Γιώργος Σεφέρης (Τέσσερις στιχουργοί μιλούν για τον αγαπημένο τους ποιητή)

wpid-wp-1452264914461.jpeg

Η πρώτη συνάντηση μου με τον ποιητικό λόγο του Γιώργου Σεφέρη έχει, θα έλεγα, έντονα κινηματογραφικά στοιχεία.

Φανταστείτε την εικόνα. Είμαι μαθητής της Δευτέρας Γυμνασίου, και φέρνω βόλτες με τον φιλόλογο της τάξης, ο οποίος λέει ότι με συμπαθεί γιατί στις εκθέσεις μου, θυμίζω σε αυτόν τον τρόπο σκέψης του γιου του. Μιλάμε για ένα άνθρωπο με απωθημένο την μουσική σύνθεση, ο οποίος στα διαλειμματα μονολογούσε, μελοποιώντας κείμενα δικά του η άλλων. Σε ένα από τα διαλειμματα, ο καλός  φιλόλογος παλεύει με κάποιους στίχους που στο άκουσμα τους αισθάνομαι μια παράξενη συγκίνηση.

Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.

Το άκουσες μου λέει, Γεώργιος Σεφέρης ο μέγας. Όχι Γιώργος, Γεώργιος. Αισθάνθηκα σαν να με κερνούσε ένα γλυκό με  λέξεις. Κι είναι αλήθεια ότι αυτός ο στίχος από τον Ερωτικό λόγο του  Σεφέρη, έχει ακόμη στη ψυχή μου την αίσθηση που αφήνει στο πικραμένο των ανθρώπων στόμα, το γλυκό του κουταλιού.

Λίγες ημέρες αργότερα, παρατηρώ ότι στο σημείο που η βιβλιοθήκη της τάξης συναντιέται ακριβώς στη γωνία με τον τοίχο της αίθουσας, ήταν σφηνωμένο ένα βιβλίο, προφανώς για να μην πληγώνεται ο τοίχος από το ξύλο, η το ξύλο από τον τοίχο. Ως φιλοπερίεργος, πήρα το βιβλίο το οποίο έγραφε στο εξώφυλλο: Γιώργος Σεφέρης «Τρία κρυφά ποιήματα» – ποιητική συλλογή». Σκέφτηκα, αστειευόμενος με το χατίρι που μου έκανε η τύχη, ότι αυτός που σφήνωσε το βιβλίο ανάμεσα στον τοίχο και την βιβλιοθήκη, φέρθηκε με τρόπο κυριολεκτικό. Βρήκε δηλαδή το ιδανικό σημείο να κρύψει τα ποιήματα.

Άνοιξα το βιβλίο, έτσι στην τύχη.

Πότε θα ξαναμιλήσεις
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.
Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη
ριζώνουν θρέφουνται με αίμα.
Οπως τα πεύκα
κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
το ίδιο τα λόγια
φυλάγουν την μορφή του ανθρώπου
κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί.
Ισως γυρεύουν να μιλήσουν τ” άστρα
που πάτησαν την τόση γύμνια σου μια νύχτα
ο Κύκνος ο Τοξότης ο Σκορπιός
ίσως εκείνα.
Αλλά που θα είσαι τη στιγμή που θα έρθει
εδώ σ” αυτό το θέατρο το φώς ;

Δεν σας κρύβω, πως την ποιητική αυτή συλλογή την διάβασα τόσες φορές που στοίχειωσε μέσα μου. Οι εκθέσεις που επαινούσε ο φιλόλογος, άρχιζαν να αλλάζουν όψη  γεγονός που μείωσε κατά πολύ  τις βόλτες του μαζί μου, καθότι οι εκθέσεις μου, δεν έμοιαζαν πια, με αυτές του γιου του. Δεν ξέρω πως, αλλά πάντα κατάφερνα ανεξάρτητα από  το θέμα της έκθεσης, να στριμώξω στίχους από τα Τρία κρυφά ποιήματα, που είχα μάθει φαρσί. Και να σου εγώ « Ποιος βουρκωμένος ποταμός μας πήρε;» «Το χιόνι σκέπασε τον κόσμο», «Πού θα μας φέρουν τέτοιοι δρόμοι;»« Τη φλόγα τη γιατρεύει η φλόγα».

Με τον Σεφέρη αισθάνθηκα ένα μυστήριο στροβιλισμό συναισθημάτων. Ήρθε στη ψυχή μου, σαν δίδυμος αδελφός του Κορνάρου, που με τον Ερωτόκριτο  είχε πετάξει μέσα μου κλαδιά και ρίζες,. Όταν αργότερα διάβασα στις περίφημες Δοκιμές του Σεφέρη,  για την βιωματική του σχέση με τον Ερωτόκριτο, είδα την ανάσα μου να γίνεται φλόγα από χαρά, και να χνωτίζει το τζάμι της πιο ωραίας μου ανάμνησης με τον Σεφέρη. Πάνω  σε αυτό το χνωτισμένο τζάμι, έγραψα και δεν θα σβήσει νομίζω  ποτέ, «Γεώργιος Σεφέρης ,ο  Μέγας.» Τα λόγια του δασκάλου μου δηλαδή.

