα θα δυστυχεί, όλα θα του φταίνε και ανάπαυση δεν θα βρίσκει. Τη μάνα μας την αγαπάμε και όταν μας χαϊδεύει και όταν μας τιμωρεί, ακόμη κι εάν μας αδικεί καμιά φορά, την αγαπάμε και όταν γεράσει και δεν έχει δυνάμεις, τότε που έχει ανάγκη τη φροντίδα μας για να σταθεί. Έτσι είναι και με την πατρίδα κόρη μου. Δεν ωφελεί να κάνεις τον πατριώτη μόνο στις καλές εποχές, πρέπει να φροντίζεις για την πατρίδα σου και στα δύσκολα, να παλεύεις γι’αυτήν.”

“Αχ παππού”.

Ο μπάρμπα Θεόφιλος είπε ό,τι είχε να πει και στο λεπτό ξαναγύρισε στον άγνωστο, μακρινό του κόσμο. Αλλά και η Αντιγόνη, δεν ήταν πλέον εκεί. Τα λόγια εκείνα της έφεραν στο νου αυτά που χρόνια και χρόνια πάλευε να ξεχάσει, για να διώχνει τον πόνο από τη νεανική της ψυχή.

Θυμήθηκε τη μάνα. Τη μάνα τη δυνατή, την αγέρωχη, που δούλευε τη γη και ήθελε να της μάθει πότε φυτεύουμε το ένα και πότε το άλλο, αλλά αυτή είχε αλλού πάντα το μυαλό της και δεν την πρόσεχε, μόνο πίστευε πως σα μεγάλωνε αρκετά θα έδινε περισσότερη σημασία στις οδηγίες της και θα ανακάλυπτε και η ίδια της τα μυστικά της γης.

Τη μάνα, την αθώα, τη γλυκειά, που είχε πάει σχολείο μέχρι την πέμπτη δημοτικού, μα διψούσε για γνώση κι εκτιμούσε την μόρφωση και κάθε που μελετούσε ιστορία, ερχόταν κοντά της και την άκουγε με προσήλωση. Κι όταν πετύχαινε στην τηλεόραση κανένα ιστορικό αφιέρωμα, “Αντιγόνηηηηη”, της φώναζε, “έλα, λένε για εκείνον τον Λεωνίδα, που διάβαζες”. Μα η Αντιγόνη καμία διάθεση δεν είχε να ακούει συνέχεια για τον Λεωνίδα και κακοκάρδιζε τη μάνα. “Εγώ το μόνο που θέλω είναι να μάθεις γράμματα και να βγάζεις το ψωμί σου με το μολυβάκι”, της έλεγε εκείνη, κλονισμένη από τις νευρικές της αντιδράσεις.

Θυμήθηκε τη μάνα τη σεβαστική, που έγραφε όλα τα ι με γιώτα, αλλά είχε πάντα μία μικρή καινή διαθήκη πάνω στο τραπέζι και διάβαζε όποτε έβρισκε χρόνο ν’αναπαυτεί. Τη μάνα, που πήγαινε κάθε Κυριακή στην εκκλησία και ήξερε απ’έξω όλους τους ψαλμούς. Κι όταν η Αντιγόνη άρχισε να μαθαίνει τα αρχαία, προθυμοποιήθηκε να της εξηγήσει το νόημα τους, μα διαπίστωσε πως ήδη το γνώριζε και κατέληξε στο συμπέρασμα πως μία μυστηριακή επικοινωνία με τις θεϊκές δυνάμεις ήταν εκείνη που μετέφραζε τα νοήματα στην καρδιά της, ώστε η γνώση των αρχαίων ήταν μάλλον περιττή.

Θυμήθηκε τη μάνα τη σκληρή, που γυρνούσε στο σπίτι τσακισμένη από την κούραση και εξαγριωνόταν όταν το έβρισκε ανάστατο, αποκτούσε όψη τρομακτική, που έκανε την Αντιγόνη να τρέμει, να τρέχει να κρυφτεί για να σωθεί από την οργή της. Τη μάνα, που θύμωνε και φώναζε με το παραμικρό και όταν συνερχόταν, έκλαιγε σα μικρό παιδί κι εκείνη ένιωθε τότε πιο φοβισμένη και ανασφαλής από όταν αντιμετώπιζε την οργή της. Κι έκλαιγε ακόμη κι αργότερα, όταν η Αντιγόνη, μεγάλη πιά, της υπενθύμιζε αυτήν την συμπεριφορά, για να την γεμίζει με ενοχές, σαν ήθελε να αναχαιτίσει την κριτική της για την άστατη, νεανική ζωή της. Τη μάνα, που την περίμενε πίσω από την πόρτα, κάθε φορά που αργούσε να γυρίσει σπίτι και μουρμούριζε μέχρι να την πιάσει ο ύπνος, που αναστάτωνε τον κόσμο όταν περνούσαν ώρες χωρίς να έχει νέα της, που πανικοβαλλόταν όταν την έχανε από τον έλεγχό της.

