Ανάγκα και οι θνητοί πείθονται…

wpid-wp-1466199663744.jpeg

Μίλα μου για ανάγκες, μη ντρέπεσαι. Για ανάγκες που έχουμε «όλοι», για ανάγκες χάρτινες, για ανάγκες κίβδηλες, για της Γριάς Τέφρας τις ανάγκες. Ξέρεις εσύ. Ναι, έχεις δίκιο, πως είναι δυνατόν να κυκλοφορείς με τα πόδια, δίχως «ρόδα», δίχως σπίτι ιδιόκτητο, δίχως σαλόνι δερμάτινο, που ζεις; Θα «μάθω». Θα μεγαλώσω και θα «μάθω», μείνε ήσυχος. Αργά ή γρήγορα όλοι πρέπει να «μάθουμε». Αλλιώς… ξέρω, ξέρω, σου φορούν το ακάνθινο στέμμα του απόκληρου και καλά σου ξεμπερδέματα. Υπάρχουν τόσα «χρήσιμα» πράγματα να αγοράσεις. Δούλεψε, δούλεψε (αν βρεις, βέβαια, δουλειά), δούλεψε λίγο ακόμη και θα γίνουν (;) δικά σου. Πίσω από την επίπεδη οθόνη σου κρύβεται ο φόβος, στα καινούρια σου «μοδάτα» έπιπλα κρύβεται ο φόβος. Γιατί ο Δυτικός Πολιτισμός κατασκευάζει «ανάγκες» κι εσύ «οφείλεις» να τις χρειάζεσαι, να μη μπορείς δίχως αυτές.