Πρόσφατα με κυρίευσε η μανία, να αποδώσω λέει, επιγραμματικά σε μια φράση, το κεντρικό θέμα ποιητών που αγαπώ. Όλοι μας, γύρω από μια πληγή γυρνάμε, είτε γράφουμε είτε δεν γράφουμε. Μια κομβική πληγή μας ορίζει και γι αυτήν μιλάμε, αλλάζοντας κάθε φορά λέξεις , εικόνες και νοήματα.  Για τoν Σεφέρη, σκέφτηκα,  πως η βαθύτερη έγνοια του, Είναι η ανθρώπινη ψυχή, όταν αυτή ξεριζώνεται πριν από το θάνατο.  Κι ο ίδιος ο ποιητής ένα ραβδοσκόπος, που αναζητά την ιστορική ρίζα του ελληνικού καημού.

Για την ελληνική στιχουργική τέχνη, η ποίηση του Σεφέρη, υπήρξε μια από τις ιδανικές εστίες, που πάνω της ζέσταναν τα χερια τους σημαντικοί Έλληνες στιχουργοί, αντλώντας ο καθένας με τον τρόπο του, ιδέες, λέξεις και αφορμές.

Οι ίδιες οι λέξεις του Σεφέρη, είναι σίγουρες και  στέρεες,  τοποθετημένες με υψηλή τέχνη και αισθητική μέσα στα ποιητικά του κείμενα. Πολλές φορές τον φαντάστηκα να αντιμετωπίζει τις λέξεις, όπως ένας έμπειρος αρχειοθέτης, που βλέπει και εντοπίζει με την πρώτη ματιά, τον φάκελο που αφορά στην εργασία του. Ο Σεφέρης, αιμοδότησε την ελληνική γλώσσα και γι’αυτήν ανησύχησε πολύ.

Οι «Δοκιμές» του μαρτυρούν την αγωνία του  σε θέματα γλώσσας, όλος δε ο στοχασμός του περιστρέφεται επίμονα γύρω από την παράδοση, την παιδεία κα την λεκτική αγωγή της ποίησης. «Στα χρόνια μας, πρέπει να μην το ξεχνάμε, το ζήτημα δεν είναι πια αν θα γράφουμε καθαρεύουσα ή δημοτική». Γράφει στον πρώτο τόμο από τις περίφημες Δοκιμές του το 1946. «Το τραγικό ζήτημα είναι αν θα γράφουμε, ή όχι, ελληνικά· αν θα γράφουμε ελληνικά ή ένα οποιοδήποτε ελληνόμορφο εσπεράντο. Δυστυχώς όλα γίνουνται σα να προτιμούμε το εσπεράντο· σα να θέλουμε να ξεκάνουμε με όλα τα μέσα τη γλώσσα μας» .

Στις Δοκιμές, τόμος Δεύτερος, ο Σεφέρης μιλά για την  «αντοχή της γλώσσας», για τις δυνάμεις του δικού του λόγου   στη μεταφραστική του  «συνάντηση» με κείμενα από ξένες γλώσσες, Γράφει: «… προσπάθησα να μεταφράσω ελληνικά την Έρημη Χώρα και μερικά άλλα ποιήματα τού Ελιοτ».  Το έκανα νομίζω για δυο λόγους. Πρώτα, γιατί δεν είχα άλλον τρόπο να εκφράσω τη συγκίνηση που μου έδωσαν· κι έπειτα για να δοκιμάσω την αντοχή τής γλώσσας μου»

Στο βάθος της ποίησης του Σεφέρη, που μιλά με απελπισμένα λόγια, υπάρχει ένας πονεμένος  πατριώτης, που όλες οι έγνοιες και οι ανησυχίες του, αφορούν στην ελληνική μοίρα. Η ποίηση του εμφανίζεται με την μεγάλη κρίση της εθνικής μας ζωής, ύστερα από τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, κι ύστερα από την καταστροφή του ασιατικού ελληνισμού.  Το βαθύ ποιητικό του ένστικτο, η πλατιά θεωρητική κατάρτιση, η καλλιτεχνική του συνείδηση, τον οδήγησαν πολύ νωρίς στους νέους προσανατολισμούς και στην προσπάθεια της αλλαγής του ποιητικού λόγου

