Τα παιδιά του «Μη κύπτετε έξω»

wpid-wp-1451551357184.jpeg

Ο σταθμός, ο Ηλεκτρικός, ήταν μες στα πεύκα στο Νέο Ηράκλειο και τα τρένα ξύλινα και είχαν και «σκευοφόρο». Σ αυτήν μπήκαμε όταν ο μπαμπάς πηρε πράσινο ποδήλατο, αγωνιστικό, μάρκας «ESKA» στο αδελφό μου και σε μένα μεγάλη κούκλα με κόκκινα μαλλιά, που περπατούσε και έλεγε «μαμά»!

Η θεία μας πήγαινε όλα τα ξαδέλφια στο «ΜΙΝΙΟΝ» και διαλέγαμε δώρα, βλέπαμε σκηνές με παραμύθια στο τελευταίο όροφο και φωτογραφιζόμασταν με τον Αι Βασίλη –εγώ, τον φοβόμουν και λίγο! Φορούσαμε τα καλά μας για να κατέβουμε στην Αθήνα!

Και ώσπου να φτάσουμε αποστηθίζαμε τους σταθμούς και τους λέγαμε απ έξω, ενώ χαζεύαμε τις πινακίδες στο τρένο. «Μη κύπτετε έξω» έλεγε στο παράθυρο και το χε και στα γαλλικά! Μη κύπτετε έξω! Ώσπου να φτάσουμε στην Ομόνοια με τα πορτοκαλί πλακάκια και τον κόσμο να τρέχει, όλο αυτό το «μη κύπτετε έξω» ήταν σαν στίχος με μελώδια τον θόρυβο του ηλεκτρικού!

Απ τα Κάτω Πατήσια ήμασταν έτοιμα, όρθια να βγούμε έξω και απ τα παράθυρα αν γινόταν και δε παν να κόψουν το λαιμό τους τα  «μη»…

Στης θείας Βασιλικής τις παραμονές Πρωτοχρονίας.

Πίττες, χοιρινό με σέλινο, σαλάτες όλων των χρωμάτων, πατάτες όλων των ειδών, κεφτεδάκια, κρέατα κατά την ρουμελιώτικη παράδοση, χριστόψωμο μεσολογγίτικο πάντα ζυμωτό και στολισμένο με κεντίδια, έργα τέχνης, διπλες, μελομακάρονα και σαβαρέν της μαμάς. Τραπεζομάντηλα κεντητά απ τις κεντήστρες λευκά και κολλαρισμένα, της προίκας. Στολισμοί και γκι και χριστολούλουδα και δέντρα φυσικά για τους πιο ευκατάστατους, πλαστικά απ αυτά που μπαίνουν στη κούτα και στο πατάρι για τους άλλους.

Θυμάμαι τα δικά μας χριστουγεννιάτικα φωτάκια, που ταν μοβ – ροζ λουλούδια και μέσα κάτι χοντρά πολύχρωμα λαμπιόνια, καμία σχέση με τα τωρινά λεντ, αλλά πόσο θα τα θελα σήμερα να θυμίζουν εκείνη την μαγεία, που υπήρχε ακόμα. Ζάχαρες από τους κουραμπιέδες παντού. Ασημένια «βροχή» στο δέντρο. Οι οικογένειες που χάνονται όταν μεγαλώνεις και οι οικογενειακοί φίλοι που ήταν πάντα ο ένας στο σπίτι του άλλου για τις γιορτές του Στεφάνου, του Μανώλη, της Αναστασίας. Καλοτυλιγμενα ποτά με φιόγκους πάνω!

