Βουλευτές χομπίστες, χώρα στους λομπίστες

wpid-wp-1464212872733.jpeg

Θα μπορούσε να είναι και σύνθημα, στα χείλη πολιτών μιας ουτοπικής δημοκρατίας, κάπου στο μέλλον. Μιας χώρας με συνειδητοποιημένους πολίτες που ξέρουν τι θέλουν, γνωρίζουν σε τι κόσμο ζουν και απαιτούν το μέγιστο. Αυτό που τους αξίζει, όχι ανεδαφικά παραμύθια. Το κίνητρο του κειμένου το έδωσαν πολλαπλές πηγές. Πρώτα απ’ όλα αυτά που ζούμε τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα το νομοθέτημα-έκτρωμα της Κυριακής. Είχαν προηγηθεί και άλλα, που πάνω απ’ όλα διακρίνονταν από τα «ακαταλαβίστικα» που εμπεριείχαν. Διατάξεις απολύτως δυσνόητες και απρόσιτες στην κατανόηση του μέσου πολίτη. Μόνο αργότερα, μέσω της τσέπης του, μπορεί κάπως να τις προσεγγίσει επί του περιεχομένου.

Δεύτερη πηγή, πιο διαχρονική, μια προέκταση του γενικότερου «αντιπολιτικού» κλίματος που επελαύνει στην κοινωνία, μετά από συστηματική καλλιέργεια από «κύκλους». Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, καθετί που στο μυαλό μας περιορίζει ή «βλάπτει» τους «πολιτικούς», είναι καλό. Κάθε παρόμοια πρόταση, βρίσκει σχεδόν καθολική επιβράβευση. Χωρίς να κρίνουμε αυτόν που την εκστομίζει, ποια τα κίνητρά του και κυρίως ποια τα τυχόν αποτελέσματά της. Σε αυτή τη λογική κινούνται προτάσεις πχ περί αυστηρού ορίου στις θητείες βουλευτών ή στις ριζικές περικοπές αποδοχών αξιωματούχων. Δεν στέκομαι ευθέως απέναντι σε τέτοιες θέσεις, ιδίως στην εποχή που ζούμε, όπου η όποια ηγεσία πρέπει να δίνει ποικίλα παραδείγματα. Είμαι όμως ευθέως απέναντι σε πρόχειρες «λύσεις» που ρισκάρουν να «πετάξουν και το μωρό, μαζί με τα νερά της γέννας».

Άμεση αφορμή που συνδέει τα ανωτέρω, πρόσφατη ομιλία του Προέδρου Ομπάμα σε Πανεπιστήμιο των ΗΠΑ. Σε μια γενική τοποθέτηση εναντίον μια αντίληψης «αντι-πνευματικής» και αφού είπε πως δεν είναι «μοδάτο” (cool) το να μην ξέρεις ακριβώς για αυτό για το οποίο μιλάς (αναφερόμενος στην ακατάσχετη ασυναρτησία του άφρονα κ. Τραμπ, με «περίεργη» αναλογία με τα δικά μας), έφερε παράδειγμα: είπε πως όταν πηγαίνουμε στο γιατρό, έχουμε εύλογη απαίτηση αυτός να είναι και καταρτισμένος και έμπειρος. Όταν μπαίνουμε στο αεροπλάνο, θέλουμε εκπαιδευμένο και έμπειρο πιλότο, αλλιώς φυσικά δεν μπαίνουμε. Στην πολιτική όμως, που καθορίζει τη ζωή μας, κάτι μας πιάνει και επιμένουμε να λέμε «δε βαριέσαι. Δεν θέλω έμπειρο, να ξέρει τι λέει και τι κάνει». Η αντίφαση, τονισμένη με το χάρισμα του ομιλητή, προκάλεσε αμήχανες σιωπές και γέλια. Το επιχείρημα πέρασε.

Χωρίς μεγάλες και βαθυστόχαστες αναλύσεις. Η πολιτική διαχρονικά χαρακτηρίστηκε ως υψηλή τέχνη. Με ανάγκες που συνδυάζουν τόσο την αντιμετώπιση σύνθετων τεχνικά ζητημάτων, όσο και τη διαχείριση αντικρουόμενων συμφερόντων και κυρίως την ψυχοσύνθεση λαών. Σε περιόδους πτώσης κι εκεί που θα περίμενε κανείς μεγαλύτερη πίεση για αποτέλεσμα, έμφαση δίνεται στο ψυχολογικό. Στους «γητευτές», συνήθως λαοπλάνους, που υπερτονίζουν ψυχολογικά στοιχεία. Που πείθουν σχεδόν μεταφυσικά, πως η λογική μπορεί να διαγραφεί «μονοκοντυλιά». Το αποτέλεσμα περιγράφεται στην ψυχιατρική, πέρα από συλλογική αυταπάτη, ως «ψυχολογική υπεραναπλήρωση». Ο λαός, μαγεμένος από το «μαγικό αυλό», ακολουθεί σαν υπνωτισμένος. Μέχρι να έρθει η σύγκρουση με την πραγματικότητα, που ξυπνάει βιαίως.