Ανάγκες. Απτές ή άυλες. Μια «αθώα» ψευδαίσθηση πως μπορείς να απλώσεις το χέρι και να «απολαύσεις» όλα αυτά τα «αγαθά». Κι ο φόβος έρχεται, ο φόβος που προκαλεί η ματαίωση της ικανοποίησης των «αναγκών». Διότι όσες «ανάγκες» και να καλύψεις, όσους ηδονικούς «κόσμους» κι αν γευτείς με την άκρη της γλώσσας σου, η εξουσία θα κατασκευάζει συνεχώς κι άλλους, κι άλλους, αστραφτερούς κι ελκυστικούς. Τόσο απλό, μα τόσο επιτυχές το μοτίβο της σύγχρονης κυριαρχίας. Από το μαιευτήριο μέχρι το οστεοφυλάκιο σε εκπαιδεύουν να κυνηγάς «ανάγκες», ψεύτικες, ρηχές, ανούσιες «ανάγκες», χίμαιρες εις τη νιοστή. Ένας ολόκληρος πολιτισμός εξαρτημένων. «Μα πως θα βγω από το σπίτι μου δίχως μακιγιάζ; Είναι δυνατόν;», «καλά, σοβαρολογείς τώρα; Θα περπατήσουμε από την Αριστοτέλους μέχρι το Τσινάρι με τα πόδια; Μπες σε ένα ταξί άνθρωπε μου». Και μη χειρότερα. Και τώρα που η «μπάνκα» μαζεύει ό,τι είχε αφειδώς «μοιράσει» στους ανυποψίαστους (;) «παίκτες», τόσο ο οφθαλμός «γυαλίζει» από δίψα για «αγαθά», τώρα που εξαϋλώνεται η «πραγματικότητα» της ιδιοκτησίας, τόσο η έλλειψή της γεννά φόβους στέρησης στους εξαρτημένους. Και τούτο, πολλούς εξ αυτών, τους κάνει ικανούς για όλα. Φιλία, έρωτας, ανθρωπιά, ήθος· τρίχες κατσαρές και εις τα παλαιότερα των υποδημάτων τους. Το τέρας βρυχάται, το τέρας δείχνει τα δόντια του και βρίσκεται μέσα μας. Εκ γενετής κι ανατρεφόμενο εις τις ιδανικότερες των συνθηκών· στο μεταμοντέρνο πεδίο της κυρίαρχης Δυτικής αφήγησης. Ένα φαραωνικού μεγέθους εργοστάσιο κατασκευής πλαστών αναγκών. Για μένα, για μένα, για εμάς, που λέει κι ο Πουλίκας. Πόσο λογικό είναι να περνάς ένα οκτάωρο στις πιο άθλιες χειρωνακτικές ή πνευματικές εργασίες, ν’ αγοράσεις ένα βουνό σκατολοΐδια, που ούτε κατά διάνοια χρειάζεσαι πραγματικά; Κι όμως, αυτό κυριάρχησε ως άγραφος κανόνας. Κάθε παρέκκλιση τιμωρείται με αυτόματη απομόνωση, από το άχραντα διαμορφωμένο κοινωνικό σύνολο των υπηκόων. Για δεκαετίες ολόκληρες, επί παραδείγματι, όποιος δεν συνέδεε άρρηκτα τη σχόλη με την κατανάλωση, ήταν παρίας, αλήτης, «φρικιό». Όχι, χρυσέ μου άνθρωπε, δε θα πιεις το τσάι σου στο πεζούλι, στο παγκάκι. Θα δουλεύεις νυχθημερόν, ωσάν τον όνο και χειρότερα, να σιγοπίνεις κι εσύ επί χρήμασι, σαν «κύριος», το ρόφημα σου, στα μαγαζιά μας. Τι είσαι; Κανένας αλήτης; Δε θα ξοδέψεις, δηλαδή, δυο μεροκάματα, να αγοράσεις το τάδε παντελόνι, να «ανέλθεις» κι εσύ κοινωνικά; Ναι, το παντελόνι που έφτιαξε το εξαθλιωμένο επτάχρονο, που δουλεύει για ένα δολάριο μέρα-νύχτα σε κάποιο πλωτό εργοστάσιο ενδυμάτων, κάπου στις θάλασσες του Μπαγκλαντές. Πως; Δεν είναι σωστό; Και τι σε νοιάζει εσένα, συγγενής σου είναι; Κι εδώ το κράτος κερδίζει, γιατί σε πλάθει πλέον καθ’ εικόναν και ομοίωσιν του. Σα τα μούτρα του, που λένε. Ένα βουνό «ανάγκες», να έχεις να πορεύεσαι, στη μοναξιά, στην οθόνη, στις ψηφιακές «συναναστροφές» σου. Και περνά η ζωή, ο χρόνος σου σε τούτη τη σφαίρα ύπαρξης, δίχως να το πολύ πάρεις χαμπάρι και, κυρίως, δίχως να ενοχλείς τους κρατούντες. Γεννιέμαι, παράγω, καταναλώνω, γεννώ (ή όχι) κι άλλα κορόιδα, να συνεχίσουν το «έργο» μου, αφήνω κι ένα λόφο κοπριές κι αποδημώ εις τόπον χλοερόν. Αυτό είναι το ζητούμενο για την εξουσία, τα υπόλοιπα είναι σημαντικές ή ασήμαντες λεπτομέρειες. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη εκείνοι οι λίγοι, που δεν δίνουν δεκάρα για τις «ταμπέλες» που τους κρεμούν με τη βία οι πολλοί, που είναι και παρίες και αλήτες και «φρικιά», κατά το κέφι τους. Πολλά ολίγοι, μες το βούρκο των πολλών. Ο Δυτικός Πολιτισμός ξεψυχάει σε μια κούπα φρέντο-εσπρέσο, πέφτοντας, για τα καλά, στο δόκανο, που, εδώ και δεκαετίες, μοντάρει πονηρά για τους υπηκόους του. Το ζήτημα δεν είναι, λοιπόν, αν θα καταρρεύσει, αλλά το πότε και πόσο θόρυβο θα προκαλέσει η πτώση του.

image

Πηγή