Σερβίρισμα στο σαλόνι με μπατον σαλέ χειροποίητα φυσικά, όπως και τα λικέρ και τα σοκολατάκια. Δώρα στα παιδιά σοκολάτες – παιχνίδια με φασουλήδες και επαγγελματίες που τους άλλαζες κεφάλια και πόδια σέρνοντας απλώς τις θήκες για τις σοκολάτες. Βιβλία. Δεν υπήρχαν ακόμα οι Μπάρμπι. Ο Αι Βασίλης έφερνε κούκλες με σώματα παιδικά και μαλλιά τουλάχιστον του Σαμψών σε αναλόγια. Δεν είχαν στήθος, περιεφέρειες, γυναικεία χωρίσματα και αναλογίες μοντέλων! Κοιτούσαν όλες σοβαρά μέσα από πολύχρωμα ρούχα και γυάλινα, ακίνητα μάτια!

Τα αγόρια είχαν τηλεκατευθυνόμενα, ποδοσφαιρικά με τους παίκτες – μινιατούρες πάνω σε ελατήρια, στρατιωτάκια πλαστικά, πράσινα να εφορμούν με ανοιχτό πόδια σε ένα αιώνιο πήδημα προς τα μπρος και με λόγχες προτεταμένες σαν οδοντογλυφίδες. Καράβια και όπλα. Πολλά όπλα. Σα κανονικά και αλλά τάχα διαστημικά να πετούν φωτιές εσωτερικά. Το πολιτικώς ορθόν στο παιχνίδι δεν είχε υπάρξει ακόμα και τα όπλα βρίσκονταν στα χέρια όλων των αγοριών. Τα πρωτα, χοντροκομένα ρόποτ. Ένα σινεμά στρογγυλό με φακούς, με ταινίες – ροδέλες μέσα σε χρωματιστά πλαστικά κουτάκια. Σβήναμε όλα τα φώτα. Τετράγωνη οθόνη ο τοίχος και πιο μαγεία δεν είχε. Ο Σκρουτζ, η Ιλλιάδα, η Οδύσσεια –σε δυο μέρη- ο Μολυβένιος Στρατιώτης και το Κοριτσάκι με σπίρτα με μαύρο σάλι και επεισόδεια απ τη Μάχη και ο Ζορό!

Το πρώτο παιχνίδι που θυμάμαι; Ένα άσπρο προβατάκι με ρόδες και ένα μικρό μωρό που μπουσούλαγε και του τελείωναν νωρίς οι μπαταρίες –UCAR μεγάλες- και μετά ένα πλυντήριο ρούχων μικροσκοπικό που του έβαζες νερό και έκανε αφρό και γύρναγε ο κάδος! Και πλαστικοί κύβοι χρωματιστοί, με γράμματα και φρούτα! Και ξύλινα ντόμινο. Και ένα αυτοκίνητο μπλε σπορ, που είχε κοπέλες και έναν νεαρό οδηγό και έπαιζε ένα τραγούδι ξένο χαρούμενο! Η πιο αγαπημένη κούκλα; Σε μια βαλιτσούλα άσπρη η Καρλόττα με πορτοκαλί μαλλιά και ένα δόντι -!- και μπιμπερό και αλλαξιές ρούχα. Μου την είχε φέρει ο θειος ντυμένος Αι Βασίλης με ένα κόκκινο μπουφάν της θειας μου και εγώ έκανα πως τάχα πίστευα πως δεν ήταν εκείνος, αλλά πως ο Άγιος υπάρχει!

Η μαμά και ο μπαμπάς στις μνήμες είναι πάντα νέοι και χαρούμενοι. Σα να μην έχουν πότε προβλήματα αλλά να πλέουν σε έντονα πολύχρωμες θάλασσες ανεμελιάς σα ποζες που τυπώνονταν αυτόματα απ τις μηχανές Πολαρόιντ και τινάζαμε το χαρτί στον αέρα για να στεγνώσουν τα χρώματα. Και εμείς πιστεύαμε πάντα ότι κι αν μας λέγανε. Και τα σπίτια μας ήταν καινούργια. Και ο κόσμος μας ήταν καινούργιος. Ωσπου τα ξύλινα τρένα μας πήραν χωρίς επιστροφή στη νοσταλγία των παιδικών μας χρόνων. Και το «μη κύπτετε έξω» πια, ξέρουμε τι σημαίνει… Για πάντα…

http://kourdistoportocali.com/read-this/4393/