Οι εργάτες πρέπει να είναι ένοπλοι και οργανωμένοι […] και να μην παραδίδουν ποτέ τα όπλα και τα πυρομαχικά τους
Κάρολος Μαρξ
«Είναι ρουτίνα για τους δημοσιογράφους που το καλύπτουν και είναι ρουτίνα για μένα που το σχολιάζω».
Ο Αμερικανός πρόεδρος έδειχνε κουρασμένος και εκνευρισμένος καθώς καλούνταν να εκφράσει τη θλίψη του για ακόμη ένα μακελειό – αυτή τη φορά σε σχολείο του Ορεγκον.
Η προοδευτική (liberal) Αμερική ένιπτε τας χείρας της, δείχνοντας και πάλι ως μοναδικό υπαίτιο την Εθνική Ενωση Οπλων (NRA) και τους συντηρητικούς και ακροδεξιούς πολιτικούς που μπλοκάρουν κάθε προσπάθεια περιορισμού της οπλοκατοχής.
Η αντιπαράθεση γινόταν και πάλι με όρους γουέστερν, όπου το απόλυτα καλό συγκρούεται με το απόλυτα κακό – με τη μόνη διαφορά ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κερδίζει το κακό, που εκπροσωπεί το λόμπι της βιομηχανίας όπλων.
Μήπως όμως η απλουστευτική αυτή προσέγγιση συσκοτίζει, αντί να φωτίζει, τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος;
Το δικαίωμα οπλοφορίας, που σήμερα παρουσιάζεται σαν αντιδραστική επιλογή, πριν από λίγες μόνο δεκαετίες αποτελούσε αίτημα των πιο ριζοσπαστικών δυνάμεων που γνώρισε η Αμερική.
Ακόμη και η λεγόμενη δεύτερη τροποποίηση του αμερικανικού Συντάγματος, που εξασφαλίζει το δικαίωμα των πολιτών «να φέρουν όπλα», αποτελούσε την τελευταία σημαντική παραχώρηση της νεαρής αστικής τάξης των ΗΠΑ στους επαναστατημένους πολίτες που έδωσαν τη μάχη απέναντι στους Ευρωπαίους αποικιοκράτες.
Για την ακρίβεια, ήταν το «δώρο» με το οποίο επιχειρούνταν να καμφθούν οι αντιδράσεις σε λιγότερο δημοκρατικά άρθρα, που αφορούσαν τη σύσταση της Γερουσίας και του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Το δικαίωμα των οργανωμένων πολιτών να φέρουν όπλα σε επαναστατικές περιόδους θα επιβεβαιωθεί σχεδόν έναν αιώνα αργότερα στην παρισινή Κομμούνα αλλά και στα κείμενα του Καρόλου Μαρξ, ο οποίος τόνιζε την ανάγκη «οι εργάτες να είναι ένοπλοι και οργανωμένοι […] και να μην παραδίδουν ποτέ τα όπλα και τα πυρομαχικά τους».
Η παρακαταθήκη της Αμερικανικής Επανάστασης, όμως, και ο απόηχος της παρισινής Κομμούνας θα συνεχίσουν να κατατρύχουν τις ΗΠΑ ακόμη και στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Στη δεκαετία του 1970 είναι η σειρά της οργάνωσης Μαύροι Πάνθηρες να στηριχθούν στη δεύτερη τροποποίηση για να διεκδικήσουν το δικαίωμα οπλοκατοχής ως μέσο αυτοάμυνας απέναντι στις δολοφονικές επιθέσεις του αμερικανικού κράτους και του παρακράτους.
Η αμερικανική κυβέρνηση ρίχνει όλο της το βάρος για να αποτρέψει αυτό το ενδεχόμενο και μία από τις οργανώσεις που πρωτοστατούν για τον περιορισμό της οπλοκατοχής είναι και η γνωστή μας NRA – το σημερινό λόμπι της βιομηχανίας όπλων.
Μόνο από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν οι Μαύροι Πάνθηρες συνθλίβονται με ένα πογκρόμ συλλήψεων και εν ψυχρώ εκτελέσεων των μελών τους, η NRA θα αποκτήσει τα σημερινά της χαρακτηριστικά, δηλαδή του απόλυτου υπέρμαχου της οπλοκατοχής.
Το νεοφιλελεύθερο πνεύμα του Ρόναλντ Ρίγκαν (μέλος και ο ίδιος της NRA) «παντρεύεται» άριστα με τη νέα ιδεολογία της οπλοκατοχής: λιγότερο κράτος σημαίνει και μεγαλύτερη ευθύνη του ατόμου να προστατεύει τον εαυτό του – στη συγκεκριμένη περίπτωση κραδαίνοντας ένα περίστροφο.
Αλλη μια φορά, βέβαια, ο νεοφιλελευθερισμός προσποιείται ότι χτυπά το κράτος, ενώ στην πραγματικότητα το γιγαντώνει, ενισχύοντας τη δυνατότητά του να επεμβαίνει κατασταλτικά απέναντι σε όποιον αμφισβητεί το κυρίαρχο οικονομικό δόγμα.
Από τα χρόνια του Ρίγκαν η αστυνομία στρατιωτικοποιείται και ο στρατός αναλαμβάνει όλο και συχνότερα αστυνομικά καθήκοντα, χρησιμοποιώντας τον οπλισμό του απέναντι στον «εσωτερικό εχθρό».
Το μονοπώλιο της νόμιμης (;) βίας παραμένει στο κράτος, το οποίο προσφέρει το δικαίωμα οπλοκατοχής στους πολίτες, με την προϋπόθεση αυτοί να μην αμφισβητούν με οργανωμένο τρόπο τα συμφέροντα των οικονομικών και πολιτικών ελίτ.
Σημαίνουν μήπως όλα αυτά ότι η οπλοκατοχή πρέπει να είναι απόλυτα ελεύθερη, σαν απόηχος ενός ένδοξου επαναστατικού παρελθόντος που διαπερνά την αμερικανική ιστορία; Προφανώς όχι.
Οι συνθήκες δεν θυμίζουν σε τίποτα τις επαναστατικές περιόδους όπου ένα όπλο μπορεί να αποτελεί τη μοναδική άμυνα οργανωμένων τμημάτων της κοινωνίας στη βία του συστήματος.
Εάν όμως αφήσουμε για λίγο στην άκρη την απλουστευτική αντίθεση του κακού, αντιδραστικού οπλοφόρου και του καλού, προοδευτικού πολίτη που ζητά την κατάργηση της πώλησης όπλων, ίσως καταλάβουμε ότι το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο.
Αλλωστε, σε μια εποχή όπου σύντομα καθένας ή σχεδόν καθένας θα μπορεί να κατασκευάσει στο σπίτι του ένα όπλο με έναν τρισδιάστατο εκτυπωτή, οι νομικές κυρώσεις για οπλοκατοχή θα είναι τόσο «αποτελεσματικές» όσο ήταν και η ποταπαγόρευση για τη μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ: όποιος ήθελε να πιει, έπινε και όποιος, ψυχικά διαταραγμένος, νέος θέλει να σκοτώσει τους συμμαθητές του, θα βρει τρόπο να το κάνει.
Από το 2011, χωρίς να έχει υπάρξει καμία αλλαγή στο δικαίωμα οπλοκατοχής στις ΗΠΑ, τα περιστατικά πυροβολισμών με περισσότερα από τέσσερα θύματα τριπλασιάστηκαν (ένα κάθε 64 ημέρες).
Αυτό που άλλαξε ήταν η ραγδαία επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου εκατομμυρίων πολιτών, η διάλυση των δομών πρόνοιας για άτομα με ψυχολογικά προβλήματα και κυρίως η γιγάντωση της κτηνώδους βίας που ασκεί το αμερικανικό κράτος με επεκτατικούς πολέμους στο εξωτερικό και εκατοντάδες δολοφονίες πολιτών στο εσωτερικό (900 άνθρωποι σκοτώθηκαν από την αστυνομία από την αρχή της χρονιάς).
Η Αμερική καλείται να αντιμετωπίσει τη βαθιά κοινωνική σήψη που ξεκινά από πάνω. Και σε αυτή τη μάχη κανένας νόμος περί οπλοκατοχής δεν μπορεί να τη βοηθήσει.
https://eleutheriellada.wordpress.com/2015/10/11