Προσέξτε τι γράφει ο Αριστος Καμπάνης (κριτικός δημοσιογράφος και ιστορικός) ,στις 30 Μαΐου 1931, στο  περιοδικό Εργασία. Είναι το πρώτο κριτικό σημείωμα μετά την κυκλοφορίας της Στροφής, της πρώτης δηλαδή ποιητικής συλλογής του Σεφερη. Γράφει ο Καμπάνης «Ο άγνωστος μου ποιητής Γιώργος Σεφέρης, δε μοιάζει με τους εδώ ποιητές. Αποζητάει τον καθαρό λυρισμό, τη μουσική πρωτολάλητη ποίηση. Είναι συχνά αινιγματικός, Αν δεν είναι ένας τρελός, που απηχεί σε στίχους τους σκοτεινούς Γάλλους συμβολιστάς, αν δεν είναι ένας πολύ,,, ηλικιωμένος, θα είναι ο ποιητής της αύριον. Ύστερα από τόσα και τόσα χρόνια, πρώτη φορά ακούω στίχους που να μην είναι βοτανοπτηλογική περιγραφή και ρητορεία, κανονική συνάρτησις αισθηματικών και  ιδεολογικών κοινοτοπιών.

Το φθινόπωρο του 2012, και πιο συγκεκριμένα η εβδομάδα 7 – 13 Σεπτεμβρίου, στο Τρίτο Πρόγραμμα,  ήταν εβδομάδα, αφιερωμένη στο Γιώργο Σεφέρη.   Στον επίλογο της ωριαίας  εκπομπής, που είχα ετοιμάζει για τον ποιητή, διάβασα το κείμενο του Ανδρέα Καραντώνη, κείμενο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία Τεύχος 1087, δυο περίπου ημέρες μετά τον θάνατο του  Σεφερη. (Ο Σεφερης έφυγε από την ζωή, στις 20 Σεπτεμβρίου 1971. Την εβδομάδα που ακολουθησε του αφιερώματος,  το κείμενο αυτό εστάλη σε 500 περίπου ακροατές οι οποίοι ζητούσαν επίμονα τα λόγια αυτά του Καραντώνη για τον Σεφέρη. Θα σας διαβάσω ένα μικρό απόσπασμα και με αυτό θα κλείσω την μικρή μου αυτή αναφορά στον ποιητή.

«Ο ελληνικός λαός» γράφει ο Καραντωνης, στη διαδρομή των χιλιετηρίδων της ιστορίας του, έχει υποφέρει από πολλά δεινά. Άλλα που του φόρτωσαν οι ξένοι και άλλα που τα εφεύρε ο ίδιος. Ένα από τα δεινά αυτά, παμπάλαιο σαν την Ελλάδα, είναι η ρητορεία. Η ρητορεία και όχι η ρητορική σαν υψηλή τέχνη του πεζού και του έμμετρου λόγου. Με τη ρητορεία, μεταφερόμαστε τάχιστα στην υπερβολή. Και η υπερβολή είναι μια παραμόρφωση της πραγματικότητας, που τελικά μας οδηγεί στο χάος, δηλαδή στην απονέκρωση των αισθήσεων μας, των ψυχικών και των υλικών. Ο Σεφέρης, ήταν ένας από τους ελάχιστους νεοέλληνες, που από νωρίς έκαμαν την διάγνωση αυτής της  αρρώστιας του λόγου, που τελικά γίνεται και αρρώστια του νου και του αισθήματος. Και τόσο πολύ την αηδίασε μα και την φοβήθηκε αυτή την αρρώστια, που κοίταξε να σπρώξει την ποίηση του όσο το δυνατόν πιο σιμά προς την ψιθυρισμένη κουβέντα, που όμως, αν την καλοπροσέξεις, θα θαυμάσεις την έξοχη άρθρωσης της και την παρομοιώδη περιεκτικότητα της.

Αμφιβάλουμε, γράφει σε άλλο σημείο του κειμένου του ο Καραντώνης, αν άλλος ποιητής σήμερα στον κόσμο, μας έδωσε μια τόσο πυκνά δραματική εικόνα του κακού, που περιτυλίγει την ανθρωπότητα σαν αράχνη. Του κακού που δεν μπορεί κανείς να το εξιχνιάσει, γιατί δεν υπάρχουν πια μάρτυρες αλλά μόνο τυφλοί, του κακού που αναπάντεχα μπορεί να πλήξει οποιονδήποτε, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται, ή άτομο είναι ή λαός. Μόνο η ελληνική ποιητική σοφία, μπόρεσε και το είπε με το στόμα του ποιητή που μας έφυγε. Όταν το δειλινό της περασμένης Τετάρτης, έβλεπα το φέρετρο του ποιητή να διαβαίνει την πύλη του κοιμητηριού, μέσα στη συγκίνηση μου άνθισε άξαφνα ο στίχος του «Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους, που μας άφησαν ορφανούς».

http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/giorgos-seferis-tesseris-stixoyrgoi-miloyn-gia-ton-agapimeno-toy-poiiti