Στη σύγχρονη εποχή, της απερίγραπτης πολυπλοκότητας και των πολυδιάστατων σχέσεων, τα ανωτέρω έχουν ενταθεί. Η πραγματικότητα έχει καταστεί ιδιαίτερα σύνθετη και απαιτητική. Η οικονομία, έχοντας σχεδόν αυτονομηθεί ως σύστημα, αναπτύσσει ολοένα και πιο πολύπλοκους μηχανισμούς, που διαπλεκόμενοι με την τεχνολογία, συνθέτουν ένα παζλ ιδιαίτερα δύσκολο απλά και μόνο στην κατανόηση. Για να μην αναφερθούμε στη συνθετότητα σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, σε έναν πολυπολικό κόσμο. Η πολιτική, στην προσπάθειά της να ελέγξει το τοπίο, να το ρυθμίσει, οφείλει αν μη τι άλλο να το κατανοεί. Όχι ως τελευταίος τροχός της αμάξης ή φτωχός συγγενής που τρέχει πίσω από τις εξελίξεις, αλλά ως οδηγός.

Όσο και αν τείνει να γίνει πεποίθηση, σε έναν τέτοιο κόσμο η πολιτική δεν είναι «χόμπυ». Είναι ιδιαίτερα απαιτητική δουλειά που απαιτεί ικανότητες, τεχνικές-επιστημονικές και πνευματικές. Απαιτεί προετοιμασία σε υψηλό επίπεδο και δοκιμασία σε συνθήκες πίεσης. Αυτό δεν σημαίνει πως απευθύνεται στις «ελίτ». Όχι, η δημοκρατία έχει στον πυρήνα της το δικαίωμα του καθένα να διεκδικεί έκφραση και ευθύνη. Η τελευταία όμως αυτή λέξη έχει και τη μεγάλη δύναμη. Ο λαός είναι εκείνος, με την ευθύνη του, που θα επιλέξει αυτούς που θα κληθούν να διαχειριστούν τα ανωτέρω πολύπλοκα.

Οι βουλευτές, οι υπουργοί, οφείλουν αν μη τι άλλο να καταλαβαίνουν τι είναι αυτό που διαχειρίζονται. Τι υπογράφουν, τι ψηφίζουν. Διαφορετικά, γίνονται έρμαιο αυτών των τεχνοκρατών που αναγκαστικά «προσλαμβάνουν» και καταλήγουν ενίοτε να τους καθοδηγούν. Από τις 7.500 σελίδες του προχθεσινού νόμου, με τις τεχνικές διατυπώσεις, πόσοι από τους 300 κατάλαβαν ακριβώς τι πραγματικά ψήφιζαν; Κι εδώ φυσικά, υπάρχει και ζήτημα δημοκρατίας. Διότι, αν δεν τις κατάλαβαν εκείνοι, ποιοι ακριβώς τις συνέταξαν, με ποια εντολή; Θέλουμε τη Βουλή, την Κυβέρνηση, κυρίαρχο σώμα ή απλό «επικυρωτή» αποφάσεων άλλων, «ειδικών»;

Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα της ευθύνης. Του πολίτη και του πολιτικού. Η πολιτική είναι και τέχνη και επιστήμη και πολύ δύσκολη δουλειά, που βασίζεται και στην κατάρτιση και στο ταλέντο αλλά και στην εμπειρία. Όλοι οι μεγάλοι μας πολιτικοί, που άφησαν το στίγμα στην ιστορία, είχαν αξιοσημείωτο κοινοβουλευτικό βίο. Και στη χώρα μας και έξω, να μην αναφέρουμε παραδείγματα. Η αντίληψη του «έλα μωρέ, τι κάνουν δηλαδή, μια υπογραφή βάζουν οι χαραμοφάηδες», είναι ισοπεδωτική και επικίνδυνη. Μας οδήγησε σε επιλογές τυχάρπαστων που λόγω ασχετοσύνης, καταντούν ανεύθυνοι. Παρένθετα πρόσωπα. Τους διαλέγουμε με επιλογή «πασαρέλας» και «φαφλατολογίας», τους ζητάμε να αλλάξουν τον κόσμο, τη στιγμή που αυτοί απλώς αγκομαχούν να καταλάβουν τα στοιχειώδη. Και μετά, πειραματίζονται ανεπιτυχώς στου «κασίδη το κεφάλι». Δεν πάει έτσι. Αν θέλουμε να αλλάξουμε τα αποτελέσματα που βιώνουμε καιρός είναι να δίνουμε βάρος στην απόφασή μας.

Σε περίπλοκες εποχές, θέλουμε και ικανούς ανθρώπους. Που και κατανοούν και οδηγούν την εποχή. Που είναι πραγματικοί δρώντες και όχι ενεργούμενα. Που μπορούν να λειτουργήσουν ως παράδειγμα αξιοσύνης. Να λέμε «δες πού έφτασε αυτός, γιατί το άξιζε», και να είναι πρότυπο. Όχι όπως τώρα που έγινε βίωμα ότι τίποτα δεν έχει αξία, ότι ο «κάθε αδαής, μπορεί να φτάσει οπουδήποτε». Ας αναθέσουμε τη δουλειά σε αυτόν που έχει τα προσόντα. Να ξέρουμε μετά και από ποιον θα ζητήσουμε λογαριασμό.

* Νίκος Κασκαβέλης, Δικηγόρος, ΜΔΕ «Ευρωπαϊκή Διοίκηση και Πολιτική» , Msc «Business for Lawyers”

image