Θυμήθηκε τη μάνα, την ευρύχωρη αγκαλιά, που γινόταν η ζεστή φωλιά της σε κάθε χαρά και κάθε λύπη, στις επιτυχίες και στην απελπισία της, εκείνην την φιλόξενη αγκαλιά, το μόνο ασφαλές μέρος σε ολόκληρο το σύμπαν. Πόσο της έλειψε αυτή η αγκαλιά…

“Αχ, μανούλα μου”, της ξέφυγε τότε ένας λυγμός και στράφηκε τρομαγμένη προς τον παππού, αλλά ο μπάρμπα Φίλος δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τί συνέβαινε γύρω του.

Σκούπισε βιαστικά τα μάτια της, καθώς άκουσε να ανοίγει η εξώπορτα και μπήκε μέσα ο Αντώνης, χλωμός και σοβαρός. Κάθησε απέναντί της, με το κεφάλι χωμένο ανάμεσα στα μπράτσα του, προσπαθώντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις, για να εκφράσει αυτά που πλήγωναν την ψυχή του.

“Βρήκα εκείνον το γνωστό μου, το Σπύρο, που ο αδελφός του έχει μία εταιρία μεταφορών στη Γερμανία. Δέχεται να με πάρει στη δούλεψή του. Υπάρχει και ελληνικό σχολείο στην πόλη, να πάει ο Φάνης. Τί λες να φύγουμε, μόλις κλείσουν τα σχολεία; Όσο για τον παππού…. Δεν ξέρω, αποφάσισε εσύ”

Η Αντιγόνη έκανε να μιλήσει, αλλά δεν της βγήκε η φωνή. Ένιωθε ένα αόρατο, σταθερό χέρι να την αγκαλιάζει από την μέση, στοργικά, μα σφιχτά, μέχρι που της κόπηκε η ανάσα. Νόμιζε πως το χέρι αυτό την πίεζε τόσο δυνατά, που γινόταν ένα με το έδαφος και ήταν αδύνατον να ξεχωρίσει από αυτό. Κι έπειτα, το χέρι χαλάρωσε και η αγκαλιά έγινε φωλιά, ζεστή, ασφαλής και οικεία, η δική της φωλιά, το μόνο ασφαλές μέρος στο σύμπαν. Και δεν ήξερε τίνος ήταν εκείνο το χέρι που τη χάιδευε τόσο τρυφερά, της Μάνας που τη γέννησε, της Μάνας της της Παναγιάς ή της Μάνας της της Ελλάδας.

“Δεν θα πάμε πουθενά Αντώνη. Εδώ είναι ο τόπος μας, οι άνθρωποί μας, ο ζωές μας.”

Ο Αντώνης σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε γεμάτος απορία και ελπίδα.

“Μιλάς σοβαρά;”

«Εδώ, Αντώνη, και στα καλά και στα άσχημα, αυτή είναι η πατρίδα μας. Θα αντέξουμε και θα παλέψουμε”

Αγκαλιάστηκαν κι έμειναν έτσι για ώρα, μέχρι που ο μικρός ξεκλείδωσε την πόρτα και ήλθε αναψοκοκκινισμένος να τους βρει.

“Ελάτε να δείτε”, τους είπε με θριαμβευτικό χαμόγελο.

Στο δωμάτιό του δέσποζε ένα υπέροχος πίνακας, πορτραίτο της Αντιγόνης, τόσο προσεκτικά δουλεμένος, που φαινόταν απίστευτο ότι τον ζωγράφισε ένα δεκατριάχρονο αγόρι.Τα χαρακτηριστικά της είχαν αποδοθεί τέλεια, αλλά φαινόταν απίστευτα όμορφη, σαν καλλονή ρομαντικής εποχής, ντυμένη στα άσπρα και στολισμένη με λουλούδια.

“Μα, έτσι είμαι εγώ;”, μουρμούρισε συγκινημένη.

“Έτσι μανούλα”, τη διαβεβαίωσε ο γιός της.
“Είναι το δώρο μου για τη γιορτή της μητέρας”

Η Αντιγόνη άνοιξε την αγκαλιά της, τον έσφιξε και τον γέμισε φιλιά. Η κούρασή της εξαφανίστηκε κι ένιωθε πώς όλην την υπόλοιπη μέρα τα πόδια της αιωρούταν ανάλαφρα, λίγο πάνω από το πάτωμα. Το βράδυ τον αγκάλιασε πάλι και θέλησε να του τραγουδήσει ένα νανούρισμα.

“Είμαι λίγο μεγάλος για τέτοια βρε μαμά”, αντέδρασε, ελαφρά ντροπιασμένος.

“Είναι η γιορτή της μητέρας όμως και στο ζητάω χάρη”

Προσπάθησε να βρει ένα νανούρισμα, αλλά δεν ερχόταν κανένα στη μνήμη της. Κι άρχισε τότε να τον νανουρίζει με κάποιους στίχους, που ξεπήδησαν από τις παιδικές της αναμνήσεις, με την φωνή της μάνας της, από τον εξαίσιο ύμνο προς την αιώνια μητέρα:

“…. Χαῖρε, πύρινε στῦλε, ὁδηγῶν τοὺς ἐν σκότει· χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης ”