Ψεύτρα ζωή, πώς άφησες και έφυγε τόσο νωρίς η Μυρτώ;

wpid-wp-1444582719328.jpeg

λίγο ακόμα φωνές των τζιτζικιών,
τραγουδήστε καθώς φεύγει,
το Summer is Over της Μυρτούλας μας….

Για να έχει η ζωή και το κοινωνώ-κοινωνία νόημα, για να τα τιμήσουμε και να τα αφήσουμε «όταν θα φύγουμε» πίσω μας με όλα της τα γράμματα κεφαλαία (ΖΩΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ), αγωνιζόμαστε μέσα στη διασπορά της καθημερινότητας να μοιραστούμε ακόμη και έστω ένα λεπτό της μέρας με τους φίλους, τους συντρόφους μας, τα παιδιά μας, τους δικούς μας αλλά και τους «ξένους», μια ανάσα, ένα βλέμμα «στα σύννεφα που περνούν», να μη χαθούμε σαν άνθρωποι, να μην αφήσουμε να ξεραθεί το κοινό δέντρο που μας αγκαλιάζει μέχρι και τις ρίζες του.

Μοιραζόμαστε τη χαρά τους, τα προβλήματά τους, τις αγωνίες τους, τις αντιθέσεις μας ακόμη (και εκεί βρίσκεται η αυθεντική και άδολη ένωση και αγάπη) και προσπαθούμε, όταν έρθει του «χωρισμού η ώρα», να βουτήξουμε κι εμείς βαθιά μέσα στον πόνο τους, να πενθήσουμε (και) σαν δική ΜΑΣ την προσωπική τους τραγωδία.

Oταν όμως έρχεται αθόρυβα και χτυπά πρόωρα ο θάνατος; «Αν ο πόνος ενώνει τους ανθρώπους, τι να την κάνω τη ζωή χωρίς πόνο;», έγραφε ο Ρώσος ποιητής Γεβγκένι Γεφτουσένκο… Αντέχεται όμως ο πόνος μέχρι να καλύψουμε την απόσταση που οδηγεί στην πολυπόθητη αυτή ένωση; «Δεν μπορώ να βρω αρμονική σχέση με τον θάνατο, δεν μπορώ να συμμαχήσω μαζί του, τον μισώ και με μισεί….», έλεγε πριν από χρόνια ο τραγουδιστής Αντώνης Καλογιάννης στη δημοσιογράφο Ελενα Κατρίτση με αφορμή τον ξαφνικό θάνατο του γιου του Βαγγέλη.

Κι αλήθεια πώς μπορούμε να συμφιλιωθούμε με την Εξουσία του θανάτου, με την οδύνη της απώλειας που σταματά απότομα κάθε κίνηση, που κάνει το Σύμπαν και τα άστρα να παγώσουν; Πώς γίνεται να συμφιλιωθούμε με τη βία, που αφαιρεί σιγά σιγά από τις παλιές μας φωτογραφίες συμμαθητές, φίλους, γονείς, γείτονες, συντρόφους, παιδιά, Ο,ΤΙ ΣΥΝΤΡΟΦΕΨΑΜΕ, Ο,ΤΙ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ, Ο,ΤΙ ΑΓΓΙΞΑΜΕ;

Αυτά έλεγα στη Μυρτούλα μας (τη Μυρτώ όλων μας) εκείνο το μεσημέρι της 23ης Σεπτέμβρη στο Κοιμητήριο της Νίκαιας, καθώς κατέβαινε από το στόμα της Γης για την Αχερουσία λίμνη, για να πάει να συναντήσει ύστερα από 22 χρόνια τη μάνα της, αναρχική ποιήτρια Κατερίνα Γώγου και έπειτα από 4 χρόνια τον πατέρα της, σκηνοθέτη Παύλο Τάσιο. Αυτά μονολογούσα, καθώς κοιτούσα τον Φρανζέσκο να έχει γίνει λιωμένο κερί πάνω από τον ήλιο του που έδυσε στο χώμα.

Πάνε χρόνια που η μάνα της, η Κατερίνα, έγραψε, «αφήστε τη δική μου Μυρτώ, γεννήθηκε λυπημένη». Η Μυρτώ όμως μετά τον θάνατο της Κατερίνας δεν «έπεσε», ξαναγεννήθηκε και «άλλαξε δρόμο» από εκείνον που την είχε αποκλείσει στην πλήξη, στην περιθωριοποίηση και στην απελπισία. Γιατί έμαθε πως η «στράτευση» στην απελπισία δίνει ελπίδες μόνο σε κάθε εξουσία, που σκοτώνει, πολύ περισσότερο όταν αυτή είναι η εξουσία της νάρκωσης και της παραίτησης από τη Ζωή. Κι ας καθυστέρησε αυτό το χάραμα, αυτός ο νέος της ερχομός στη ζωή, η αναγέννησή της.

Η Μυρτούλα μας δεν ήταν σαν κι εμάς τους «πολιτικοποιημένους». Δεν ήταν στις αφισοκολλήσεις, στις διαδηλώσεις, στους δρόμους, στις συγκρούσεις με τον κρατικό και αστυνομικό αυταρχισμό, δεν κράτησε ποτέ μαύρες και κόκκινες σημαίες, δεν ήταν το «παιδί της πλατείας» όπως η Κατερίνα.

Είχε τον δικό της τρόπο να φωνάζει, να διαμαρτύρεται, να αμφισβητεί. Κι αυτός της ο μοναδικός τρόπος, τα καλύτερα χρόνια της ζωής της «ΣΚΕΠΑΣΤΗΚΑΝ» από τη «χιονοστιβάδα» της ζωής και της προσωπικότητας της Κατερίνας. Δεν «ακούστηκαν» οι αγωνίες της, η Μυρτώ «εξαφανίστηκε». Δεν έγινε σκόπιμα αυτή η αδικία, δεν έγινε συνειδητά (εννοείται) από την Κατερίνα, απλά συνέβη. Κι η Μυρτώ είχε την «ατυχία» να είναι συνεπιβάτις σε ένα όχημα με «σπασμένα φρένα».

«Εχασα τα καλύτερά μου χρόνια, άργησα να σωθώ», έλεγε μόλις λίγους μήνες πριν, στις 5/1/2015, σε μια άλλη της συνέντευξη με αφορμή την κυκλοφορία του μοναδικού της βιβλίου. Αργησε να σωθεί, ίσως, αλλά η Μυρτώ αγωνίστηκε και σώθηκε, ξέφυγε από την υποταγή στην κατάθλιψη και την αυτοκαταστροφή, «το πάλεψε με τον θάνατο και το σκοτάδι» της μιζέριας και της φθοράς, που την είχαν καταδικάσει το αλκοόλ, τα χάπια και τα ναρκωτικά. Κι ας της τραυμάτισαν βαριά την υγεία της, κι ας ράγισε η καρδιά της απ’ τη μακρόχρονη χρήση.

Αυτό όμως το χτικιό που νίκησε την Κατερίνα, δεν νίκησε τη Μυρτώ κι ας μας έφυγε ξαφνικά στα 48 της. Γιατί η Μυρτούλα απογειώθηκε από τα άσχημα παιδικά χρόνια και έκοψε τις αλυσίδες του αργού θανάτου, αρνήθηκε να είναι απλά το παιδί μιας ανήσυχης και επαναστατημένης επώνυμης, μιας σπουδαίας μητέρας και συντρόφισσας, και έκανε τη δική της Ανοιξη, το δικό της μικρό Πολυτεχνείο.

«Γι’ αυτούς όλους ήμουνα η κόρη της Κατερίνας Γώγου», αλλά «τη ζωή μου τη χρωστάω στον εαυτό μου», έλεγε στην τελευταία της συνέντευξη, μόλις φέτος τον Μάρτη.

Και πράγματι, Μυρτούλα, τη ζωή κι ό,τι έκανες με κόπο, ό,τι ανάτρεψες, το χρωστάς στον εαυτό σου. Η Αποτοξίνωση στο Παλέρμο, η ποίηση, η ζωγραφική, η συντήρηση έργων τέχνης, οι αγιογραφίες, το ξύπνημά σου στη ζωή εκεί κάπου στο Ουτζέντο με τον Φρανζέσκο, είναι δικό σου έργο. Κι ας μη μένεις «Αλίκη πια εδώ».

Οι μέρες, οι νύχτες, τα χρόνια χωρίς τη Μυρτώ είναι «καταδικασμένα» να περάσουν. Δεν ξέρω αν ο χρόνος είναι «ο καλύτερος γιατρός», ξέρω πως η μνήμη κρατά τους αγαπημένους μας στη ζωή, να μη σαπίσουν, να μην πεθάνουν, να μη σβήσουμε μαζί τους συλλογικά.

Η λήθη και η διαγραφή είναι η προδοσία και η εγκατάλειψη. Γιατί μπορεί εκ των πραγμάτων να είμαστε «απόντες» από την πορεία, τα δύσκολα της ζωής των άλλων (δεν μπορούμε να σώσουμε κανέναν όταν αυτός δεν θέλει να σωθεί), είμαστε όμως παρόντες κρατώντας όρθιες και ζωντανές τις στιγμές που περάσαμε μαζί τους. Η Κατερίνα κι η Μυρτώ μάς είχανε πάντα ανοιχτή την πόρτα, τις λατρέψαμε τότε που πιστέψαμε πως το όνειρο ποτέ δεν θα τελειώσει, τότε που καιγόμασταν σαν δάφνη ψάχνοντας πότε σωστά, πότε λαθεμένα να αλλάξουμε τον ντουνιά.

Η αναχώρηση της Μυρτούλας μας κλείνει όλο και πιο πολύ τον κύκλο, που ξεκίνησε τότε με «βεβαιότητες», απόλυτες αλήθειες και «ακλόνητες» για τη ζωή, τον άνθρωπο, τη διαδικασία της πολιτικής διαδρομής για το ξεπέρασμα της «αιωνιότητας» της εξουσίας και των σχέσεων που τη συντηρούν.

Η ίδια η ζωή πολλά χρόνια μετά (και συνεχίζει) έχει απομυθοποιήσει τις περισσότερες απ’ αυτές. Για τις «αναθεωρήσεις μας και τους συμβιβασμούς μας» δεν πρέπει να κρυβόμαστε, να ντρεπόμαστε, να κυκλοφορούμε «σκυφτοί με ενοχές». Το αντίθετο. Η αβάσταχτη κανονικότητα γύρω μας, που γράφεται πάνω στη δουλεία και στον πόνο των ανθρώπων γύρω μας, δεν αλλάζει ζώντας την και παίζοντας σαν… σινεμά!

Η Μυρτώ έκανε το βήμα, είναι το παράδειγμα της προσωπικής αντίστασης σε ό,τι κόβει το χέρι της δημιουργίας, της έμπνευσης, της αποκόλλησης από τον παρασιτισμό και την ξεφτίλα. Γιατί η ζωή δεν μπορεί να αλλάξει μέσα απ’ την αντίφαση «θέλω να ζήσω, μα θέλω και να πεθάνω», γιατί η ζωή μας δεν είναι «σουγιαδιές σε βρόμικα αδιέξοδα», ούτε είναι μόνο «πάνω- κάτω η Πατησίων», ούτε είναι η μοναξιά «τσεκούρι στα χέρια μας»…

Και όπως έκανε όταν «ξύπνησε» η Μυρτώ μας, τιμώντας τη ζωή, τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη, την αγάπη για όλους τους άλλους χωρίς διαχωρισμούς και ανταγωνισμούς, στο τέλος εμείς θα είμαστε οι τελευταίοι που θα γελάσουμε και όχι ο θάνατος! Και θα σταθούμε αντίκρυ του γελαστοί κι όχι ξεγελασμένοι! Γιατί εμείς σαν τη Μυρτούλα δεν έχουμε «τελευταίο μας σπίτι» τον Τάφο…

Τ’ ακούς νεκροθάφτη, τ’ ακούς θάνατε;…

Δεν σου λέω «αντίο», μόνο Καλό ταξίδι Μυρτούλα, η ζωή σου δεν ήταν «ένα μικρό καράβι» και δεν θα σε χάσω από τα μάτια μου… Κάθε στιγμή είσαι μπροστά μου…

8/10/2015

*το κείμενο βασίστηκε και σε δύο δημοσιεύματα. «Εθνος», 28/12/2014, της Ελένης Γκίκα. Και στη συνέντευξη της Μυρτώς Τάσιου στον Γιάννη Χατζηγεωργίου, που αναδημοσιεύτηκε στη Lifo

http://www.efsyn.gr/arthro/pseytra-zoi-pos-afises-kai-efyge-toso-noris-i-myrto